Με αφορμή την ολοκλήρωση του ερευνητικού προγράμματος «Πολιτικές για την καταπολέμηση της διαφθοράς: Παγκόσμιες τάσεις και ευρωπαϊκές απαντήσεις στη μεγάλη αυτή πρόκληση» (ακρώνυμο ANTICORRP, ιστοσελίδα του προγράμματος: http://anticorrp.eu/), το ΕΛΙΑΜΕΠ διοργάνωσε μια ανοιχτή συζήτηση στις 24 Οκτωβρίου 2016, και ώρα 10:00 – 14:00, με θέμα «Η αντιμετώπιση της διαφθοράς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη». Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στην Αίγλη του Ζαππείου.
Για τις ανάγκες του προγράμματος ANTICORRP, το ΕΛΙΑΜΕΠ εκπόνησε μία μελέτη που εξετάζει τη συμμόρφωση των 28 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) με τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης (και του ειδικού οργάνου του, της Ομάδας των Κρατών κατά της Διαφθοράς, GRECO) στο τομέα ελέγχου της πολιτικής χρηματοδότησης.
Τα αποτελέσματα της μελέτης, η οποία εκπονήθηκε από τη Ντία Αναγνώστου και την Ευαγγελία Ψυχογιοπούλου, είναι συνοπτικά τα εξής:
● Στα περισσότερα Κράτη Μέλη της ΕΕ υπάρχει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο ελέγχου της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων, των προεκλογικών εκστρατειών και των υποψηφίων)
● Υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των Κρατών Μελών. Για παράδειγμα, χώρες όπως η Ολλανδία και η Σουηδία έχουν πολύ λίγους περιορισμούς στο πως χρηματοδοτούνται τα πολιτικά κόμματα και από ποιες πηγές. Αντίθετα, χώρες όπως η Πολωνία και η Πορτογαλία διαθέτουν ένα πυκνό πλέγμα κανόνων και ελέγχων.
● Ενώ οι διαφορές μεταξύ των κρατών μειώθηκαν από τότε που η Ομάδα των Κρατών κατά της Διαφθοράς ξεκίνησε τη διαδικασία παρακολούθησης (monitoring) στον τομέα αυτό το 2007, οι διαφορές μεταξύ αυτών εξακολουθούν να είναι σημαντικές.
● Ανταποκρινόμενα στις συστάσεις της Ομάδας των Κρατών κατά της Διαφθοράς, τα Κράτη Μέλη αντέδρασαν ως εξής:
► Οι χώρες με ένα ήδη πυκνό πλαίσιο ρυθμιστικών κανόνων το διατήρησαν, όπως ήταν αναμενόμενο, και μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας παρακολούθησης. Παράδειγμα τέτοιων χωρών είναι η Λιθουανία, η Πολωνία και η Πορτογαλία.
► Ταυτόχρονα, οι χώρες με ένα υποτυπώδες πλαίσιο ρυθμιστικών κανόνων συνέχισαν να έχουν χαμηλό βαθμό ρύθμισης και ελέγχου και μετά τη διαδικασία παρακολούθησης της Ομάδας των Κρατών κατά της Διαφθοράς. Παράδειγμα τέτοιων χωρών είναι η Τσεχία, η Δανία, η Ολλανδία και η Σουηδία.
► Αναφορικά με το πλέγμα κανόνων και περιορισμών για της πηγές και τον έλεγχο της πολιτικής χρηματοδότησης, η Ελλάδα κατατάσσεται στο μέσο όρο των ευρωπαϊκών κρατών, μαζί με χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ρουμανία, η Ιρλανδία, η Ισπανία, και το Ηνωμένο Βασίλειο, μεταξύ άλλων.
● Το ενδιαφέρον αποτελέσμα της μελέτης μας είναι ότι η σχέση μεταξύ του ρυθμιστικού πλαισίου για την πολιτική χρηματοδότηση είναι αντιστρόφως ανάλογη της ικανότητας των κρατών να ελέγξουν τη διαφθορά: χώρες που έχουν ένα υποτυπώδες ή μέτριο ρυθμιστικό πλαίσιο στον τομέα της πολιτικής χρηματοδότησης είναι πιο αποτελεσματικές στον έλεγχο της διαφθοράς συνολικά (με βάση τον δείκτη Control of Corruption της Παγκόσμιας Τράπεζας).
2) Επίσης, στα πλαίσια του προγράμματος ANTICORRP, το ΕΛΙΑΜΕΠ εκπόνησε μία μελέτη που εξετάζει την αντιμετώπιση της διαφθοράς στην Ελλάδα, πριν και μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης.
Tα αποτελέσματα της μελέτης που εκπόνησε ο Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι τα εξής:
Ενώ ως αιτίες αποτυχιών καταπολέμησης της διαφθοράς, αναφέρονται συχνά η έλλειψη δεξιοτήτων, εμπειρίας, εξειδικευμένων ανακριτικών υπαλλήλων, προσωπικού, τεχνολογιών, χώρων, υλικών μέσων και χρηματικών πόρων, η κυριότερη αιτία αντιμετώπισης του προβλήματος υπήρξε και εξακολουθεί να είναι η έλλειψη βούλησης για την καταπολέμηση της διαφθοράς.
Ο συνδυασμός της οικονομικής κρίσης με την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, διέρρηξε την παλαιότερη κοινωνική ανοχή προς τη διαφθορά.
Με την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, υπήρξε κύμα πιέσεων για αντιμετώπιση του προβλήματος της διαφθοράς από τους δανειστές της χώρας, από διεθνείς οργανισμούς και από την κοινή γνώμη.
Έως το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η πολιτεία είχε θεσμοθετήσει μερικούς νόμους για την καταπολέμηση της διαφθοράς, αλλά η σοβαρότερη νομοθετική προσπάθεια για το πρόβλημα της διαφθοράς έγινε από το 2011 έως και σήμερα (13 νόμοι στα 5 τελευταία χρόνια, οι οποίοι κάλυψαν διάφορα αλλά όχι όλα τα νομοθετικά κενά, καθώς και νέοι θεσμοί και υπηρεσίες καταπολέμησης της διαφθοράς).
Στο ίδιο χρονικό διάστημα εκδικάστηκαν πολλές εκκρεμούσες υποθέσεις διαφθοράς οι οποίες, παρά τις καθυστερήσεις, κατέληξαν σε καταδίκη μελών του πολιτικού προσωπικού, όπως π.χ., πρώην υπουργών, περιφερειαρχών και δημάρχων για ευρύ φάσμα ποινικών αδικημάτων. Ολοκληρώθηκαν επίσης ποινικές δίκες κατά δημοσίων υπαλλήλων.
Από το 2011 έως σήμερα υπάρχει μια κυμαινόμενη, αλλά μεγαλύτερη από το παρελθόν, βούληση καταπολέμησης της διαφθοράς. Η διακύμανση αυτή οφείλεται στη μη επίλυση ή την αναβίωση παλαιότερων προβλημάτων.
Διατηρούνται, συγκεκριμένα, τα παλαιότερα προβλήματα συνταγματικής επιείκειας ως προς τη ρύθμιση κρίσιμων θεμάτων πολιτικής διαφθοράς (π.χ. προθεσμίες παραγραφής αδικημάτων πολιτικών προσώπων), πολυδιάσπασης των μηχανισμών καταπολέμησης της διαφθοράς, καθυστερήσεων στο συνολικό σχέδιο καταπολέμησης της διαφθοράς και συντονισμού των αρμόδιων οργάνων για τον σκοπό αυτό.
Ωστόσο, το κυριότερο από τα παλαιότερα προβλήματα, το οποίο έχει αναβιώσει σήμερα, είναι η κατά βούληση χρήση του νομοθετικού οπλοστασίου και η άσκηση πίεσης από τους πολιτικούς προϊσταμένους προς τα αρμόδια όργανα, ώστε η καταπολέμηση της διαφθοράς να εξυπηρετεί περιστασιακές ανάγκες του κομματικού ανταγωνισμού.
Αυτό δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Στοιχειοθετείται και σε άλλη παράλληλη μελέτη του Δημήτρη Α. Σωτηρόπουλου με τις Ροξάνα Μπράτου και Μάγια Στογιάνοβα, στο πλαίσιο του Προγράμματος ANTICORRP.
Όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία, παρά την κινητικότητα σε θέματα καταπολέμησης της διαφθοράς, όλοι οι σχετικοί πόροι και θεσμοί, δηλαδή νόμοι, διαδικασίες, αστυνομικές, εισαγγελικές και δικαστικές, υπηρετούν αφενός μεν πράγματι τον σκοπό της καταπολέμησης της διαφθοράς, αφετέρου δε, εκ παραλλήλου, τη στοχοποίηση αντίπαλων κομμάτων και πολιτικών προσώπων.
Γενικότερα συμπεράσματα:
● Δεν υπάρχει ένα και μοναδικό πρότυπο ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως το σωστό ή το πιο αποτελεσματικό για όλα τα κράτη σχετικά με τον έλεγχο της πολιτικής χρηματοδότησης και τη διαφθορά που σχετίζεται με αυτήν.
● Ένα μέτριο επίπεδο νομοθετικών ρυθμίσεων (με βασικούς περιορισμούς και κανόνες) της πολιτικής χρηματοδότησης είναι απαραίτητη αλλά όχι επαρκής προϋπόθεση για τον έλεγχο της πολιτικής διαφθοράς. Αντίθετα, υψηλά επίπεδα κανόνων και περιορισμών πιθανόν να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό στο οποίο στοχεύουν.
● Σε βάθος χρόνου η μείωση της έκτασης της διαφθοράς μπορεί να επέλθει με τη διατήρηση σταθερής σε ένταση και διαρκούς πολιτικής βούλησης για κάλυψη των νομοθετικών και οργανωσιακών κενών και κινητοποίηση όλων των σχετικών πόρων που έχουν ταχθεί στην επίλυση του προβλήματος.