Γράφει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Κακό πράγμα να αναφέρεσαι στην σύγχρονη αριστερά και να μιλάς για αριστερή-προοδευτική πολιτική προσηλωμένος στον Anthony Giddens και αγνοώντας τους Ludwig Wittgenstein, William Connolly, Ernesto Laclau, όπως και την Chantal Mouffe! Είναι κακό πράγμα, αγαπητέ Κώστα Σημίτη, καθώς έτσι η γλώσσα – που αυτή καθ΄ εαυτή είναι η μοναδική αλήθεια, σε κάθε περίπτωση και ασχέτως αν μεταφέρει ψέματα επί ψεμάτων – χάνει τη δυνατότητα να παράγει προοδευτικό νόημα και μήνυμα, ασφαλώς.
Δυστυχώς, είναι αποτέλεσμα ολοκληρωτικής σκέψης και όχι προοδευτικής-δημοκρατικής συγκρότησης, η άποψη πως «αριστερή πολιτική είναι η γλώσσα της αλήθειας»! Αν είναι, τότε είτε μιλάμε με όρους λενινισμού και άρα δικτατορίας του προλεταριάτου, είτε υπαινισσόμαστε πως έχουμε υπερβεί την κοινωνική διαίρεση και πως ζούμε ήδη σε αταξικές κοινωνίες, όπου η «αλήθεια» παράγεται αντικειμενικά, ουδέτερα, στο πλαίσιο ενός πολιτικού σχήματος χωρίς χαμένους! Και τα δύο είναι ολοκληρωτισμός, με το δεύτερο μάλιστα, ακολουθώντας τον «τρίτο δρόμο» του Giddens και ασπαζόμενο την ιδέα του «ριζοσπαστικού κέντρου», να αναφέρεται στην αριστερή πολιτική ως διαδικασία υπέρβασης ή κατάλυσης της ιστορικής διάκρισης αριστερά-δεξιά, στην πράξη. Κάπως έτσι δεν εμφανίζεται μόνον η επανάσταση ως ολοκληρωτισμός αλλά και η ίδια η μεταρρύθμιση.
Αν πεις, αναγνώστη μου, «αριστερή πολιτική είναι η γλώσσα της αλήθειας» και δεν μιλάς με όρους λενινισμού, τότε, για να έχει νόημα η φράση σου, ως αριστερή πολιτική θα ορίζεις τον εξοβελισμό της αντικαπιταλιστικής συνιστώσας από το σοσιαλδημοκρατικό αφήγημα και ασφαλώς πρόγραμμα. Θα μιλάς με όρους του «τέλους της ιστορίας» και τότε η αναφορά στην αριστερή πολιτική θα αποτελεί τουλάχιστον ανορθολογισμό και αναχρονισμό. Γιατί, λοιπόν, αισθάνεσαι την ανάγκη να παραπλανήσεις; Είσαι δειλός ή απλώς λαϊκιστής; Η αλήθεια σου, σε αυτή την περίπτωση είναι ο «απλός εκσυγχρονισμός», ο οποίος μετατρέπεται μέσω αυτού του αφηγήματος και εντός της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας σε «αντανακλαστικό εκσυγχρονισμό» που προδηλώνει μια μορφή ολοκληρωτισμού της αγοράς σε αρμονικό συνδυασμό με τον ολοκληρωτισμό του προγράμματος της τρόικας για την Ελλάδα. Ειρήσθω εν παρόδω αυτόν ακριβώς τον ολοκληρωτισμό με τον «αντανακλαστικό εκσυγχρονισμό» θεσμοθετεί αυτή την περίοδο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ως αποτέλεσμα της συμφωνίας της με την τρόικα.
Σημείωσα, η γλώσσα είναι αλήθεια, αλλά οποιαδήποτε «γλώσσα της αλήθειας» παραπέμπει στον ολοκληρωτισμό είτε με όρους λενινισμού, είτε με όρους νεοφιλελευθερισμού. Εάν οι κεντροαριστεροί στην Ελλάδα δεν αποσκοπούν στο νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτισμό, ας προσπαθήσουν αντί να βαυκαλίζονται με την παρωχημένη «ανανέωση», να ανανεωθούν οι ίδιοι, αντιλαμβανόμενοι ότι η σοσιαλδημοκρατία είναι ήδη νεκρή – πέθανε απολύτως εξευτελισμένη. Το ζήτημα είναι η κρίση της εργασίας και η εξάντληση της κοινωνίας της μισθοσυντήρησης. Αυτό είναι και το σημερινό δράμα που αφορά στην ελληνική κρίση.
Αν θέλουμε να μη σαχλαμαρίζουμε και να εννοούμε την αριστερή – μεταρρυθμιστική πολιτική, θα πρέπει αυτή να την εντάξουμε σε ένα σαφές μετασοσιαλδημοκρατικό οραματισμό. Αυτό σημαίνει πως κατανοούμε ότι ούτε ο laissez-faire φιλελευθερισμός, ούτε ο κεϋνσιανισμός, ούτε ασφαλώς ένα νεοσυντηρητικό μίγμα τους, σαν κι αυτό που έχουν υιοθετήσει ως πρόγραμμα κάμποσα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη, δεν μπορούν να απαντήσουν στο πρόβλημα το οποίο προφανώς δημιουργείται από την εξέλιξη του καπιταλισμού στο σύγχρονο πρότυπο της παγκοσμιοποιημένης αγοράς και ηγεμονίας. Ένα πρόβλημα το οποίο σε ό, τι αφορά στην ελληνική κρίση, καταλήγει να δημιουργεί ένα αφάνταστα δραματικό και ανυπέρβλητο με τα κλασικά οικονομικά, Κοινωνικό Ζήτημα.
Η μικρή αλήθεια για την ΕΕ αυτή την στιγμή είναι πως οι πολιτικές «αμερικανοποίησης της Ευρώπης» υπό το φιλελεύθερο μότο της «ελαστικοποίησης» και της μετατροπής της έννοιας της κοινωνικότητας σε επιχειρηματικότητα, οδηγούν σε ένα πρωτοφανές στην ιστορία φαινόμενο με την κοινωνία να διαιρείται ανάμεσα σε εκείνους που έχουν σταθερές δουλειές και εκείνους που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα στο φάσμα της ανεργίας και της εποχικής ή ασταθούς απασχόλησης. Από την κοινωνική πόλωση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας έχουμε περάσει στην κοινωνική πόλωση εντός του παράγοντα της εργασίας. Και αντί να ασχοληθούμε με την δραστική αναδιάρθρωση του χώρου της εργασίας που καταστρέφεται καθημερινά, αναζητώντας μεταξύ άλλων πολιτικές δραστικής ανακατανομής στη μέση παραγωγική διάρκεια της εργασίας για να έχει οποιαδήποτε έννοια η αριστερή μεταρρύθμιση στις μέρες μας, σαχλαμαρίζουμε επί της αφηρημένης έννοιας της «γλώσσας της αλήθειας»!
Η αριστερή μεταρρυθμιστική πολιτική θα είχε έννοια σήμερα στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής αγωνιστικής διαπάλης που θα έδινε μία μετασοσιαλδημοκρατική απάντηση στο νεοφιλελευθερισμό με τιθάσευση του καπιταλισμού, που πλέον αποσυνδέει – καταστροφικά ακόμη και για τον ίδιο – την παραγωγή πλούτου από την εργασία που εκμεταλλεύεται, ενώ δημιουργεί δραματικές πολώσεις και πρωτόγνωρες αντιθέσεις εντός των κοινωνιών που βιώνουν την απορρύθμιση της εργασίας.
Προσωπικά, αναγνώστη μου, δεν πιστεύω πως αυτή η μετασοσιαλδημοκρατική αναγκαιότητα που προκύπτει από την πραγματικότητα (: μικρή αλήθεια) της εξέλιξης της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης θα μπορούσε να λάβει τη μορφή πρακτικής πολιτικής στο επίπεδο του εθνικού κράτους. Όπως η σοσιαλιστική επανάσταση δεν μπορεί να οδηγήσει σε μία σοσιαλιστική κοινωνία εντός του έθνους-κράτους, έτσι και η σοσιαλιστική μεταρρύθμιση της μετασοσιαλδημοκρατίας θα ήταν ουτοπία να θεωρήσει κανείς πως μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός του έθνους-κράτους. Αυτά θα περιέγραφε μία αυθεντική γλώσσα της δημοκρατικής αριστεράς, αν ήθελε να έχει στοιχειώδη επαφή με την πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα που ιδιαίτερα για την Ελλάδα είναι αδυσώπητη!…