Από τον Όμηρο Τσάπαλο*
Η είδηση της ανακάλυψης του μνημειώδους ταφικού μνημείου στον αρχαιολογικό χώρο της Αμφίπολης δημιούργησε τις τελευταίες ημέρες παγκόσμια περιέργεια για την συνέχιση των ανασκαφών. Τα φώτα της διεθνούς ειδησεογραφίας στράφηκαν στην αρχαία Αμφίπολη σε τέτοιο βαθμό που αποκάλυψε την αδυναμία του Υπουργείου Πολιτισμού και των αρμόδιων θεσμικών φορέων να αντιμετωπίσουν περιπτώσεις μαζικών αιτημάτων για παρακολούθηση ανασκαφών, κινηματογράφησης τους από διεθνή μέσα και επικοινωνίας τους σε όλον τον κόσμο με τρόπο αποδοτικό, δεοντολογικό και οικονομικά αποδοτικό. Με άλλα λόγια, φάνηκε ότι η Πολιτεία δεν είχε ετοιμάσει από πριν (αλλά κυρίως δεν θέλησε να ετοιμάσει εκ των υστέρων) ένα σχέδιο επικοινωνιακής και οικονομικής αξιοποίησης μιας τόσο σημαντικής ανασκαφής, προς όφελος πάντα του μνημείου και της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό.
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Χιλιάδες είναι μέχρι στιγμής οι μεμονωμένοι τουρίστες που έχουν προσπαθήσει να επισκεφθούν τον υπο ανασκαφή αρχαιολογικό χώρο και να δουν από κοντά αυτό το σημαντικό μνημείο να βγαίνει στο φως. Υπήρξαν περιπτώσεις πολιτών όπου χρησιμοποίησαν ακόμη και… «μέσο» τοπικούς βουλευτές και δημοτικούς άρχοντες προκειμένου να βγάλουν έστω μια φωτογραφία με το μνημείο. Αυτό όμως που καταφέρνουν στο τέλος είναι να αντικρύσουν ένα μπλόκο της αστυνομίας που απαγορεύει την είσοδο στον χώρο για λόγους ασφαλείας…
Αποτέλεσμα; Χιλιάδες πολίτες να επιστρέφουν άπραγοι χωρίς να πάρουν έστω μια μικρή γεύση από την σημαντική διαδικασία της αρχαιολογικής ανασκαφής. Χωρίς να έλθουν σε επαφή με την ιερή στιγμή της ανακάλυψης, έπειτα από τόσες χιλιάδες χρόνια, ψηγμάτων ιστορίας και πολιτισμού θαμμένα κάτω από τόνους χώμα και πέτρα.
Το Υπουργείο Πολιτισμού και οι αρμόδιοι θεσμικοί φορείς δεν έχουν μεριμνήσει ούτως ώστε να δημιουργηθεί ένα υποτυπώδες στέγαστρο, σε ασφαλές σημείο από τον χώρο της ανασκαφής, που να επιτρέπει την θέαση του μνημείου – έστω και εξ αποστάσεως – από τους χιλιάδες ανθρώπους που το προσεγγίζουν καθημερινά.
Η δημιουργία ενός τέτοιου στεγάστρου (που θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί ακόμη και από χορηγό), με την παρουσία ενός ξεναγού και φυσικά αστυνομικού, θα δικαιολογούσε και την θέσπιση ακόμα κι ενός συμβολικού εισιτηρίου της τάξης του ενός ή δυο ευρώ, όπου θα κατευθυνόταν αποκλειστικά στην ταχεία ολοκλήρωση του ανασκαφικού έργου. Με άλλα λόγια, θα έλυνε το πρόβλημα εκείνο που κατά καιρούς επικαλείται το Υπουργείο Πολιτισμού, της έλλειψης δηλαδή κονδυλίων για την συνέχιση των ανασκαφών…
Προφανώς και κανείς δεν μιλάει για την δημιουργία μιας «πολιτιστικής φάμπρικας» και μαζικής εισόδου τουριστών στο μνημείο με μοναδικό σκοπό το κέρδος. Γιατί εδώ το μόνο κέρδος είναι η ανάδειξη του ίδιου του μνημείου. Μιλάμε για μια ορθολογική, προσεκτικά σχεδιασμένη διαδικασία όπου ένας συγκεκριμένος αριθμός πολιτών κάθε ημέρα θα μπορούσε, για όσο διαρκούσε η ανασκαφή, να δει από κοντά, και πάντα σε απόσταση ασφαλείας, το μνημείο συμβάλλοντας ταυτόχρονα οικονομικά στην γρήγορη αποπεράτωση των εργασιών. Παράλληλα, θα δίδονταν άδειες σε σοβαρά ξένα ειδησεογραφικά συνεργεία (ήδη το BBC και το National Geographic έχουν δηλώσει έντονά το ενδιαφέρον τους) στην κινηματογράφηση όλης της διαδικασίας της ανασκαφής, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα σε παρόμοιες περιπτώσεις στο εξωτερικό, και με την καθοδήγηση των αρχαιολόγων. Πάντα με σεβασμό στην ασφάλεια και την ακεραιότητα των ευρημάτων αλλά και των ανθρώπων που εργάζονται στον χώρο.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι πολύ απλά το Υπουργείο Πολιτισμού δεν έχει μέχρι τώρα ένα σχέδιο οικονομικής απόδοσης μιας σημαντικής ανασκαφής οικουμενικού ενδιαφέροντος. Γιατί δεν έχει; Είτε γιατί φοβάται την εξ αριστερών αντίληψη ότι τα μνημεία δεν είναι για οικονομικό όφελος (και επομένως η μόνη πηγή χρηματοδότησης τους είναι το κράτος), είτε γιατί φοβάται μήπως χαρακτηριστεί η κίνηση αυτή ως λαϊκίστικη, επιπόλαιη και αναντίστοιχη της σοβαρότητας της ανασκαφής. Και οι δυο λόγοι είναι καθαρά πολιτικοί και εδράζονται στην διαχρονική φοβία των ιθυνόντων να αναπτύξουν επιτέλους μια σοβαρή και χωρίς προκαταλήψεις πολιτιστική διαχείριση με πολλαπλά οφέλη για τον τόπο αλλά πρωτίστως υπέρ της ανάδειξης των ίδιων των μνημείων.
Αν ένα παρόμοιο εύρημα εμφανιζόταν σε άλλες χώρες με πλούσια παράδοση πολιτιστικής διαχείρισης, όπως η Γαλλία ή το Ηνωμένο Βασίλειο, είναι αυτονόητο ότι η προβολή θα ήταν πολλαπλάσια, αλλά και τα έσοδα ικανά να βοηθήσουν το ίδιο το μνημείο να αναδειχθεί. Όλα τα μέτρα ασφαλείας θα είχαν σχεδιαστεί σε χρόνο ρεκόρ και όλοι θα ήξεραν εκ των προτέρων ότι μαζί με την ανάδειξη του μνημείου θα μπορούσαν να εξευρεθούν χρήματα για την περαιτέρω προστασία και συντήρηση του. Με άλλα λόγια, το μέλλον του μνημείου θα ήταν εξασφαλισμένο.
Έστω και τώρα δεν είναι αργά αυτή η πρόταση να υλοποιηθεί. Με σεβασμό στο εύρημα, στην εργασία των αρχαιολόγων αλλά και στην ανάγκη των πολιτών να δουν από κοντά ένα μνημείο οικουμενικής εμβέλειας να βγαίνει ξανά στο φως. Αρκεί να απαλλαγούμε από τις διαχρονικές φοβίες μας και την αναχρονιστική κατεστημένη αντίληψη ότι αρχαιολογικά ευρήματα και οικονομική αξιοποίηση είναι έννοιες ασύμβατες και δρόμοι που δεν πρέπει ποτέ να συναντώνται…
*Ο Όμηρος Τσάπαλος είναι Πολιτικός Επιστήμονας, Υποψ. Διδ. Πολιτιστικής Διπλωματίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο