Ο εξαιρετικώς ενδιαφέρων και διαφωτιστικότατος διάλογος περί το νόμισμα, μεταξύ του Δικηγόρου κ. Δημήτριου Τσιμπανούλη και του οικονομολόγου (PhD) κ. Σπυρίδωνος Στάλια, συνεχίζεται, με παρέμβαση -άμεση, αυτή τη φορά- του Παναγιώτη Γεννηματά, επίτιμου Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Τραπέζης Επενδύσεων.
Η παρέμβαση του κ. Γεννηματά έγινε ως σχόλιο στο facebook, κάτω από την ανάρτηση του άρθρου μου, στο οποίο περιέχεται το πρώτο μέρος του διαλόγου Στάλια-Τσιμπανούλη. Η ενέργεια αυτή, του Παναγιώτη Γεννηματά, με τιμά για άλλη μία φορά, έστω και αν -όχι για πρώτη φορά- οι απόψεις μας διίστανται! Και διίστανται όχι ως προς το σκεπτικό τους, αλλά στο «δια ταύτα». Κατά την άποψή μου, το συμπέρασμα του Παναγιώτη Γεννηματά, υπέρ του ΟΧΙ, εμμέσως πλην σαφώς διατυπωμένο στο σχόλιό του, ουδόλως τεκμαίρεται με βάση το σκεπτικό του. Η αποδοχή της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, μέσω του ΝΑΙ, ενάντια στην ευθεία επίθεση που επιχειρεί το μαυροκόκκινο μέτωπο της οπισθοδρόμησης, της μισαλλοδοξίας, των οπαδών της συνωμοσιολογίας, των σύγχρονων ησυχαστών, ασφαλώς δεν μπορεί να βρίσκει υποστήριξη από τον Παναγιώτη Γεννηματά, τον πλέον Ευρωπαίο Έλληνα! Η απέχθειά του στο παλαιό, φαύλο και ανίκανο πολιτικό σύστημα της μεταπολιτεύσεως είναι και δική μου. Όμως, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι οργανικό μέρος του συστήματος αυτού ενώ ΑΝ.ΕΛ. & Χ.Α. είναι τα υποπροϊόντα του. Όλοι αυτοί είναι ένα ενιαίο –λιγότερο ή περισσότερο λαϊκίστικο- κρατικοδίαιτο και κρατικολάγνο σύστημα, πλήρης αναβίωση (ή μήπως επιβίωση;) του σκοταδιστικού βυζαντινισμού, όπως καλώς ο ίδιος γνωρίζει και έχει αποδείξει με την βιβλιογραφία του. Η ψήφος στο ΝΑΙ είναι η μόνη ικανή να οδηγήσει σε άμεσες εξελίξεις που θα οδηγήσουν στην πλήρη απαξίωση και κατάρρευση του συστήματος αυτού. Μόνο το ΝΑΙ διασφαλίζει ότι μόνο την ευρωπαϊκή θέση της χώρας, αλλά την ίδια την ύπαρξή της ως ελευθέρου κράτους, ως δημοκρατίας!!!
Παραθέτω, κατωτέρω, αυτούσια την αλληλογραφία Στάλια – Τσιμπανούλη και πάλι ως επίμετρο, το σχόλιο του Παναγιώτη Γεννηματά. Το σχόλιο αυτό προηγήθηκε των επιστολών, αλλά εννοιολογικώς, εκτιμώ ότι, πρέπει να διαβασθεί τελευταίο, ώστε να είμαστε δίκαιοι έναντι του κ. Τσιμπανούλη, οι απόψεις του οποίου πρέπει να κριθούν στην ολότητά τους.
Αγαπητέ κύριε Τσιμπανούλη,
Οίκοθεν νοείται ότι την παλιά μας συνήθεια να μιλάμε με ειλικρίνεια και καλή πιστή δεν είναι δυνατόν να την αλλάξουμε.
Και για αυτό έρχομαι αμέσως στο θέμα μας.
Προχθές οι Έλληνες πήγαν στις Τράπεζες για να κάνουν αναλήψεις από τις καταθέσεις τους. Αυτό ήταν χρήμα που είχε ήδη απεικονιστεί στα λογιστικά βιβλία των Τραπεζών.
Όταν έγινε η κατάθεση στο παθητικό των Τραπεζών αναγράφτηκε η υποχρέωση τους προς τους καταθέτες, στον λογαριασμό ‘καταθέσεις’, ενώ στο ενεργητικό τους είχε αναγράφει η κατάθεση σε κάποιο λογαριασμό υπό τον τίτλο ‘αποθεματικά’, ‘ταμείο’, ‘άλλες αξίες’.
Όταν ο καταθέτης εμφανίζεται και απαιτεί την κατάθεση του από την Τράπεζα και η Τράπεζα αδυνατεί να του δώσει ‘χειροπιαστό χρήμα’, αυτό πρακτικά σημαίνει δύο πράγματα.
Ή ότι η Τράπεζα πτώχευσε ή ότι η Τράπεζα έχει έλλειψη ρευστότητας. Αν μεν συμβαίνει το πρώτο, τότε η καθαρή θέση της Τράπεζας είναι αρνητική και άρα οι καταθέσεις εξατμίζονται, και αν συμβαίνει το δεύτερο, τότε η Τράπεζα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις αναλήψεις ή να εκκαθαρίσει τις σχέσεις της με τις άλλες Εμπορικές Τράπεζες.
Επειδή το πρώτο δεν συνέβη, δεν έχουν πτωχεύσει οι Ελληνικές Τράπεζες, προφανώς έχει συμβεί το δεύτερο. Αλλά η Τράπεζα που ‘προμηθεύει’ την ρευστότητα στις Τράπεζες, είναι η Κεντρική Τράπεζα. Η Κεντρική Τράπεζα λοιπόν στην περίπτωση μας, για δικούς της λόγους, αρνήθηκε να δώσει την ρευστότητα στο Τραπεζικό Σύστημα που προΐσταται, και δημιούργησε ετσι ασφυξία στην οικονομία και κοινωνική αναταραχή. Αν παρ’ ελπίδα η ΕΚΤ έχει προβλήματα με τις Εμπορικές Τράπεζες της Ελλάδας, όφειλε να τα είχε λύσει από το 2010.
Κατά συνέπεια, εδώ δεν μιλάμε για νέο χρήμα που πιθανότατα, όπως πολλοί ισχυρίζονται, θα ήταν ‘πληθωριστικό’, καίτοι έχουμε 2.000.000 ανέργους και πρωτοφανή υπανάπτυξη στην Ευρώπη, δεν μιλάμε για νέο χρήμα που θα έπρεπε να ‘κοπεί’ για την χώρα μας, που θα ανέτρεπε την ευρωπαϊκή ισορροπία.
Μιλάμε για χρήμα που ήδη υπήρχε, που κυκλοφορούσε, και επανακυκλοφορούσε μεταξύ του κράτους, των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών με ενδιάμεσους σταθμούς της κυκλοφορίας τις Τράπεζες. Από τους σταθμούς αυτούς, ο σταθμάρχης ΕΚΤ, απαγόρευσε ο επιβάτης χρήμα να κατέβει.
Νομίζω ότι περιέγραψα επακριβώς πως γίνεται η διακίνηση του χρήματος.
Αν πράγματι την περιέγραψα καλώς, τότε οδηγούμεθα στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η ΕΚΤ οικιοθελώς δημιούργησε πρόβλημα στην Ελλάδα ως μη όφειλε, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η εκτίμηση μου στο πρόσωπο σας παραμένει υψηλή
Σπύρος Στάλιας
Αγαπητέ κύριε Στάλια,
Είδα ότι κοινοποιήσατε σε όλους όσους περιέχονται στη λίστα αποδεκτών την απάντησή σας. Επειδή τη δική μου απάντηση, που σας έστειλα χθες το βράδυ, την απέστειλα μόνο σε σας, κρίνω σκόπιμο να τοποθετηθώ, για τελευταία φορά – για να μην το παρακουράσουμε! – στην πολύ ενδιαφέρουσα θεματική, προσπαθώντας να εκθέσω με τρόπο επιστημονικό και αντικειμενικό, ελπίζω, τις απόψεις μου.
Αν ίσχυαν αυτά που λέτε, αγαπητέ κύριε Στάλια, τότε ποτέ δεν θα περιέρχονταν τράπεζες σε αφερεγγυότητα! Η θεώρησή σας βασίζεται σε υπεραπλουστευμένες και σφαλερές παραδοχές, όπως θα προσπαθήσω να εξηγήσω:
Γνωρίζουμε όλοι ότι αν οι καταθέτες αποσύρουν μαζικά τις καταθέσεις τους (bank run), τότε κινδυνεύει και το υγιέστερο πιστωτικό ίδρυμα. Το αν το ζήτημα που γεννάται σε μια τέτοια περίπτωση είναι απλώς θέμα ρευστότητας του πιστωτικού ιδρύματος ή και κάτι παραπάνω (επάρκειας ιδίων κεφαλαίων και, άρα, αφερεγγυότητας) κρίνεται κατά περίπτωση.
Αν είναι απλώς θέμα ρευστότητας, τότε το πιστωτικό ίδρυμα αναζητά κεφάλαια από τη διατραπεζική αγορά. Και αν ούτε κι εκεί μπορεί να τα βρεί, έρχεται ο κεντρικός τραπεζίτης ως lender of last resort. Η λυδία λίθος, λοιπόν, για να ξεκαθαρίσει το αν το ζήτημα είναι απλώς θέμα ρευστότητας ή επάρκειας ιδίων κεφαλαίων είναι το αν θα διαθέσει αυτά τα κεφάλαια ο κεντρικός τραπεζίτης.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχουν όμως, όπως εξέθεσα στην πρώτη μου επιστολή, κανόνες για τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η ΕΚΤ επιτρέπεται να χρηματοδοτήσει τα πιστωτικά ιδρύματα για λόγους νομισματικής πολιτικής: Πρέπει τα πιστωτικά ιδρύματα να παράσχουν επαρκή ασφάλεια («εγγυοδοσία», collateral) στην ΕΚΤ έναντι αυτής της χρηματοδότησης. Τα περιουσιακά στοιχεία που είναι αποδεκτά («eligible») από την ΕΚΤ καθορίζονται με αποφάσεις της (βλ. π.χ. General Documentation, ECB 2011/14) και αποτιμώνται, βάσει της τρέχουσας αγοραίας αξίας τους. Η αποτίμηση μάλιστα αυτή δεν γίνεται άπαξ, όταν δίδονται για πρώτη φορά περιουσιακά στοιχεία ως ασφάλεια, αλλά σε διαρκή χρόνο, mark to market. Οι περικοπές δηλαδή που γίνονται εξαρτώνται από τους κανόνες αποτίμησης των ασφαλειών και την τρέχουσα τιμή τους. Αναπροσαρμόζεται δηλαδή κάθε μέρα η αξίας τους και, αναλόγως, εφόσον συντρέχει περίπτωση και δεν καλύπτονται με επαρκή ασφάλεια τα χορηγηθέντα δάνεια, ζητείται από τα πιστωτικά ιδρύματα πρόσθετη ασφάλεια ή γίνονται απαιτητά χορηγηθέντα δάνεια, ενεργοποιουμένης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.
Όταν, λοιπόν, ο εκδότης ομολόγων, που έχουν δοθεί στην ΕΚΤ ως ασφάλεια, είναι στα πρόθυρα της αδυναμίας πληρωμών (βλ. αφερεγγυότητας) – όπως εν προκειμένω ο εκδότης των Ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου / ΟΕΔ –, είναι αυτονόητο ότι η αποτίμηση αυτών των ομολόγων θα γίνει με μεγαλύτερες περικοπές, επειδή τούτο επιβάλλεται από τους ισχύοντες κανόνες. Αυτό επηρεάζει αυτονοήτως τόσο τη ρευστότητα, όσο και τη φερεγγυότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων, που έχουν στα περιουσιακά τους στοιχεία τέτοια ομόλογα. Και όταν εκδότης των ομολόγων που έχουν δοθεί ως ασφάλεια είναι κράτος και γνωρίζει πως όλα τα εθνικά πιστωτικά ιδρύματα έχουν επενδύσει σημαντικό μέρος των διαθεσίμων τους σε κρατικά ομόλογα, οφείλει να λάβει τα παραπάνω σοβαρά υπόψη του όταν διαπραγματεύεται με τους δανειστές του. Να ξέρει δηλαδή ότι οι ενέργειες και κινήσεις του επηρεάζουν σημαντικά τη συστημική ευστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας. Πόσο μάλλον όταν η χώρα δεν έχει δικό της νόμισμα και το εκδοτικό προνόμιο έχει εκχωρηθεί σε Κεντρική Τράπεζα της ενώσεως κρατών που συμμετέχουν στο κοινό νόμισμα και είναι ανεξάρτητη. Υπεύθυνη πολιτική σημαίνει πως γνωρίζουμε αυτές τις παραμέτρους, τις συνυπολογίζουμε και αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας, χωρίς να ρίχνουμε σε τρίτους το λίθο του αναθέματος.
Το θέμα που αποτελεί αντικείμενο της συζήτησης, αγαπητέ κύριε Στάλια, είναι το αν όφειλε ο Κεντρικός Τραπεζίτης να χορηγήσει κάτω από τέτοιες συνθήκες πρόσθετη χρηματοδότηση στα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα – όπως ισχυρίζεσθε εσείς – στο πλαίσιο έκτακτων και κατ’ εξαίρεση, σε περιόδους κρίσεων, εφαρμοζομένων μηχανισμών, όπως μέσω του ELA. Μα πώς θα μπορούσε να δώσει επιπλέον χρηματοδότηση η Κεντρική Τράπεζα στα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα (γιατί αυτό είναι το ζήτημα που συζητάμε τούτη τη στιγμή και όχι η περικοπή των υφισταμένων χρηματοδοτήσεων), όταν αυτά όχι μόνον δεν έχουν νέα περιουσιακά στοιχεία να της δώσουν ως ασφάλεια, αλλά και υπάρχει κίνδυνος να υποτιμηθεί η αξία των υπαρχουσών ασφαλειών (ΟΕΔ) – πράγμα που δεν έγινε ακόμη –;
Η Κεντρική Τράπεζα, εφαρμόζοντας ορθότατα τους κανόνες που ισχύουν για την αναπροσαρμογή σε τρέχουσες τιμές της αξίας των υφισταμένων ασφαλειών, που έχουν δώσει τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα για την ήδη παρασχεθείσα σ’ αυτά χρηματοδότηση, έλαβε υπόψη της τις νέες εξελίξεις (επικείμενη, τότε, λήξη του προγράμματος, που θα οδηγούσε, όπως και συνέβη, σε υπερημερία το Ελληνικό Δημόσιο έναντι των δανειστών του, σε πρώτη φάση έναντι του ΔΝΤ) και αρνήθηκε να αυξήσει τα δανεικά που είχε δώσει στα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα και μάλιστα μέσω του ELA.
Σκεφθείτε μια επιχείρηση, έστω την επιχείρηση Α, που έχει δανειστεί από μια τράπεζα χρήματα αξίας 100 λογιστικών μονάδων και έχει παράσχει ως ασφάλεια τα ομόλογα μιας άλλης επιχείρησης, έστω της επιχείρησης Β, ονομαστικής αξίας 120 λογιστικών μονάδων, της οποίας επιχείρησης Β κάποια στιγμή επίκειται η πτώχευση, και η τρέχουσα τιμή των ομολόγων της στην αγορά φτάνει τις 60 λογιστικές μονάδες. Και σκεφθείτε την επιχείρηση Α να ζητάει και νέα δανεικά από την τράπεζα, χωρίς, όμως, να είναι σε θέση να παράσχει νέα ασφάλεια. Θεωρείτε πως αν η τράπεζα έδινε νέα δανεικά στην επιχείρηση Α θα ενεργούσε σωφρόνως και με βάση τους κανόνες της αγοράς και δεν θα κατηγορούσε για απιστία ο εισαγγελέας τη διοίκησή της;
Δεν μπορούμε, λοιπόν, με οικονομικά πρωτόγονες και απλοϊκές σκέψεις να επιρρίπτουμε ευθύνες και να κάνουμε ερμηνείες. Δεν αρνήθηκε η Κεντρική Τράπεζα στην περίπτωση μας «για δικούς της λόγους» να αυξήσει το δανεισμό στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αλλά αναγκάστηκε να το κάνει, λόγω των αποφάσεων που έλαβε ο ίδιος ο εκδότης των ΟΕΔ. Και ο εκδότης αυτός, το κράτος, είχε επίγνωση των συνεπειών των πράξεών του, οι οποίες συνέπειες απέρρεαν από τους υφιστάμενους κανόνες. Ο Κεντρικός Τραπεζίτης από τη Φραγκφούρτη είχε μάλιστα κατ’ επανάληψη προειδοποιήσει γι’ αυτό. Ότι δηλαδή αν η χώρα δεν είναι σε πρόγραμμα, το γεγονός αυτό επηρεάζει την αποτίμηση των ΟΕΔ που έχουν δοθεί στην Κεντρική Τράπεζα ως ασφάλεια. Η θεώρηση σας, ότι δηλαδή «αν παρ’ ελπίδα η ΕΚΤ έχει προβλήματα με τις Εμπορικές Τράπεζες της Ελλάδας, όφειλε να τα είχε λύσει από το 2010» είναι στατική, εκτός πραγματικότητας, άσχετη και στρεβλωτική της αληθείας, αφού παραγνωρίζει την ουσία του θέματος, που εξέθεσα παραπάνω. Η τελευταία πράξη του δράματος που οδήγησε στην εξέλιξη αυτή παίχτηκε πριν από λίγες μέρες, όταν η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε αδυναμία πληρωμής του ΔΝΤ και απεφάσισε, παράλληλα, να μην συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις και να βγεί εκτός προγράμματος. Αυτή η εξέλιξη ήταν που πυροδότησε τις γνωστές εξελίξεις και όχι παραλείψεις του Κεντρικού Τραπεζίτη από το 2010, που στο κάτω-κάτω δεν ήταν ακόμη και επόπτης.
Τα ανωτέρω δεν αναιρούν, βεβαίως, την παθολογία και τα κενά του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού, που δεν είναι άμοιρα ευθυνών για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας. Τα προβλήματα αυτά τα έχω κατ’ επανάληψη εντοπίσει και στηλιτεύσει. Ενδεικτικά αναφέρομαι στα άρθρα μου α) Το δίκαιο της εξυγίανσης και αναδιοργάνωσης των τραπεζών υπό το πρίσμα των νεοτέρων εξελίξεων στο ενωσιακό δίκαιο, που δημοσιεύθηκε στο Χρηματοπιστωτικό Δίκαιο το 2014 (σελ. 53 – 76), β) Οι ρήτρες συλλογικής δράσης του προγράμματος ανταλλαγής ομολόγων ελληνικού δημοσίου κατά το Ν 4050/2012 υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (Τιμητικός Τόμος Ι. Δρυλλεράκη, 2015, σελ. 303-362) και γ) European Banking Union as a response to the fragmentation of the internal market resulting from the financial and sovereign debt crisis (στο συλλογικό έργο του G. Christodoulakis, Managing Risks in the European Periphery Debt Crisis, 2015, σελ. 237-272). Έχω τονίσει ότι είναι απαραίτητη η έξοδος από το φαύλο κύκλο της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τα εθνικά κράτη μέσω δανεισμού από ευρωπαϊκά κεφάλαια με αύξηση του δημόσιου χρέους. Έχω υποστηρίξει ότι η αλλαγή αυτή, σε θεσμικό ευρωπαϊκό επίπεδο, αποτελεί προϋπόθεση για τη σύγκλιση των οικονομιών των κρατών μελών της Ευρωζώνης, με τη μεταφορά πόρων από τα ισχυρότερα, επωφεληθέντα από την κρίση, στα ασθενέστερα, πληγέντα από την κρίση κράτη μέλη, και την κοινωνικοποίηση του κόστους της ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος των ευπαθών περιφερειακών οικονομιών. Και έχω υπογραμμίσει ότι η μεταρρύθμιση αυτή επιβάλλεται όχι μόνον ως μέτρο αλληλεγγύης, αλλά, στην πραγματικότητα, ως εκδήλωση της αρχής της ανακατανεμητικής δικαιοσύνης, προς υλοποίηση των θεμελιωδών αρχών των Ευρωπαϊκών Συνθηκών. Έχω, επίσης, σθεναρά επιχειρηματολογήσει υπέρ της θέσης ότι ο κατακερματισμός της εσωτερικής αγοράς τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, που έχει προκληθεί εξ αιτίας της χρηματοοικονομικής κρίσης και της κρίσης δημοσίου χρέους κρατών μελών της Ευρωζώνης, αποτελεί σημαντικό παράγοντα διακωλυτικό της ανάπτυξης των ευπαθών οικονομιών της Ευρωζώνης, της ευημερίας των λαών και της επιχειρηματικότητας, καθώς και ότι απαιτούνται, και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, νέα σοβαρά θεσμικά μέτρα για την αποκατάσταση της ενιαίας αγοράς και του υγιούς ανταγωνισμού, προκειμένου να υπάρξει ανάπτυξη και επαρκής απασχόληση. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ληφθεί όμως τα τελευταία χρόνια αρκετά (αν και όχι επαρκή) θεσμικά μέτρα στην κατεύθυνση της αποκατάστασης αυτών των ανισορροπιών και στρεβλώσεων. Η προσπάθεια, λοιπόν, της χώρας μας, δημιουργώντας τις κατάλληλες συμμαχίες, να υποστηρίξει με σοβαρή επιχειρηματολογία, αρθρώνοντας σοβαρό λόγο και επιδεικνύοντας σοβαρές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες στο εσωτερικό της χώρας, τη συνέχιση αυτών των μεταρρυθμίσεων αποτελεί υποχρέωση της κάθε ελληνικής κυβέρνησης. Το να παραγνωρίζουμε όμως την πραγματικότητα και να αποδίδουμε σε άλλους τις ευθύνες που μας αναλογούν μας δεν θα μας βοηθήσει ποτέ να ορθοποδήσουμε και να προοδεύσουμε.
Αγαπητέ κύριε Στάλια, έκρινα απαραίτητο να γράψω αυτά τα λόγια και να σας κουράσω για να τονίσω πως είναι καθήκον των ελλήνων να χαράξουμε με υπευθυνότητα την αρχιτεκτονική της πραγματικής και ουσιαστικής ανοικοδόμησης της χώρας, δημιουργώντας ένα αποτελεσματικό, ποιοτικό, λειτουργικό και παραγωγικό κράτος, που δεν θα είναι ελλειμματικό. Αυτό όμως δεν μπορούμε να το πετύχουμε με αυταπάτες, εκλογικεύσεις και εσφαλμένες αναλύσεις, παρά μόνον κοιτώντας κατάματα την πραγματικότητα, με ανάλυση των πραγματικών αιτίων της κρίσης και των προβλημάτων, με διάθεση αυτοκριτικής και όχι με υποκρισία και μετάθεση σε τρίτους των ευθυνών μας. Απαιτείται ειλικρίνεια, σοβαρότητα και υπευθυνότητα, πολλή δουλειά, συνέπεια και μέτρα πνοής, επαναστατικού χαρακτήρα, για να αναμορφώσουμε τον κρατικό μηχανισμό και τους εαυτούς μας, ώστε να μπορέσουμε να κερδίσουμε μια θέση στην Ευρώπη αντάξια του ονόματος και της ιστορίας μας.
Με εκτίμηση,
Δημήτρης Τσιμπανούλης
Το σχόλιο του Παναγιώτη Γεννηματά.
Ο αγαπητότατος φίλος και στενός συνεργάτης, έγκριτος και κραταιότατος γερμανοσπουδαγμένος νομικός, Δ.Τσιμπανούλης, προηγουμένως αντέκρουσε προσφυέστατα τις οικονομικές αιτιάσεις του φίλου και άριστου κεϋνεσιανού Ph.D οικονομολόγου Σπ. Στάλια, αναλύοντας με απόλυτη ακρίβεια το ισχύον θεσμικό πλαίσιο δράσης της ΕΚΤ το οποίον και την δεσμεύει να εκδώσει κατά διακριτικήν ευχέρεια χρήμα ως δανειστής of last resort,όπως ισχύει σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης με όλες τις εθνικές τράπεζες του μάταιου τούτου κόσμου.
Δυστυχώς τα πράγματα είναι έτσι, όπως τα επικαλείται ο άριστος γνώστης του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου Δ.Τσιμπανούλης. Δυστυχέτερον όμως, είναι αυτό ακριβώς το ισχύον θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης που σήμερα καταδεικνύεται πανηγυρικά προβληματικό.
Και με αυτό ακριβώς είναι που διαφωνεί ο εξ ίσου άριστος γνώστης της τραπεζικής οικονομικής λειτουργίας Σπ.Στάλιας: ότι ακριβώς δηλ. η ΕΚΤ δεν είναι ολοκληρωμένη κεντρική τράπεζα του ευρωπαϊκού πολιτειακού οικοδομήματος γιατί αυτό απαιτεί η ίδια η ιδεολογική σύλληψη του ευρωπαϊκού νομισματικού πλαισίου. Η συγκεκριμένη δομή της ΟΝΕ, ως μη “αρίστης νομισματικής ζώνης”, πόρρω απέχει από την θεσμική ολοκλήρωση του οικοδομήματος με αντισταθμιστικούς μηχανισμούς διαχείρισης ασυμμετρικών κρίσεων, τις οποίες το ίδιο το ανάπηρο ως σήμερα σύστημα κατά τα άλλα ενθαρρύνει και με τον τρόπο του “πριμοδοτεί”.
Πάντα ταύτα ήσαν βεβαίως γνωστά από αμνημονεύτων χρόνων (1961) για τις νομισματικές ενώσεις εν γένει, αλλά τα παραμερίσαμε στον κρίσιμο χρόνο της ελληνικής ένταξης στο ευρώ από συγγνωστή τότε φιλευρωπαϊκή πολιτική αισιοδοξία. Το ίδιο ίσχυσε για όλους βεβαίως τους εταίρους και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ιδού όμως που οι Εριννύες την κρίσιμη ώρα της οικονομικής αλήθειας ενεργοποιούνται. Το μέγεθος του σημερινού ευρωπαϊκού θεσμικού ελλείμματος αναδεικνύεται ανάγλυφα και κραυγαλέα. Θα το πληρώσει η Ελλάδα αμαχητί επειδή άλλοι εταίροι μονομερώς ευνοούνται από την ηθελημένη (από ορισμένους) συστημική ατέλεια; Βεβαίως ναι, αν ο ελληνικός λαός το αποδεχτεί. Ο Σπ. Στάλιας όμως διαφωνεί. Και κανείς βεβαίως δεν δικαιούται περί αυτού να τον μηκτυρίζει…