Γράφει η Κωνσταντίνα Κακιοπούλου
Έχουμε άραγε αναρωτηθεί γιατί συμβαίνουν όσα συμβαίνουν; Γιατί βιώνουμε μία τόσο σκληρή οικονομική κρίση που μαστίζει και ταλανίζει λαούς ολόκληρους; Γιατί αν κοιτάξουμε στην ιστορία της ανθρωπότητας, θα δούμε τόσα δεινά, πολέμους, καταστροφές και θηριωδίες που συνέβησαν; Συνήθως οι περισσότεροι από εμάς όταν πάμε να απαντήσουμε σε τέτοιου είδους ερωτήματα, κατηγορούμε το πολιτικό σύστημα, την κοινωνία, το κράτος και γενικά επιρρίπτουμε τις ευθύνες πάντοτε στους άλλους. Μήπως, όμως, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και κάποια άλλα πράγματα; Πως ίσως και εμείς οι πολίτες να είμαστε συνένοχοι ως ένα βαθμό (άλλοι λιγότερο άλλοι περισσότερο) σε όλα αυτά που βιώνουμε και στην κακοδιοίκηση της Ελλάδας; Πώς ίσως και εμείς έχουμε βάλει το λιθαράκι μας έτσι ώστε το πολιτικό σύστημα να γίνει σαθρό; Πως ίσως βολευτήκαμε και επαναπαυθήκαμε; Και αυτό διότι ναι μεν οι νομοθέτες και οι πολιτικοί ιθύνοντες επεξεργάζονται, διαμορφώνουν, διατυπώνουν, τους νόμους (και τους κανόνες δικαίου που περιλαμβάνονται μέσα σε αυτούς) και μέσω της έγκρισης-συναίνεσης της Βουλής, τους θέτουν σε εφαρμογή, όμως και εμείς γινόμαστε συνένοχοι σε κάποια πολύ σημαντικά σημεία του τρόπου λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και του τρόπου που εφαρμόζεται και λειτουργεί το θετικό δίκαιο. Με αυτό, θέλω να πω πως σε πολλές περιπτώσεις πολλοί από τους πολίτες αρέσκονται στην ιδεολογία που πρεσβεύει το θετικό δίκαιο και στον τρόπο με τον οποίο αυτό λειτουργεί. Το θετικό δίκαιο, δηλαδή οι ισχύοντες κανόνες και αρχές δικαίου οι οποίοι είναι ρητά διατυπωμένοι και υποχρεωτικής εφαρμογής, πρεσβεύει μία συγκεκριμένη αρχή σύμφωνα με την οποία αυτό που έχει σημασία είναι οι πολίτες να συμμορφώνονται με τους ισχύοντες κανόνες δικαίου και να τους τηρούν και όχι το κίνητρο που τους ώθησε στο να τους τηρήσουν. Δεν ενδιαφέρει, δηλαδή, το θετικό δίκαιο το αν ένας πολίτης οδηγήθηκε στην τήρηση ενός κανόνα δικαίου από την ηθική του συνείδηση ή από το φόβο της επέλευσης και της επιβολής κυρώσεων εις βάρος το, σε περίπτωση μη τήρησης του νόμου. Το θετικό δίκαιο το ενδιαφέρει μόνο το αποτέλεσμα, δηλαδή το γεγονός ότι ο πολίτης τήρησε το νόμο και όχι το αν το έκανε επειδή του το επέβαλλε η ηθική του ή ο φόβος της τιμωρίας. Αυτό, λοιπόν, υποσυνείδητα συνέφερε και συμφέρει πολλούς από τους πολίτες έστω και υποσυνείδητα, διότι με αυτό τον τρόπο, απλά υπακούουν στους κανόνες, κάνοντας αυτό που πρέπει, αποφεύγοντας έτσι τους μπελάδες, χωρίς να κάνουν μία βαθύτερη αναζήτηση μέσα τους έτσι ώστε να κατανοήσουν και να συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει να είναι σωστοί και ηθικοί στη ζωή τους πάντα. Διότι αλλιώς, σε περιστάσεις της ζωής τους που δε θα διέπονται, ρυθμίζονται ή εξαρτώνται άμεσα από νόμο, με την πρώτη ευκαιρία που θα τους δοθεί θα δράσουν ανήθικα, μην έχοντας τον φόβο της επέλευσης κυρώσεων. Βλέπουμε λοιπόν, πως η αρχή αυτή που πρεσβεύει το θετικό δίκαιο, ήτοι ο νομικός θετικισμός (ο οποίος είναι ρεύμα της θεωρίας του δικαίου), το ότι δεν υπάρχει δηλαδή αναγκαία σύνδεση-συσχέτιση του δικαίου με την ηθική, είναι προφανές πως δεν οδηγεί σε μία ουσιαστικά και πραγματικά δίκαιη κοινωνία, διότι γαλουχεί με τέτοιο τρόπο τους πολίτες, έτσι ώστε απλά να τηρούν τους κανόνες δικαίου που εμπεριέχονται στους ισχύοντες νόμους και να μην είναι αληθινά ηθικοί. Έγκειται δηλαδή αποκλειστικά και μόνο στην προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία του καθενός το αν θα είναι ηθικός, εφόσον η κοινωνία και το φυσικό δίκαιο δεν νουθετούν τους πολίτες να είναι ουσιωδώς ηθικοί αλλά απλά διεκπεραιωτές νόμων. Ο νομικός θετικισμός υποστηρίζει ότι το δίκαιο είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα και πιθανά αντιστοιχεί στις τοπικές κοινωνικές συνθήκες της εποχής, γι’ αυτό η εγκυρότητα ή η νομιμοποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας δεν πηγάζει από την ηθική της ορθότητα ή τη λογική της αναγκαιότητα. Βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν τείνει να υπερασπίζεται ηθικά αμφισβητούμενα ή άδικα νομοθετήματα, απλά τονίζει την καταρχήν διακριτότητα δικαίου και ηθικής. Βασίζεται στην πεποίθηση ότι το ερώτημα τι είναι το δίκαιο πρέπει να διαχωρίζεται από το τι θα πρέπει να είναι το δίκαιο. Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με το νομικό θετικισμό, το δίκαιο, η ερμηνεία του και η δικαστική εξουσία έχουν δικαιοδοσία μόνον όσον αφορά την κοινωνική και όχι την ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε το νομικό ιδεαλισμό, ήτοι το φυσικό δίκαιο, το οποίο αναφέρεται στους κανόνες δικαίου που ο άνθρωπος έχει από καταβολής κόσμου, a priori μέσα στην ύπαρξη του και τη συνείδησή του. Τα ψήγματα δικαίου που ο κάθε άνθρωπος έχει μέσα του και χάρη στα οποία είναι ικανός να αντιλαμβάνεται το ποιό είναι το δίκαιο και το σωστό σε κάθε περίπτωση ανεξάρτητα από το αν το πρεσβεύει το θετικό δίκαιο ή όχι. Το φυσικό δίκαιο είναι το αιώνιο και αναλλοίωτο δίκαιο που βασίζεται στην ανθρώπινη φύση και τη λογική. Έμμεσες πηγές του δικαίου αυτού, θεωρούνται τόσο η βούληση του θεού, όπως αυτή αποκαλύπτεται στα ιερά κείμενα, όσο βεβαίως και η ανθρώπινη φύση. Όπως γίνεται αντιληπτό το φυσικό δίκαιο στηρίζεται στην δεοντολογία και πρεσβεύει το τί πραγματικά είναι και πρέπει να είναι το δίκαιο.
Ο στόχος της κοινωνίας θα πρέπει να είναι να εκπαιδεύει και να γαλουχεί τους πολίτες μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος και των νόμων με τέτοιο τρόπο, ώστε να λειτουργούν ηθικά σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους λόγω προαίρεσης και όχι από το φόβο της επιβολής κυρώσεων και τιμωρίας. Να καλλιεργεί στους πολίτες την πεποίθηση πως η κοινωνία θα είναι πραγματικά δημοκρατική και δίκαιη, μόνο αν όλοι οι πολίτες λειτουργούν ηθικά και δίκαια από καρδιάς και όχι υποκινούμενοι από δεύτερες σκέψεις. Οι νομοθέτες θα πρέπει να κατανοήσουν πως ο μόνος τρόπος για να αποσοβηθούν όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σαν κοινωνία, είναι μία βαθιά και αληθινά δημοκρατική κοινωνία, μία κοινωνία ισότητας, σεβασμού, αξιοπρέπειας όπου όλοι θα λειτουργούν ηθικά, παρακινούμενοι από την καθαρή τους προαίρεση. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει οι νόμοι του θετικού δικαίου να διαμορφώνονται βασιζόμενοι σε μεγάλο βαθμό στις ιδέες και τις έννοιες του φυσικού δικαίου. Δηλαδή, οι διάφορες αξίες και έννοιες του φυσικού δικαίου να μπορούν να ενσωματώνονται στους νόμους. Διότι δε θα πρέπει το θετικό δίκαιο να είναι αυτό που θα κυβερνά την κοινωνία και το φυσικό και το θείο δίκαιο αυτά που κυβερνούν την ηθική, αλλά να συνυπάρχουν . Σε μία συνύπαρξη όπου φυσικά το θετικό δίκαιο θα διαμορφώνεται σε ένα μεγάλο βαθμό έχοντας ως βάση το φυσικό δίκαιο. Και για να γίνει αυτό, θα πρέπει να είναι δυνατή η επαρκής ανταπόκριση της κοινωνίας στις έννοιες και τις αξίες του φυσικού δικαίου που θα εντάσσονται μέσα στους νόμους. Και φυσικά για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται θεμελιώδης αλλαγή των αξιακών κριτηρίων της κοινωνίας και αληθινή κοινωνικότητα. Αν αυτά δεν γίνουν, τότε ο νόμος θα είναι πάντα έρμαιο της μεταβολής της ισχύος και η κοινωνία θα πλανάται πως λειτουργεί δημοκρατικά και δίκαια.
Όλα δείχνουν πως έφτασε η ώρα των αλλαγών. Πως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε κάποια πράγματα και να προσπαθήσουμε όλοι μαζί για την ανάπλαση και την αναμόρφωση της κοινωνίας, με στόχο τη δημιουργία μίας κοινωνίας αληθινής δημοκρατίας, ισότητας και δικαιοσύνης, όπου θα δεσπόζει η ηθική, η καλοσύνη, η αλληλεγγύη, η αδερφοσύνη, η ελευθερία και ο αλτρουισμός. Και για να γίνει αυτό, ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες είναι οι νόμοι να διαμορφώνονται βάσει του φυσικού δικαίου, ενσωματώνοντας μέσα τους έννοιες και αξίες αυτού.