Η Άρια Σωκράτους γεννήθηκε στην Κύπρο.
Έχει πτυχίο Επικοινωνίας και ΜΜΕ από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις.
Στο παρελθόν, εργάστηκε ως Σύμβουλος Ραδιοτηλεόρασης στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου.
Από το 2013 ζει μόνιμα στις ΗΠΑ, όπου εργάζεται ως διερμηνέας και ως δημοσιογράφος-αρθρογράφος στον Εθνικό Κήρυκα της Νέας Υόρκης, ενώ παράλληλα σπουδάζει Ισπανική Λογοτεχνία στο Instituto Cervantes της Νέας Υόρκης.
Έχει πάρει συνεντεύξεις από συγγραφείς διεθνούς φήμης, όπως η Isabelle Allende και ο Antonio Molina.
Πρόσφατα, έχει κυκλοφορήσει το δεύτερο της βιβλίο με τίτλο «Τα δάκρυα της σιωπής» από τις Εκδόσεις Έξη.
Μιλάει Αγγλικά, Ισπανικά, Ιταλικά και Γαλλικά.
Η προσωπική της ιστοσελίδα είναι www.ariasocratous.com.
Συνέντευξη στην Τίνα Ζωγοπούλου (Κέντρο Ξένων Γλωσσών και Εκδόσεις Perugia)
Πότε ξεκίνησες να αποκαλείς τον εαυτό σου συγγραφέα;
Προσωπικά δεν έχω αποκαλέσει ποτέ τον εαυτό μου συγγραφέα. Το θεωρώ βλασφημία προς τους γίγαντες της παγκόσμιας λογοτεχνίας όπως ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, ο Προυστ, ο Ντιντερό, ο Σταντάλ, ο Φλωμπέρ, ο Καμύ, ο Κούντερα και τόσοι άλλοι. Η αλήθεια είναι πως γίνεται κατά κόρον κατάχρηση του όρου από άτομα που δεν έχουν καμία σχέση με την λογοτεχνία και την πνευματική καλλιέργεια που αυτή απαιτεί, απλά και μόνο επειδή έγραψαν τρία-τέσσερα βιβλία. Όσα βιβλία και να γράψεις πόμως, η συγγραφή απαιτεί τεράστια εσωτερική καλλιέργεια, πνευματική εξέλιξη, αυτογνωσία και ικανότητα να βγαίνεις από τον εαυτό σου και να γίνεσαι κάποιος άλλος. Προτιμώ να λέω πως είμαι μια δημοσιογράφος με καλλιτεχνικές ανησυχίες, η οποία στον ελεύθερο χρόνο της λατρεύει να δημιουργεί ξένους κόσμους και να χάνεται μέσα σε αυτούς.
Αλήθεια, γιατί γράφεις; Έχεις κάποιο λογοτεχνικό πρότυπο;
Η γραφή είναι η διέξοδος μου για να πλάθω μια νέα πραγματικότητα, εντελώς δική μου και να χάνομαι μέσα σε αυτή. Είναι η απελευθέρωση μου, η ψυχοθεραπεία μου. Όταν καταγράφω τους προβληματισμούς μου στο χαρτί εκείνοι εξαφανίζονται μ’ένα τρόπο μαγικό. Αγαπώ πολύ την κλασική λογοτεχνία την οποία ξεκίνησα να διαβάζω από πολύ μικρή. Ξεχωρίζω τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι και τον Προυστ τους οποίους θεωρώ ογκόλιθους της κλασικής λογοτεχνίας. Το πρώτο βιβλίο όμως που διάβασα σε ηλικία δέκα ετών κι έχει αποτυπωθεί στη μνήμη μου με κάθε λεπτομέρεια είναι το «Όσα παιρνει ο άνεμος» της Μάργκαρετ Μίτσελ. Οι ήρωες της είναι ιδιαίτεροι, πολυσύνθετοι, χαρισματικοί.
Ποιος ήρωάς σου θα ήθελες να είσαι εν ζωή;
Κανένας. Οι ήρωες μου είναι ξεχωριστές και ανεξάρτητες οντότητες με ιδιαίτερη ίσως ζωή που εμένα κάπως με τρομάζει. Πιο κοντά στο χαρακτήρα πάντως είμαι με την Νταιάνα, την ηρωίδα του τρίτου μου βιβλίου που ξεκίνησα να γράφω τώρα.
Ποιο είναι το πιο βαρετό και το πιο δημιουργικό κομμάτι της διαδικασίας συγγραφής ενός βιβλίου σου;
Το πιο βαρετό κομμάτι είναι όταν επικαλείσαι την έμπνευση να σε επισκεφτεί και εκείνη δεν το κάνει ποτέ, με αποτέλεσμα να κοιτάς την κενή σελίδα στην οθόνη κι εκείνη να κοιτά εσένα. Το πιο δημιουργικό είναι όταν οι ήρωες αρχίσουν να σου «μιλούν». Πρόκειται για μια διαδικασία συναρπαστική, μαγική.
Πόσο επιβαρυμένη/επιφορτισμένη θεωρείς τη γενιά σου;
Θεωρώ πως η γενιά μου είναι επιβαρυμένη με βαρύτατο χρέος κληροδοτημένο από τις προηγούμενες γενιές και το οποίο δεν υπάρχει ουδεμία περίπτωση να εξοφληθεί ποτέ. Είναι τραγικό να βλέπεις αξιόλογους ανθρώπους με μεταπτυχιακά και διδακτορικά να μην έχουν δουλειά ή αν είναι «τυχεροί» να δουλεύουν για τριακόσια εύρώ και η μετανάστευση να αποτελεί γι’αυτούς μονόδρομο.
Τα social media και γενικότερα το διαδίκτυο, τελικά βοηθούν το βιβλίο;
Φυσικά και το βοηθούν να διαδοθεί πιο εύκολα από στόμα σε στόμα, να γίνεται πιο άμεσα η προώθηση του και να φτάνει στον αποδέκτη-κοινό με συνοπτικές διαδικασίες. Όμως πολλές φορές τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δημιουργούν και μια εικονική πραγματικότητα, η πραγματικότητα δεν είναι πάντα αυτή που βλέπουμε μπροστά στην οθόνη μας και οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί και να επεξεργαζόμαστε διεξοδικά όλες τις πληροφορίες που μας παρέχονται.
On-line ξεφύλλισμα ή τη μυρωδιά του χαρτιού καθώς γυρνούν οι σελίδες, τι προτιμάς;
Τη μυρωδιά του χαρτιού και την ασυναγώνιστη αίσθηση της αφής χωρίς δεύτερη σκέψη. Μου είναι αδύνατο να συγκεντρωθώ για να διαβάσω ένα βιβλίο μέσω kindle, i-pad ή υπολογιστή. Το θεωρώ πολύ απρόσιτο και ψυχρό. Σε ορισμένα θέματα είμαι παραδοσιακή.
Ενώ η ελληνική και κυπριακή κοινωνία δεν θεωρείται διαδικτυακά αναλφάβητη, γιατί πιστεύεις ότι το e-book έχει μηδενικό μερίδιο στην αγορά;
Ίσως επειδή ως κοινωνίες είναι πιο παραδοσιακές και ο Έλληνας/ Κύπριος αναγνώστης έχει συνηθίσει να κάνει βόλτες στα βιβλιοπωλεία, να βλέπει το βιβλίο μπροστά του, να το αγγίζει, να το ξεφυλλίζει και αν του αρέσει, να αποφασίσει να το αγοράσει. Προτιμά την πιο άμεση επαφή παρά την ψυχρή διαδικτυακή επαφή. Θεωρώ όμως πως είναι θέμα χρόνου το e-book να ξεκινήσει να έχει ανοδική πορεία και πως οι επόμενες γενιές θα διαβάζουν πολύ περισσότερο ηλεκτρονικά βιβλία.
Έχουν αρνητικές τακτικές οι εκδότες που αδικούν το έργο των συγγραφέων;
Όταν δεν δίνουν την πρέπουσα προσοχή στο έργο ενός νέου συγγραφέα και το απορρίπτουν με μοναδικό κριτήριο το γεγονός πως είναι άγνωστος στην αγορά, όταν προωθούν συνεχώς τα ίδια και τα ίδια ονόματα και βιβλία με την ίδια θεματολογία, τα βιβλία «σούπες» όπως συνηθίζω να τα αποκαλώ, τότε φυσικά και έχουν όχι μόνο αρνητικές τακτικές αλλά κάκιστες. Δεν υπάρχει καμία ελπίδα να βελτιωθεί ποτέ ο χώρος αυτός. Όχι όταν το βιβλίο αντιμετωπίζεται ως ένα ευτελές προιόν κακού μάρκετιγκ και όχι ως πνευματικό έργο.
Μπορεί ένας συγγραφέας στις μέρες μας να βιοπορίζεται από τη συγγραφή και μόνο; Υπάρχει ελπίδα στην Ελλάδα της κρίσης; Μπορεί να έρθει μέσα από το βιβλίο;
Η απάντηση είναι ένα κατηγορηματικό όχι. Με καμία δύναμη ένας συγγραφέας την εποχή που διανύουμε δεν μπορεί να βιοποριστεί μόνο από τα έργα του αν δεν κάνει κι άλλο επάγγελμα. Ελπίδα υπάρχει μόνο όταν αλλάξει και η συγκεκριμένη νοοτροπία των ανθρώπων της αγοράς και οι πρακτικές που ακολουθούν. Πρόκειται για ένα σύστημα το οποίο νοσεί. Στην Αμερική ο συγγραφέας μπορεί να βιοπορίζεται από τα έργα του επειδή υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα από πίσω του, το οποίο τον προωθεί και τον υποστηρίζει. Υπάρχει ο ατζέντης που όταν θα πιστέψει στο έργο του, θα φροντίσει να του κλείσει το καλύτερο δυνατό συμβόλαιο με ένα εκδοτικό οίκο, ο οποίος με τη σειρά του θα δημιουργήσει το προφίλ του και θα προωθήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το έργο του. Φυσικά πρόκειται για μια τεράστια αγορά, η οποία δεν περιορίζεται σε στενά γεωγραφικά όρια. Στην Ελλάδα αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει.
Τι νέο ετοιμάζεις;
Εδώ και λίγο καιρό ξεκίνησα να γράφω το τρίτο μου βιβλίο ,το οποίο έχει έντονο το μεταφυσικό στοιχείο και διαπνέεται από έντονο κοσμοπολιτισμό.