Η αποτυχία των δημοσκοπήσεων όχι μόνο να προβλέψουν το αποτέλεσμα (κάτι που δεν θα έπρεπε ούτως ή άλλως να κάνουν), αλλά και να αποτυπώσουν στο exit poll τι είχε ψηφίσει το εκλογικό σώμα ήταν πραγματικά ολοκληρωτική και παταγώδης.
Eίναι σαφές ότι η εξέλιξη αυτή δεν αποτελεί μόνο επιστημονική ή επιχειρηματική αποτυχία, αλλά και αποτυχία της δημοκρατίας επί της ουσίας, μια που οι ψευδοτάσεις τις οποίες κατέγραφαν οι δημοσκοπήσεις επηρέασαν -ως μη όφειλαν- και την εκλογική συμπεριφορά. Εμφάνιζαν μια εκλογή, που έληξε με επτά μονάδες διαφορά, ως «ντέρμπι». Μπορεί κανείς να επικαλεστεί διάφορες δικαιολογίες σχετικά με το τι πήγε στραβά και πράγματι η έρευνα – ιδίως η πολιτική -, είναι μια σύνθετη και δύσκολη δουλειά, ιδίως σε μια περίοδο μεγάλης πολιτικής ρευστότητας, οργής και απογοήτευσης, στην οποία το εκλογικό σώμα κινείται με βίαιο τρόπο από την μια άποψη στην άλλη και η πρόβλεψη της πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Όμως, όπως τα κόμματα που πήγαν άσχημα δεν πρέπει να επικαλούνται την ρευστότητα και την κρίση για την αποτυχία τους, έτσι και οι εταιρείες δημοσκοπήσεων και τα συλλογικά (και ελεγκτικά τους όργανα) οφείλουν επιτέλους να κάνουν στοιχειωδώς την αυτοκριτική τους. Γιατί; Θα αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά τεχνικά θέματα και μερικά θέματα που αφορούν στην παρουσίαση των στοιχείων και θα καταλάβετε. Αρχίζουμε από τα τεχνικά: Εδώ και χρόνια οι εταιρείες χρησιμοποιούν την πολιτική στάθμιση, με βάση την πολιτική συμπεριφορά του παρελθόντος, για να αποτυπώνουν τις τάσεις στο εκλογικό σώμα.
Η μέθοδος αυτή (που είναι ένας φθηνός τρόπος να διορθώνεις ένα κακό δείγμα), δούλευε όταν οι πολιτικές ταυτότητες ήταν σταθερές και αμετακίνητες, όπως συνέβαινε στη δεκαετία του 80’ και εν μέρει και στη δεκαετία του 90’. Από το 2000 όμως (θυμόσαστε το exit poll που είχε στείλει πρόωρα τον Κώστα Καραμανλή στο Μαξίμου), έχει αρχίσει να φαίνεται ότι έχει πολύ σοβαρά προβλήματα και σήμερα πλέον δεν δουλεύει καθόλου. Ρωτήστε τους δημοσκόπους τι έλεγαν τα απλά δείγματα (σταθμισμένα δημογραφικά, αλλά όχι πολιτικά), παραμονές των εκλογών αυτών και στο exit poll της 20ης Σεπτεμβρίου και θα καταλάβετε.
Εδώ και χρόνια επίσης -λόγω κόστους- η βασική μέθοδος που χρησιμοποιείται είναι το σταθερό τηλέφωνο. Ενώ είναι γνωστό ότι σοβαρό μέρος του πληθυσμού με διακριτά δημογραφικά χαρακτηριστικά χρησιμοποιεί κινητό τηλέφωνο. Επίσης είναι γνωστό ότι εδώ και χρόνια ένα σοβαρό μέρος του πληθυσμού δεν απαντά στις δημοσκοπήσεις, ή δεν ολοκληρώνει το ερωτηματολόγιο. Συνεπώς το στατιστικό λάθος (που αφορά στην αβεβαιότητα που γνησίως εμπεριέχει μια πραγματικά τυχαία δειγματοληψία), είναι παραπλανητικό. Το πραγματικά επικίνδυνο λάθος, που αφορά στην μεροληψία των σταθμίσεων, είναι πολλαπλάσιο από το στατιστικό που εμφανίζουν οι εταιρείες, αφού το πραγματικό δείγμα που έχουν λάβει είναι π.χ. 30-50% αυτού που παρουσιάζεται (κανείς δεν ξέρει ακριβώς εφόσον δεν δημοσιεύεται) και το διορθώνουν διαρκώς κάνοντας σταθμίσεις επί σταθμίσεων.
Πέραν όμως των τεχνικών προβλημάτων έχουμε και τα θέματα παρουσίασης. Αντί το κοινό να γίνεται κοινωνός των πραγματικών στοιχείων και αδυναμιών, οι εταιρείες τα κουκουλώνουν με κάθε δυνατό τρόπο. Με σοβαρότατη ευθύνη των συλλογικών οργάνων του κλάδου που εδώ και χρόνια ανέχονται αυτές τις πρακτικές, επικαλούμενα τα διεθνή στάνταρντ, τα οποία όμως είναι σαφές ότι στη χώρα μας δεν επαρκούν. Έτσι, κανείς δεν ξέρει ποιο είναι το πραγματικό δείγμα που λαμβάνουν οι εταιρείες (συνήθως πολύ μεγαλύτερο από αυτό που εμφανίζεται). Κανείς δεν έχει κάνει τον κόπο να θεσμοθετήσει τον ορθολογικό τρόπο διόρθωσης της μεροληψίας (που είναι η δεύτερη, τρίτη και τέταρτη «επίσκεψη» ή τηλέφωνο).
Ποτέ δεν δημοσιεύονται αναλυτικά (έστω κι ως παράρτημα διαθέσιμο σε κάθε ενδιαφερόμενο στο διαδίκτυο), οι σταθμίσεις που έγιναν και τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν. Υπάρχουν εταιρείες που δεν κάνουν καν τον κόπο να δημοσιοποιήσουν την απάντηση στην πρόθεση ψήφου, επί της οποίας βασίζουν τις εκτιμήσεις εκλογικής επιρροής με τις οποίες επηρεάζουν το εκλογικό σώμα, χωρίς κανείς να ενοχλείται!
Βέβαια αν το κοινό γνώριζε όλες αυτές τις αδυναμίες, τότε η χρησιμότητα των δημοσκοπήσεων, ως εργαλείου επηρεασμού της κοινής γνώμης, θα μειωνόταν σημαντικά και αντίστοιχα και η οικονομική τους αξία για όσους τις πωλούν, τις αγοράζουν και τις δημοσιεύουν. Τι να κάνουμε όμως; Η ζωή είναι σύνθετη και μπορεί κανείς να επιλέξει τι θέλει να είναι: Αξιόπιστος αλλά με έσοδα που να δικαιολογεί η πραγματική αξία (και δυνατότητα προβλέψεων) της δουλειάς του, ή έργω αναξιόπιστος που κατατρώγει σε κάθε αναμέτρηση την αξιοπιστία της επιστήμης την οποία υπηρετεί.