Γράφει ο Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος–Ψυχολόγος
Όταν αποφασίζεις να χρησιμοποιήσεις τακτικές της θεωρίας των παιγνίων στην άσκηση πολιτικής, οφείλεις να καθορίσεις με ρεαλιστικό τρόπο όλες τις μεταβλητές αξιολογώντας την τρέχουσα αλλά και την εν δυνάμει θέση τους. Στο διεθνές πεδίο, όπου παίρνονται πλέον όλες οι κρίσιμες αποφάσεις, είσαι υποχρεωμένος να προσεγγίσεις με νηφαλιότητα και διορατικότητα τα πλεονεκτήματα, τα μειονεκτήματα αλλά και την ιδιοσυγκρασία κάθε «παίκτη» και να προχωράς χτίζοντας συμμαχίες, κερδίζοντας ουσιαστική συμπαράσταση κι όχι εθιμοτυπική συμπάθεια και κάνοντας κινήσεις που δεν περιορίζονται στον πρόσκαιρο εντυπωσιασμό αλλά στην αισθητή μετατόπιση των δεδομένων εγγύτερα στις απόψεις σου.
Η Ελλάδα, μέσω της νέας κυβέρνησης, βάλθηκε να μας αποδείξει ότι υπάρχει και αντίστροφη θεωρία των παιγνίων. Ο Γ. Βαρουφάκης λάτρης αυτών των θεωριών προσπάθησε να ακολουθήσει ανάλογη στρατηγική μόνο που το έκανε με έναν εντελώς λάθος τρόπο, τόσο που να μας κάνει να πιστέψουμε ότι τελικά το στρατηγικό παιχνίδι δεν ήταν ποτέ επικεντρωμένο στο εξωτερικό αλλά στο εσωτερικό της χώρας και την καλύτερη εκτονωτική διαχείριση του συλλογικού θυμικού.
Πραγματικές συμμαχίες δεν επιχειρήθηκαν γιατί αυτές θα έπρεπε να αφορούν πρωτίστως τις ήδη πληγείσες από την λιτότητα χώρες κι όχι τις δυο από τις τρεις μεγαλύτερες δυνάμεις της Ε.Ε. (Γαλλία και Ιταλία) που όσο κι αν δυσανασχετούν με επιμέρους στοιχεία της ακολουθούμενης πολιτικής άλλο τόσο προχωρούν σε ριζικές μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά και το ασφαλιστικό (τομείς που διαχρονικά στην Ελλάδα φοβόμαστε να αγγίξουμε με επίγνωση των αμείλικτων δημογραφικών και παραγωγικών παραγόντων) και φυσικά δεν είναι διατεθειμένες να έρθουν σε ρήξη με την Γερμανία τόσο για οικονομικούς όσο και για διπλωματικούς λόγους.
Αντί αυτού αφήσαμε τις μικροκομματικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις να μας κρατήσουν σε απόσταση από Πορτογαλία, Ισπανία και Ιρλανδία πείθοντας τους ότι οι μαξιμαλιστικές αρχικές μας απαιτήσεις προσβάλλουν τις δικές τους «αιματηρές» προσπάθειες.
Όταν ο Βαρουφάκης περιέφερε, με περίσσεια καθηγητικής φιλαυτίας, αλαζονικής απειρίας και τον κομπασμό του περαστικού από αυτά τα πολιτικά λημέρια, τον ενοχλητικό ναρκισσισμό του στα διεθνή φόρα δεν έφερνε απλώς σε άβολη θέση Ευρωπαίους αξιωματούχους, για να βρωμίσει με αγένεια την στωική ελληνική περηφάνια αλλά έσπρωχνε και δυνητικούς συμμάχους ακόμα πιο μακριά μας.
Μόνο αν μετατοπιστεί το πεδίο του συγκεκριμένου παιγνίου στην εσωτερική σκακιέρα γίνεται κατανοητή η «ανεξήγητη» εμμονή σε μια αποπροσανατολιστική αντισυμαβτικότητα. Γνωρίζοντας ότι τα περιθώρια ελιγμών στο εξωτερικό είναι περιορισμένα και το τελικό αποτέλεσμα στις λεπτομέρειες του θα είναι ατροφική συμφωνία που δεν θα γεννά συναισθήματα παλιγγενεσίας, ο υπ. Οικονομικών φρόντισε να επενδύσει στην προκαταβολική εξύψωση της περιφρονητικής αυτάρκειας απέναντι στους «δυνάστες» ώστε η μετριότητα της τελικής απόφασης να περιβάλλεται από την άχνα του αδούλωτου «Σπάρτακου» στοιχείο ικανό να ικανοποιήσει από μόνο του μεγάλο μέρος της κοινωνίας.
Κάπου εδώ όμως ολοκληρώνονται τα πάσης φύσεως παιχνίδια και περνάμε στην αμείλικτη πίεση των αριθμών και της πολιτικοοικονομικής πραγματικότητας. Όσο αυτά θα κερδίζουν σιγά, σιγά το μερίδιο που τους αρμόζει στο στρατηγικό τραπέζι τόσο η μουδιασμένη αυταπάτη θα δίνει τη θέση της στην κυνικότητα της αλήθειας.