Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Αποδυναμωμένη οικονομικά και υποβαθμισμένη στη δεύτερη κατηγορία των ισχυρών της Ευρώπης σε σχέση με τη Γερμανία, η Γαλλία επέλεξε να αναμιχθεί στο… συναγωνισμό των βομβαρδισμών στο χάος της Συρίας και του Ιράκ. Έπρεπε -θεώρησε η ηγεσία της- να υπερασπιστεί το διπλωματικό της κύρος και τις στρατιωτικές της δυνατότητες (τα μόνα στα οποία υπερέχει της Γερμανίας), να υπερασπιστεί επίσης τους «παραδοσιακούς δεσμούς», δηλαδή δεσμούς συμφερόντων που έχει χτίσει στην περιοχή σαν παλιά αποικιοκρατική δύναμη. Η απόφαση να αρχίσει βομβαρδισμούς δεν ελήφθη ύστερα από το χτύπημα στο Παρίσι, αλλά πολύ πριν απ’ αυτό – το χτύπημα ήταν η «απάντηση» στους γαλλικούς βομβαρδισμούς.
Με το πολύνεκρο χτύπημα στο Παρίσι, οι τζιχαντιστές έβαλαν «πολύ δύσκολα», δυσεπίλυτους στρατιωτικούς και γεωπολιτικούς γρίφους, στη Γαλλία ιδιαιτέρως αλλά και στη Δύση συνολικά. Όταν η οργή για τη δολοφονική επίθεση και η συγκίνηση για τα αθώα θύματα υποχωρούν, έρχεται η ώρα των υπολογισμών και των σχεδίων με «ψυχρό αίμα». Αλλά εδώ αρχίζουν τα προβλήματα και τα διλήμματα.
Γεωπολιτικά διλήμματα
Η Δύση μέχρι τώρα είχε μία γραμμή πλεύσης στη Μ. Ανατολή: την προτεραιότητα ανατροπής του καθεστώτος του Αλ Άσαντ στη Συρία. Βλέποντας τις αντιφάσεις μιας τέτοιας γενικής γραμμής, η Ρωσία παρενέβη πολύ ενοχλητικά αποφασίζοντας να ρίξει κι αυτή τις δικές της βόμβες -και… κάτι παραπάνω- για να στηρίξει το καθεστώς του Άσαντ. Η επίθεση στο Παρίσι «δικαιώνει» τη Ρωσία και πλήττει θανάσιμα τη δυτική στρατηγική που βασιζόταν στην ιεράρχηση του στόχου ανατροπής του Άσαντ ως πρώτου. Πρώτο μέγα δίλημμα, λοιπόν: θα αλλάξει στρατηγική η Δύση στη Μ. Ανατολή, αναδεικνύοντας σε πρώτο στόχο το ISIS και εγκαταλείποντας τη γραμμή ότι προέχει η ανατροπή του Άσαντ; Σε αυτό το ζήτημα η Γαλλία μπορεί κάλλιστα να βρεθεί μόνη με… τη Ρωσία, καθώς η Γερμανία απέχει… φρονίμως, η δε λοιπές χώρες του ΝΑΤΟ δεν φαίνονται έτοιμες να ομονοήσουν σε αλλαγή στρατηγικής και ιεράρχησης στόχων στη Μ. Ανατολή.
Στρατιωτικά αδιέξοδα
Πολλοί αναρωτήθηκαν -και δικαίως- γιατί το ISIS να προκαλέσει, με μια τέτοια ενέργεια, ακόμη και μια χερσαία επέμβαση του ΝΑΤΟ εναντίον του. Ένα μέρος της απάντησης κρύβεται στο προηγούμενο σημείο: επειδή εκτιμά ίσως ότι η Δύση δεν θα ομονοήσει σε αλλαγή στρατηγικής στη Μ. Ανατολή και άρα σε μια επέμβαση όχι μόνο από αέρος αλλά και στο έδαφος.
Δεν πρόκειται όμως μόνο γι’ αυτό. Την τελευταία δεκαετία η Δύση με την ευρεία έννοια έχει ηττηθεί πολλάκις στρατιωτικά στη Μ. Ανατολή από τελείως νέες μορφές ασύμμετρου πολέμου για τις οποίες δεν έχει βρει στρατιωτική απάντηση. Πρώτα, από το διάχυτο ανταρτοπόλεμο από μαχητές έτοιμους να πεθάνουν πραγματικά με ευχαρίστηση (!) με βασικό όπλο τις επιθέσεις αυτοκτονίας αλλά και πιο κλασικές μορφές ανταρτοπόλεμου. Ένας τέτοιος ανταρτοπόλεμος σε ένα γενικό κλίμα διάχυτης έχθρας προς τη Δύση γενικώς και το Ισραήλ ειδικώς, αποδείχτηκε ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με στρατιωτικά μέσα. Μπροστά σε ένα τέτοιο αδιέξοδο, οι ΗΠΑ επέλεξαν να αποχωρήσουν από το Αφγανιστάν και το Ιράκ αδυνατώντας να επιβάλουν κάποιου είδους σταθεροποίηση και συνειδητοποιώντας ότι απλώς έχουν δημιουργήσει ένα μη διαχειρίσιμο χάος!
Ο «πόλεμος της κατακόμβης»
Σαν να μην έφτανε αυτό, εμφανίστηκε μία ακόμη μορφή πολέμου στην οποία η Δύση δεν έχει απάντηση: ο «πόλεμος της κατακόμβης». Το Ισραήλ νικήθηκε δύο φορές την τελευταία δεκαετία από έναν τέτοιο πόλεμο. Την πρώτη φορά με την εισβολή στο Λίβανο, το 2006. Τότε, διαπίστωσε ότι η απόλυτη υπεροχή στον αέρα (που κάνει το βομβαρδισμό κάθε είδους στόχου παιχνιδάκι) και στο έδαφος (με τα τανκς) δεν αρκεί, καθώς υπάρχει και ο πόλεμος από το… υπέδαφος! Η Χεσμπολά είχε φτιάξει κάτω από το έδαφος του Λιβάνου ένα εκτεταμένο δίκτυο τούνελ («κατακόμβες του πολέμου»), παγίδες με εκρηκτικά για τα τανκς κ.λπ., που γρήγορα υποχρέωσαν τον ισραηλινό στρατό σε ένα μη αποδεκτό επίπεδο απωλειών. Το αποτέλεσμα ήταν το Ισραήλ να αποσυρθεί νικημένο από το Λίβανο. Το ίδιο συνέβη και κατά την προπέρσινη εισβολή στη Γάζα. Για να προωθηθούν 150 μέτρα, οι Ισραηλινοί μέτρησαν σχεδόν 50 νεκρούς και αρκετά κατεστραμμένα τανκς! Σε ένα πόλεμο εντυπώσεων (που κι αυτός γύρισε μπούμερανγκ) ισοπέδωσαν με βομβαρδισμούς τη Γάζα αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στρατιωτικά ηττημένοι.
Τώρα, Δυτικοί παρατηρητές θεωρούν ότι το ISIS πιθανότατα έχει φτιάξει τις δικές του «πολεμικές κατακόμβες» στα εδάφη που ελέγχει και ότι πιθανότατα αυτός είναι ο λόγος που του δίνει αυτοπεποίθηση να ρισκάρει ακόμη και μια; χερσαία επέμβαση των Δυτικών. Οι οποίοι έτσι έχουν έναν ακόμη λόγο να το σκεφτούν πάρα πολύ πριν το κάνουν…
Η «αποθήκη μίσους» και το… χάος
Ένας εκ των κορυφαίων στρατηγικών αναλυτών για τη Μ. Ανατολή και συγγραφέας πολλών βιβλίων, ο Ζιλμπέρ Ασκάρ, εκτιμά ότι το μεγαλύτερο στρατηγικό πρόβλημα για τη Δύση στη Μ. Ανατολή είναι ότι αυτή πλέον αποτελεί τη μεγαλύτερη παγκοσμίως «αποθήκη μίσους» ενάντια στη Δύση – και το Ισραήλ, που θεωρείται ο «δυτικός δαίμονας» στην περιοχή. Με τόσο διάχυτο και έντονο ένα τέτοιο μίσος (για τη δημιουργία του οποίου οι Δυτικοί δεν είναι ασφαλώς αμέτοχοι), οι βομβιστές αυτοκτονίας στρατολογούνται κατά συρροήν και το αντάρτικο ανθεί και κινείται «σαν το ψάρι στο νερό».
Υπάρχει όμως και ένας δεύτερος λόγος που οδηγείς το χάος, δηλαδή στην αδυναμία να βρεθεί φόρμουλα πολιτικο-στρατιωτικής σταθεροποίησης στο Ιράκ και τη Συρία: ότι στρεφόμενη εναντίον του σιιτικού Μπάαθ (το ιστορικό κόμμα του Σαντάμ Χουσεΐν και της δυναστείας Άσαντ), εναντίον δηλαδή έστω και αυταρχικών μορφών κοσμικού και σχετικά ανεκτικού κράτους, η Δύση κατέστρεψε κάθε ίχνος δυνατότητας για σταθεροποίηση και άνοιξε το δρόμο όχι μόνο για το χάος αλλά και για τις σουνιτικές πολιτοφυλακές, τους τζιχαντιστές.
Σε ένα τέτοιο κοινωνικό «υπόστρωμα», είναι αδύνατον να σταθεροποιηθεί κάποια εξουσία που να θυμίζει έστω τις παλιές αυταρχικές «δημοκρατίες» του ήπιου αραβικού εθνικισμού.
Το «μεγάλο χαλιφάτο»
Οι βάρβαρες ενέργειες του ISIS δημιουργούν τη λανθασμένη εντύπωση ότι πρόκειται απλώς για «τρελούς» των οποίων η μόνη στρατηγική είναι η βία και οι δολοφονίες «απίστων». Δεν είναι όμως έτσι. Το ISIS απέδειξε ότι δεν είναι μόνο ικανό για αντάρτικου χαρακτήρα ενέργειες αλλά και για να οργανώσει τακτικό στρατό και «κυριαρχία» σε εκτεταμένες περιοχές. Αυτές τις ικανότητες δεν τις απέκτησε τυχαία: από τη διάλυση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν κληρονόμησε ένα μέρος του εμπειροπόλεμου στρατού του, ενώ απέραντες μάζες εξαθλιωμένων και ιδιαίτερα νεολαίας που γεννιέται και μεγαλώνει μέσα σε συνθήκες ακραίων κακουχιών και διαρκούς πολέμου στρατεύονται μαζικά στις γραμμές του, δίνοντάς του μαζική κοινωνική βάση και στήριξη. Επιπλέον, έχει ισχυρά οικονομικά μέσα, δεν έχει μόνο κομάντος αυτοκτονίας αλλά και μορφωμένα στη Δύση στελέχη και έχει ορίσει συγκεκριμένα τον αντίπαλο: είναι «η Δύση και ο σιωνισμός».
Τέλος, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται, έχει και στρατηγική: τη δημιουργία του «μεγάλου χαλιφάτου» στα εδάφη της Συρίας και του Ιράκ, μια σύγχρονη εκδοχή του παναραβισμού που έχει μακρά παράδοση και μεγάλη αίγλη στον αραβικό κόσμο.
Όλα αυτά δεν παραπέμπουν σε ένα «κίνημα τρελών», αλλά σε έναν υπολογίσιμο αντίπαλο.
Ο πόλεμος στα «μετόπισθεν»
Όμως, η πιο σημαντική απειλή που αντιπροσωπεύει το ISIS είναι η απειλή να μεταφέρει τον πόλεμο στα «μετόπισθεν» της Δύσης, στις κοινωνίες και τις μεγαλουπόλεις του αναπτυγμένου κόσμου. Η φρίκη που δικαιολογημένα γεννούν στις δυτικές κοινωνίες οι μαζικές δολοφονίες αθώων, δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνούμε ότι η ίδια η Δύση ευθύνεται για πολλές μαζικές δολοφονίες αθώων στη Μ. Ανατολή και στον Αραβικό κόσμο: από βομβαρδισμούς νοσοκομείων και… γαμήλιων πομπών μέχρι ισοπέδωση κατοικημένων περιοχών όπως στη Γάζα και το Αφγανιστάν. Όσο όλα αυτά αφορούν ειδήσεις και «ατυχήματα» που αφορούν κάποιους άλλους κάπου πολύ μακριά, η δυτική κοινή γνώμη μπορεί να ευαισθητοποιείται κάπως κατά περίπτωση αλλά ισχύει το «έχει καλώς». Όταν αυτή η μορφή «πολέμου» μεταφέρεται στην ίδια τη Δύση, τότε το πρόβλημα είναι τεράστιο. Διότι δεν πρόκειται μόνο για τους «καμικάζι αυτοκτονίας» που έρχονται από τη μεγάλη «αποθήκη μίσους» της Μ. Ανατολής, αλλά για τις μικρότερες «αποθήκες μίσους» στην ίδια τη Δύση και τις δυτικές μητροπόλεις: Το Παρίσι με τα εξαθλιωμένα του προάστια, οι Βρυξέλλες, το Λονδίνο κ.λπ.
Η Δύση βρίσκεται λοιπόν μπροστά σε ένα υπαρξιακού χαρακτήρα στρατηγικό πρόβλημα, που απαιτεί στρατηγικό επαναπροσανατολισμό με την πλήρη σημασία της λέξης. Με μια στρατηγική που απλώς γεμίζει τις «αποθήκες μίσους», το πρόβλημα θα εντείνεται μέχρι να καταστεί άλυτο.