Γράφει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Στην Ιταλία σήμερα, όπως στην Βρετανία χθες και στην Ελλάδα προχθές, η μικροπολιτική στο δίλημμα του δημοψηφίσματος κυριαρχεί επί της πολιτικής και η διαστροφή όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών εννοιών επί του πραγματικού πολιτικού-διακυβερνητικού διλήμματος στην ΕΕ.
Αν ήθελα να παραστήσω αυτό το δίλημμα, θα προέτρεπα τον αναγνώστη μου αντί για κείμενα πολιτικής θεωρίας και ανατριχιαστικά επιπόλαιες έως βλακώδεις αναλύσεις, που βασίζονται χωρίς να το δηλώνουν – ή καν να το γνωρίζουν οι ίδιοι οι συντάκτες τους – ή στις φιλελεύθερες δημοκρατικές θεωρίες του κράτους (liberal democratic theories of the state), ή σε σοσιαλδημοκρατικές προσεγγίσεις (social democratic theories of the state), ή σε αντιδραστικές-αντικαπιταλιστικές θεωρήσεις, που σαν ιστορική φάρσα φέρνουν στο ίδιο στρατόπεδο τον σοσιαλιστή με τον φασίστα στο πλαίσιο μιας κοινής ρητορικής και αντι-ΕΕ θέσης, να μελετήσει ένα βιβλίο από το χώρο των θεωρητικών μαθηματικών / της κυβερνητικής θεωρίας. Διάβασε ή ξαναδιάβασε το «Θεός και μηχανή» του Norbert Wiener και δες τις σχέσεις της σημερινής διακυβέρνησης στην ΕΕ ως προς τις πιέσεις που δέχεται από την αγορά χρήματος, κεφαλαίων εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών. Θα μπορούσες να προσεγγίσεις το πρόβλημα στο πλαίσιο του διλήμματος της «κυβερνητικής» του Wiener: μπορεί ο θεός να κατασκευάσει μια πέτρα τόσο βαριά που να μην μπορεί να την σηκώσει ο ίδιος;
Η σημερινή μορφή ολοκλήρωσης της ελευθέριας πλέον αγοράς της ΕΕ είναι η «πέτρα», ενώ «θεός» είναι οι θεσμοί και οι γραφειοκρατικές δομές κάθε μορφής της ΕΕ. Αν πεις ΟΧΙ, μιλάμε για κρίση από την ανικανότητα της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης (δομικό αδιέξοδο), ενώ αν πεις ΝΑΙ, μιλάμε για κρίση κυβερνησιμότητας («crisis of governmentality» όπως την ορίζει ο David j. Baily) – κρίση, δηλαδή, δομολειτουργική. Η «πέτρα» της ολοκληρωμένης αγοράς (υπό άλλη ορολογία «ολοκληρωτικός καπιταλισμός» κατά τον Slavoj Žižek) και το «κυβερνητικό» με όρους Wiener, δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στα επιμέρους κράτη, είναι η αιτία της εμφανούς, πολυδιάστατης κρίσης στην πολιτική αρχιτεκτονική της ΕΕ και σε επιμέρους εθνικές οικονομίες, με ιδιαίτερη έμφαση – φυσιολογικά με όρους πολιτικής οικονομίας – εντός της ευρωζώνης.
Η οικονομία της αγοράς, όπως θεμελιώνεται και ολοκληρώνεται βήμα-βήμα εντός της ΕΕ, γίνεται ο αιτιατός μηχανισμός που προκαλεί σοβαρή κρίση κυβερνησιμότητας, βραχυκυκλώνοντας στην ουσία τόσο την πολιτική διαδικασία στα κράτη-μέλη, όσο και την πολιτική νομιμοποίηση των θεσμών της ΕΕ, ενώ παράλληλα πρόκειται για τον ίδιο μηχανισμό που διαμορφώνει ένα περιβάλλον οικονομικών απειλών, αβεβαιοτήτων και ανασφάλειας, εκεί όπου δεν έχει προκαλέσει ακόμη μέγα κοινωνικό και παραγωγικό ζήτημα, όπως στην Ελλάδα.
Ποιος, ωστόσο, ισχυρίζεται όλα αυτά; Εγώ προφανώς, όχι επικοινωνώντας με τον «θεό» ή πειραματιζόμενος με την «πέτρα», αλλά παρακολουθώντας την εξέλιξη της «κριτικής θεωρίας του κράτους» (critical state theory), η οποία τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει φωτίσει πολλές σκοτεινές πλευρές του πολιτικού και οικονομικού χαρακτήρα της ΕΕ. Αυτό το διανοητικό και ερευνητικό πλαίσιο προσέγγισης των ευρωπαϊκών δομών, πολιτικών και κρατών, το οποίο ενσωματώνει το μαρξιστικό, αναρχικό και μεταδομικό (post-structural) μεθοδολογικό πρότυπο, δεν υπάρχει στις αναλύσεις των ελληνικών εφημερίδων, ενώ απουσιάζει παραδόξως από τα οπτικοακουστικά ΜΜΕ και τα Νέα Μέσα. Άραγε γιατί;
Γιατί σύνθετα, σύγχρονα πολιτικά φαινόμενα προσεγγίζονται με θεωρητικά μοντέλα του παρελθόντος που αφορούσε σε μια άλλη εποχή, με μεγάλες δόσεις αντιδραστικής, εθνικιστικής υστερίας, απλοϊκότητες του τύπου «τι το ψάχνεις, έτσι είναι ο καπιταλισμός», φασιστικές ή νεοναζιστικές αποστροφές που δήθεν εστιάζουν (πάσχοντας) στον ξεπεσμό της αστικής/κοινοβουλευτικής δημοκρατίας εντός της ΕΕ, ή μέσω απολύτως ανίκανων/ανεπαρκών να αναπαραστήσουν τη σημερινή πραγματικότητα φιλελεύθερων, ή σοσιαλδημοκρατικών προσεγγίσεων; Μάλλον επειδή είναι πολύ πιο εύκολο – όπως ήταν πάντα – να εκμεταλλεύεσαι τον λαό, τον οποίο αντιμετωπίζεις σαν μάζα, ενώ ταυτόχρονα κολακεύεις την κατακερματισμένη στην αγορά ατομικότητα, για να αποκομίσεις πρόσκαιρα εκλογικά οφέλη και τελικά να συστήσεις με σαθρά και άκρως αντιφατικά ή υποκριτικά υλικά, επιμέρους ηγεμονίες.
Η σημερινή κρίση στην ΕΕ προκύπτει από τη σχέση που η ίδια η ηγεσία της επέλεξε να έχει με την αγορά. Πρόκειται για την ίδια ακριβώς σχέση που απειλεί με άναρχη αναδιοργάνωση τις αγορές, αν καταρρεύσει ολοσχερώς το μοντέλο της οριζόμενης από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του 2000 Ανοιχτής Μεθόδου Συντονισμού [open method of co-ordination (OMC)]. Για να συνεχίσει να έχει έννοια αυτό το μοντέλο θα πρέπει να γίνουν συντακτικού τύπου μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές που προτείνει ο Ρέντσι στην Ιταλία, οι οποίες καταλήγουν στο ακριβώς αντίθετο φαινόμενο από αυτό που δήλωνε πως καλλιεργεί η OMC: Στον κρατικό συγκεντρωτισμό για την ενίσχυση του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού στην ΕΕ, αντί για την περιφερειακή (regional) και τοπική (local) αποκέντρωση.
Αντιλαμβάνεσαι μάλλον, αναγνώστη μου, την αντίφαση. Αυτή τη στιγμή στην ΕΕ έχει αναπτυχθεί ένα απολύτως αντιφατικό σύστημα διακυβέρνησης – αγοράς, μια καταστροφική με άλλα λόγια διαλεκτική καί για το ένα καί για το άλλο, στο βαθμό που δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ πολιτικής και οικονομίας και το ένα παραμορφώνει έντονα το άλλο. Κυριάρχησε κυριολεκτικώς σχιζοφρενικά το «όλα είναι οικονομία». Και αυτό διαστρεβλώνει σε πρακτικό επίπεδο κάθε έννοια δημοκρατίας και φιλελευθερισμού, κάθε έννοια ισότητας ή ελευθερίας, κάθε κρατική ή υπερεθνική θεώρηση, που έτσι είναι αδύνατον να συλλάβουν την πραγματικότητα και άρα να βρουν λύσεις σε ζωτικά πλέον προβλήματα της διοίκησης, της εθνικής οικονομίας, του κοινοβουλευτισμού, της πολιτικής συμμετοχής και της κοινωνικής οργάνωσης.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η σύγχυση να επικρατεί σε όλα τα επίπεδα άρθρωσης των κρατικών, υπερεθνικών και κοινωνικών θεσμών και αυτό με τη σειρά του να κάνει πάρα πολύ εύκολη τη δουλειά του κάθε τυχοδιώκτη της πολιτικής ή/και του κάθε σπεκουλαδόρου της αγοράς. Όλα τώρα γίνονται «μαλλιά-κουβάρια». Αριστεροί με δεξιούς, συντηρητικό κατεστημένο με προοδευτικό κατεστημένο, αλητήριοι του πλούτου με εκπροσώπους της φτωχολογιάς, κρατιστές με διεθνιστές, σοσιαλιστές με εθνικιστές… και δεν συμμαζεύεται!
Υπάρχει λύση; Με ιστορικούς όρους, όχι. Και αυτό διότι αυτή τη στιγμή ούτε το προοδευτικό κίνημα, ούτε η διανόηση – και ασφαλώς και δυστυχώς ούτε ένα σημαντικό μέρος του τύπου – φαίνονται ικανά να προσανατολιστούν με πραγματικούς όρους προς το μέλλον, αντί να ανατρέχουν σαν σε αυτοματισμό, στο παρελθόν της Ευρώπης, το οποίο έχει ξεπεραστεί με ιστορικούς όρους. Επιστροφή στο παρελθόν, που αποτελεί δυστυχώς μία διαφορετική αλλά μάλλον σαφή mental picture για την πλειονότητα των σημερινών διαμορφωτών της κοινής γνώμης και των αποφάσεων, δεν υπάρχει. Κι όμως, με όρους παρελθόντος προσεγγίζεται η ζωή, οι σχέσεις και τα πράγματα στην τεχνολογικά προηγμένη, αλλά πολιτισμικά μάλλον υπανάπτυκτη Ευρώπη, σχεδόν από όλους: Καί από πικραμένους σοσιαλιστές, καί από υποκριτές σοσιαλδημοκράτες, καί από ουάου νεοφιλελεύθερους, καί από σαλτιμπάγκους εθνικοσοσιαλιστές, ή καραγκιόζηδες τύπου Μπέπε Γκρίλο.
Η ΕΕ, αν δεν πετύχει μέσα στην επόμενη χρονιά να κατανοήσει την αιτία του αδιεξόδου της και να προχωρήσει γρήγορα, αφουγκραζόμενη τους ευρωπαϊκούς λαούς, σε μία διαδικασία ταχείας και ριζικής συντακτικής αναθεώρησης διαχωρίζοντας την πολιτική από την αγορά, είναι βέβαιο ότι θα διαλυθεί με έναν μάλλον άναρχο τρόπο. Αυτό θα βυθίσει την ευρωπαϊκή οικονομία και θα προκαλέσει κρίσεις εντός και εκτός της ΕΕ, που θα μπορούσαν αιφνιδιαστικά να πάρουν ακόμη και την μορφή πολεμικής αντιπαράθεσης. Αυτή θα μπορούσε να είναι η «εκδίκηση» του μέλλοντός μας, στο βαθμό που εμφανιζόμαστε πολιτικώς και κοινωνικώς ανίκανοι να αντιληφθούμε την ουσία, δηλαδή τη φύση της κρίσης του παρόντος.