Γράφει ο Μποαβεντούρα ντε Σόουζα Σάντος
*Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα (Πορτογαλία)
Το μέλλον της Αριστεράς δεν είναι δυσκολότερο να προβλεφθεί απ’ ό,τι οποιουδήποτε άλλου κοινωνικού γεγονότος. Ο καλύτερος τρόπος για να το κάνεις είναι με αυτό που ονομάζω ως «κοινωνιολογία των Αναδύσεων», η οποία συνίσταται στο να στρέφεις κυρίως την προσοχή σου σε σημάδια του παρόντος, τα οποία μπορούν να εκληφθούν ως τάσεις ή προάγγελοι όποιου πράγματος θα παίξει αποφασιστικό ρόλο μελλοντικά.
Επί του παρόντος προτείνω να στρέψουμε την προσοχή μας σε ένα γεγονός, το οποίο, δεδομένης της ασυνήθιστης φύσης του, θα μπορούσε να προμηνύει κάτι νέο και σημαντικό. Αναφέρομαι στις πρόσφατες συμφωνίες (pacts) που υπογράφτηκαν από διάφορα κόμματα της Αριστεράς.
Οι συμφωνίες
Οι συμφωνίες δεν έχουν ισχυρή παράδοση στην «αριστερή οικογένεια». Ιστορικά ορισμένες τάσεις αυτής της οικογένειας έχουν κάνει περισσότερες συμφωνίες με τη Δεξιά, παρά με τα υπόλοιπα μέλη της ίδιας οικογένειας. Κρίνοντας από την επιμονή τους τα τελευταία διακόσια χρόνια, ίσως κάποιος να έλεγε ότι οι διαφορές εντός της Αριστεράς αποτελούν μέρος του DNA της. Για προφανείς λόγους, αυτές οι διαφορές εκφράστηκαν περισσότερο και έγιναν πιο εμφανείς στο δημοκρατικό πολίτευμα.
Μερικές φορές η πόλωση είναι τέτοια που ορισμένες τάσεις της οικογένειας δεν αναγνωρίζουν καν τις άλλες τάσεις ως μέρος αυτής της οικογένειας. Αντιστρόφως, σε καιρούς δικτατορίας τέτοιες συμφωνίες είναι πολύ πιο συχνές, παρότι έχουν στόχο να τελειώσει όσο το δυνατό γρηγορότερα η δικτατορία. Στο φως αυτής της ιστορίας αξίζει να στοχαστούμε πάνω στο γεγονός ότι πρόσφατα έχουμε δει ένα κίνημα συμφωνιών εκ μέρους διαφόρων τάσεων της Αριστεράς σε δημοκρατικές χώρες.
Η Νότια Ευρώπη είναι το τέλειο παράδειγμα αυτού που εννοώ: δείτε την ενότητα γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, παρά τις μεγάλες αντιξοότητες και τις δυσκολίες. Η νέα κυβέρνηση της Πορτογαλίας σχηματίστηκε μετά τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου, υπό την ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και με την υποστήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος και του Αριστερού Μπλόκ.
Ένας αριθμός από αυτόνομες κυβερνήσεις προέκυψαν από τις εκλογές του 2015 στην Ισπανία και, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, υπάρχει συζήτηση για τη δυνατότητα μιας πανεθνικής συμφωνίας μεταξύ του Σοσιαλιστικού Κόμματος, των Podemos και άλλων αριστερών κομμάτων, την επομένη των κοινοβουλευτικών εκλογών της 6ης Δεκεμβρίου.
Υπάρχουν σημάδια ότι παρόμοιες συμφωνίες θα μπορούσαν να υπάρξουν στο κοντινό μέλλον σε άλλα μέρη της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής. Δύο ερωτήσεις προκύπτουν. Πώς αποτιμούμε αυτή την τάση για συμφωνίες εντός ενός δημοκρατικού πλαισίου; Πόσο βιώσιμες είναι αυτές;
Υπάρχει μια εύλογη απάντηση στην πρώτη ερώτηση. Όσον αφορά τη Νότια Ευρώπη, η επιθετικότητα της κυρίαρχης Δεξιάς (τόσο της ντόπιας Δεξιάς, όσο και της παγίδας των «Ευρωπαϊκών Θεσμών») τα τελευταία πέντε χρόνια ήταν τόσο καταστροφική για τα δικαιώματα των πολιτών και για την αξιοπιστία του δημοκρατικού καθεστώτος, ώστε οι δυνάμεις της Αριστεράς πείθονται πλέον ότι οι νέες δικτατορίες του 21ου αιώνα θα έρθουν σαν πολύ χαμηλής έντασης δημοκρατίες.
Στην πραγματικότητα αυτές οι δικτατορίες θα πάρουν τη μορφή πολιτικού υβριδίου δημοκρατίας/δικτατορίας – δηλαδή, διακυβέρνησης στο υποτιθέμενο επικείμενο χάος σ’ αυτούς τους «δύσκολους καιρούς» που ζούμε ή ενός τεχνικού αποτελέσματος των όσων επιτάσσει η αγορά και η κρίση, η οποία εξηγεί τα πάντα, ενώ φαίνεται ότι η ίδια δεν χρειάζεται καμία εξήγηση.
Η συμφωνία είναι το αποτέλεσμα μιας πολιτικής ανάγνωσης που λέει ότι αυτό που διακυβεύεται είναι η ίδια η επιβίωση μιας δημοκρατίας που είναι αντάξια του ονόματός της και ότι οι διαφορές σχετικά με το τι σημαίνει αυτή είναι τώρα λιγότερο πιεστικές από το να διασώσουμε ό,τι δεν έχει καταφέρει ακόμα να καταστρέψει η Δεξιά.
Η δεύτερη ερώτηση είναι δυσκολότερο να απαντηθεί. Σύμφωνα με τον Σπινόζα, οι άνθρωποι (και εγώ θα προσέθετα και οι κοινωνίες) διέπονται από δύο βασικά συναισθήματα: τον φόβο και την ελπίδα. Υπάρχει μια σύνθετη ισορροπία ανάμεσα στα δύο, αλλά τα χρειαζόμαστε και τα δύο, εάν θέλουμε να επιβιώσουμε.
Ο φόβος είναι το κυρίαρχο συναίσθημα όταν οι προσδοκίες κάποιου για το μέλλον είναι αρνητικές («Αυτό είναι κακό, αλλά το μέλλον θα μπορούσε να είναι χειρότερο»). Με τη σειρά της η ελπίδα έχει το πάνω χέρι όταν οι προσδοκίες για το μέλλον είναι θετικές ή, σε κάθε περίπτωση, όταν η άρνηση των υποτιθέμενων αναπόφευκτων αρνητικών προσδοκιών είναι ευρέως διαδεδομένη.
Τριάντα χρόνια μετά την παγκόσμια επίθεση στα εργατικά δικαιώματα, μετά την αναγόρευση της κοινωνικής ανισότητας και του εγωισμού ως ύψιστων κοινωνικών αρετών, μετά την άνευ προηγουμένου λεηλασία των φυσικών πηγών και την εκτόπιση ολόκληρων πληθυσμών από τη γη τους, καθώς και την περιβαλλοντική καταστροφή που προκλήθηκε απ’ αυτή, μετά την προώθηση του πολέμου και της τρομοκρατίας προκειμένου να κατασκευαστούν αποτυχημένα κράτη και να δημιουργηθούν ανυπεράσπιστες κοινωνίες ενόψει της λεηλασίας, μετά την επιβολή των λιγότερο ή περισσότερο διαπραγματευθεισών εμπορικών συμφωνιών που υπαγορεύονται από τα συμφέροντα των πολυεθνικών επιχειρήσεων, μετά την απόλυτη επικράτηση του χρηματιστικού κεφαλαίου επί του παραγωγικού κεφαλαίου και των ζωών των ανθρώπων και των κοινοτήτων – μετά απ’ όλα αυτά, σε συνδυασμό με την υποκριτική υπεράσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, είναι εύλογο να συμπεράνουμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια τεράστια μηχανή παραγωγής αρνητικών προσδοκιών, με στόχο να εμποδιστούν οι λαϊκές τάξεις από το να διαπιστώσουν τις πραγματικές αιτίες για τα δεινά τους και έτσι να αναγκαστούν να συμβιβαστούν με τα λίγα που τούς έχουν απομείνει, αλλά και να παραμείνουν σε παραλυσία από τον φόβο να χάσουν ακόμα και αυτά.
Το κίνημα των συμφωνιών που βρίσκεται σ’ εξέλιξη εντός της Αριστεράς είναι προϊόν της εποχής – της δικής μας εποχής – η οποία σημαδεύεται από την απόλυτη επικράτηση του φόβου επί της ελπίδας. Σημαίνει αυτό ότι οι κυβερνήσεις που προκύπτουν από τις συμφωνίες θα είναι θύματα της ίδιας τους της επιτυχίας;
Η επιτυχία των κυβερνήσεων που προέρχονται από τις συμφωνίες στο όνομα της Αριστεράς θα οδηγήσουν στο να επικρατήσει στις λαϊκές τάξεις λιγότερος φόβος και λίγο περισσότερη ελπίδα, καθώς θα αποδειχτεί, μέσω μιας πραγματιστικής και ευφυούς κυβέρνησης, ότι το δικαίωμα να έχουμε δικαιώματα είναι ένα μη αντιστρεπτό πολιτιστικό επίτευγμα. Σημαίνει αυτό απλά πως όταν υπάρξει μια νέα ακτίδα ελπίδας, η διαφωνία θα επανεμφανιστεί και οι συμφωνίες θα εξοβελιστούν;
Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα ήταν μοιραίο για τις λαϊκές τάξεις, οι οποίες θα επέστρεφαν τάχιστα στη βουβή τους απελπισία, ενόψει μιας βάναυσης μοιρολατρεία. Μιας μοιρολατρείας, επιπλέον, η οποία είναι τόσο βίαιη για την συντριπτική πλειονότητα, όσο είναι γενναιόδωρη για τις μικρές μειοψηφίες.
Αλλά αυτό θα ήταν μοιραίο για την Αριστερά ως όλον, διότι για τις δεκαετίες που έρχονται θα έδειχνε ότι η Αριστερά είναι καλή στο να επιδιορθώνει το παρελθόν, αλλά όχι στο να οικοδομεί το μέλλον. Για να εμποδίσουμε να συμβεί αυτό, πρέπει να ληφθούν δύο είδη μέτρων για όσο οι συμφωνίες είναι σε ισχύ. Τα δύο μέτρα στα οποία αναφέρομαι δεν υπαγορεύονται από το επείγον της καθημερινής διακυβέρνησης, αλλά περισσότερο πρέπει να πηγάζουν από μια άκρως στοχευμένη πολιτική βούληση. Ονομάζω αυτά τα δύο μέτρα «Σύνταγμα» και «Ηγεμονία».
Σύνταγμα και ηγεμονία
**Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα (Πορτογαλία)
Το Σύνταγμα είναι η δέσμη των συνταγματικών και νομοθετικών μεταρρυθμίσεων για την αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος και των θεσμών, προκειμένου να τα προετοιμάσουμε για όποια πιθανή σύγκρουση με το υβρίδιο δημοκρατίας/δικτατορίας και με την πολύ χαμηλής έντασης δημοκρατία που αυτό συνεπάγεται.
Οι μεταρρυθμίσεις και οι μηχανισμοί για την επίτευξή της θα ποικίλλουν από χώρα σε χώρα. Έτσι, ενώ σε μερικές περιπτώσεις είναι πιθανό να μεταρρυθμίσουμε το Σύνταγμα στη βάση των υπαρχόντων κοινοβουλίων, σε άλλες θα είναι αναγκαίο να συγκαλέσουμε νέες Συντακτικές Συνελεύσεις, καθώς τα κοινοβούλια θα αποδεικνύονται στην πράξη τα πιο σοβαρά εμπόδια στη συνταγματική μεταρρύθμιση. Μπορεί επίσης να τύχει, σ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, η «μεταρρύθμιση» να είναι η πιο σοβαρή υπεράσπιση του υπάρχοντος Συντάγματος, ασκούμενη μέσω μιας ανανεωμένης συνταγματικής παιδαγωγικής σε όλα τα πεδία της διακυβέρνησης. Ωστόσο, όλες οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να έχουν ένα κοινό στόχο: να κάνουν το εκλογικό σύστημα αφενός πιο αντιπροσωπευτικό και αφετέρου πιο διαφανές.
Να ενδυναμώνουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία μέσω της συμμετοχικής δημοκρατίας. Οι πιο επιδραστικοί φιλελεύθεροι θεωρητικοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχουν αναγνωρίσει (και συνιστούν) τη διφορούμενη συνύπαρξη δύο (αντιφατικών) ιδεών για την διασφάλιση της δημοκρατικής σταθερότητας: από τη μία πλευρά την πίστη, από την πλευρά των πολιτών, στη δική τους ικανότητα και επάρκεια να παρεμβαίνουν ενεργά και να συμμετέχουν στην πολιτική και από την άλλη μια παθητική άσκηση αυτής της ικανότητας και επάρκειας μέσω της εμπιστοσύνης στις κυρίαρχες ελίτ.
Πρόσφατα – όπως έδειξαν οι διαμαρτυρίες που συγκλόνισαν τόσες πολλές χώρες μετά το 2011 – η εμπιστοσύνη στις ελίτ έχει υπονομευτεί, ακόμα και εάν το πολιτικό σύστημα (είτε σχεδιασμένα είτε μέσω της δικής του πρακτικής) δεν έχει επιτρέψει στους πολίτες να ανακτήσουν την ικανότητα και την επάρκεια να παρεμβαίνουν ενεργά και να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή. Μεροληπτικά εκλογικά συστήματα, κομματοκρατία, διαφθορά, χειραγωγούμενες οικονομικές κρίσεις – αυτοί είναι μερικοί από τους λόγους για τη διπλή κρίση εκπροσώπησης («αυτοί δεν μάς εκπροσωπούν») και συμμετοχής («Δεν αξίζει να ψηφίζουμε, είναι όλοι ίδιοι και κανείς δεν τηρεί τις υποσχέσεις του»).
Οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις έχουν δύο διακριτούς στόχους: να κάνουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία πιο αντιπροσωπευτική και να συμπληρώσουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία με την συμμετοχική δημοκρατία. Ως αποτέλεσμα τέτοιων μεταρρυθμίσεων ο ορισμός της πολιτικής ατζέντας και ο έλεγχος στην άσκηση της δημόσιας πολιτικής παύει να είναι μονοπώλιο των πολιτικών κομμάτων και αρχίζει να μοιράζεται ανάμεσα στα κόμματα και στους ανεξάρτητους πολίτες, οι οποίοι οργανώνονται δημοκρατικά γι’ αυτόν τον σκοπό.
Η δεύτερη δέσμη των μεταρρυθμίσεων συνιστούν αυτό που ονομάζω «ηγεμονία». Ηγεμονία είναι το σύνολο των ιδεών για την κοινωνία, καθώς και των ερμηνειών του κόσμου και της ζωής οι οποίες, λόγω του ότι είναι ευρέως αποδεκτές – συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των κοινωνικών ομάδων οι οποίες βλάπτονται απ’ αυτές – καθιστούν δυνατό για τις πολιτικές ελίτ, μέσω της χρήσης αυτών των ιδεών και των ερμηνειών, να κυβερνούν περισσότερο με τη συναίνεση και λιγότερο με τον εξαναγκασμό.
Και αυτό ακόμα και στις περιπτώσεις που η κυριαρχία τους είναι αντίθετη με τα αντικειμενικά συμφέροντα της πλειονότητας των κοινωνικών ομάδων. Η ιδέα ότι ο φτωχός συμβαίνει να είναι φτωχός εξαιτίας δικών του σφαλμάτων είναι μια ηγεμονική ιδέα, όποτε αυτό και εάν υποστηρίζεται όχι μόνο από τους πλούσιους, αλλά και από τους φτωχούς και τις λαϊκές τάξεις γενικότερα.
Όταν συμβαίνει αυτό, το πολιτικό κόστος για την κατάργηση ή τη δραστική μείωση του επιδόματος στήριξης εισοδήματος, για παράδειγμα, είναι μικρότερο. Η πάλη για την ηγεμονία των ιδεών της κοινωνίας, η οποία βρίσκεται πίσω από τις συμφωνίες που συνήψε η Αριστερά, είναι κρίσιμη για την επιβίωση και την συνέπεια αυτών των συμφωνιών.
Η πάλη για την οποία συζητάμε διεξάγεται τόσο στην τυπική εκπαίδευση όσο και στην προαγωγή της λαϊκής εκπαίδευσης, στα Μέσα Ενημέρωσης και στην υποστήριξη εναλλακτικών ΜΜΕ, στην επιστημονική έρευνα, στις αλλαγές στα πανεπιστημιακά προγράμματα, στα κοινωνικά δίκτυα και στις πολιτιστικές δραστηριότητες, στα κοινωνικά κινήματα και στις οργανώσεις, αλλά και στην κοινή και στην έντυπη γνώμη.
Αυτή η πάλη οδηγεί σε νέα νοήματα και κριτήρια για την αξιολόγηση της κοινωνικής ζωής και της πολιτικής δράσης: για να ξεσκεπάσουμε την ανηθικότητα των κληρονομημένων προνομίων, της συγκέντρωσης πλούτου, των ρατσιστικών και σεξουαλικών διακρίσεων, αλλά και για να προάγουμε την αλληλεγγύη, τα κοινά αγαθά και την πολιτιστική, κοινωνική και οικονομική ποικιλομορφία.
Επίσης για να στηρίξουμε την κυριαρχία και τη συνοχή των πολιτικών συμμαχιών και να προστατεύσουμε τη φύση. Μια πολιτική δράση που θα μειώνει τις πιθανότητες μια αντιμεταρρύθμισης από την πλευρά των αντιδραστικών μερίδων της Δεξιάς, σίγουρα της πρώτης που θα βγάλει γλώσσα με την πρώτη στιγμή αδυναμίας των εν λόγω συμφωνιών. Για να έχει επιτυχία η πάλη πρέπει να πιέσουμε για πολιτικές που, με την πρώτη ματιά, ίσως φαίνονται λιγότερο επείγουσες και με λιγότερη ανταμοιβή. Εάν δεν το πετύχουμε αυτό, η ελπίδα δεν θα επιβιώσει από το φόβο.
Παγκόσμια μαθήματα
Εάν υπάρχει ένα πράγμα που μπορούμε να πούμε με ένα βαθμό βεβαιότητας σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σήμερα οι προοδευτικές δυνάμεις στη Λατινική Αμερική, είναι ότι αυτές οι δυσκολίες πηγάζουν από το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις τους δεν έχουν καταπιαστεί ούτε με το Συνταγματικό θέμα ούτε με εκείνο της ηγεμονίας.
Αυτό το γεγονός είναι περισσότερο χτυπητό στην περίπτωση της Βραζιλίας. Σε κάποιο βαθμό, εξηγεί γιατί η τεράστια κοινωνική πρόοδος που επιτεύχθηκε από τις κυβερνήσεις της εποχής Λούλα μετατρέπεται τώρα εύκολα σε τίποτα παραπάνω από λαϊκίστικα, οπορτουνιστικά σχήματα, ακόμα και απ’ όσους επωφελήθηκαν αυτήν.
Εξηγεί, επίσης, γιατί πολλά από τα λάθη που έγιναν εκείνη την περίοδο (υπήρχαν πολλά τέτοια λάθη, ξεκινώντας από το ότι μπήκαν στο ράφι η πολιτική μεταρρύθμιση και η ρύθμιση των ΜΜΕ, κάτι που άφησε ανοιχτές πληγές σε τόσο σημαντικές και διαφορετικές κοινωνικές ομάδες όπως οι αγρότες που στερήθηκαν τη γη τους, οι μαύροι νέοι θύματα της αστυνομικής αγριότητας, ιθαγενείς που διώχτηκαν παράνομα από τις προγονικές τους γαίες, οι ιθαγενείς ολόκληρων περιοχών στις περιφέρειες υπό στρατιωτική κυριαρχία και οι αγροτικοί πληθυσμοί που δηλητηριάζονται από τα φυτοφάρμακα) αντιμετωπίζονται όχι σαν λάθη, αλλά στην πραγματικότητα περνάνε απαρατήρητα ή, ακόμα χειρότερα, επιχειρείται να μετατραπούν σε πολιτικές αρετές ή τουλάχιστον γίνονται αποδεκτά ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας ρεαλιστικής, αναπτυξιακής διακυβέρνησης.
Η μη εκπλήρωση αυτών των δύο καθηκόντων, του Συντάγματος και της ηγεμονίας, βοηθούν στο να βρεθεί εξήγηση γιατί η καταδίκη του καπιταλισμού από τις αριστερές κυβερνήσεις τείνει να επικεντρώνεται στη διαφθορά και άρα στην ανηθικότητα και στην παρανομία του καπιταλισμού, αντί να εστιάζει στη συστηματική αδικία ενός συστήματος κυριαρχίας, το οποίο είναι μια χαρά ικανό να λειτουργεί με αυστηρή προσκόλληση στη νομιμότητα και στην ηθική του καπιταλισμού.
Μια ανάλυση των συνεπειών που προκύπτουν από τη μη αντιμετώπιση των θεμάτων του Συντάγματος και της ηγεμονίας χρειάζεται εάν θέλει κάποιος να προβλέψει και να εμποδίσει αυτά που βρίσκονται μπροστά μας τις επόμενες δεκαετίες, όχι μόνο στη Λατινική Αμερική, αλλά και στην Ευρώπη και σε άλλες περιοχές του κόσμου.
Ένας αριθμός διαύλων επικοινωνίας που μένει ακόμα να αναλυθεί σε όλες του τις πολλαπλές διαστάσεις έχει εγκαθιδρυθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια ανάμεσα στην Αριστερά της Λατινικής Αμερικής και της Ευρώπης. Από την έναρξη του συμμετοχικού προϋπολογισμού του Πόρτο Αλέγκρε το 1989, αρκετά αριστερά κόμματα και οργανώσεις στην Ευρώπη, στον Καναδά και στην Ινδία άρχισαν να δίνουν μεγάλη προσοχή στις πολιτικές καινοτομίες που έγιναν στην Αριστερά διάφορων χωρών της Λατινικής Αμερικής.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και με την αύξηση των κοινωνικών αγώνων, η άνοδος στην εξουσία προοδευτικών κυβερνήσεων και οι αγώνες για την εγκαθίδρυση Συντακτικών Συνελεύσεων, ιδιαίτερα στο Εκουαδόρ και στη Βολιβία, έγινε ξεκάθαρο ότι βρίσκεται σ’ εξέλιξη μια βαθιά ανανέωση της Αριστεράς, από την οποία έχουμε πολλά να μάθουμε.
Η ανανέωση χαρακτηρίζεται από τις ακόλουθες βασικές τάσεις: μια αμοιβαία ενίσχυση του συνδυασμού συμμετοχικής δημοκρατίας και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ο βασικός ρόλος που διαδραματίζουν τα κοινωνικά κινήματα όπως έδειξε εύγλωττα το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ του 2001, μια εντελώς νέα σχέση ανάμεσα στα κόμματα και στα κοινωνικά κινήματα, η δυναμική είσοδος στην πολιτική σκηνή κοινωνικών ομάδων που θεωρούνται μειονεκτούσες, όπως οι αγρότες χωρίς γη, οι ιθαγενείς και οι πληθυσμοί αφρικανικής καταγωγής, ο εορτασμός της πολιτιστικής ποικιλομορφίας, η επίγνωση της ποικιλόμορφης φύσης των χωρών και η αποφασιστικότητα για αντίσταση στις ύπουλες και διαρκώς παρούσες αποικιακές παρακαταθήκες.
Η παραπάνω λίστα αρκεί για να δείξει την έκταση στην οποία η διπλή πάλη που ανέφερα (για Σύνταγμα και ηγεμονία) ήταν ένας παράγοντας σ’ αυτό το μεγάλο κίνημα που εμφανίστηκε για να επανιδρύσει το στοχασμό και την πράξη της Αριστεράς, όχι μόνο στη Λατινική Αμερική, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η χρηματοπιστωτική και πολιτική κρίση – ιδιαίτερα μετά το 2011 – και το κίνημα των Αγανακτισμένων ήταν ο καταλύτης για μια νέα αριστερή ανάδυση στη νότια Ευρώπη, στην οποία τα μαθήματα από τη Λατινική Αμερική ήταν ιδιαιτέρως παρόντα. Αυτό ίσχυσε κυρίως για τη σχέση κόμματος-κινημάτων, τη νέα σύνδεση μεταξύ αντιπροσωπευτικής και συμμετοχικής δημοκρατίας, τη συνταγματική μεταρρύθμιση και, στην ισπανική περίπτωση, το θέμα της πολυεθνικότητας.
Περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο κόμμα, οι Podemos στην Ισπανία αποτελούν την ενσάρκωση αυτού του μαθήματος, παρ’ ότι ανέκαθεν οι ηγέτες του γνωρίζουν καλά την ουσιώδη διαφορά ανάμεσα στα γεωπολιτικά πλαίσια της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε ποια μορφή θα πάρει ο νέος πολιτικός κύκλος, ο οποίος αναδύεται τώρα στη νότια Ευρώπη, αλλά μπορούμε μάλλον να εικάσουμε: Ενώ είναι αληθές ότι η ευρωπαϊκή Αριστερά έχει πάρει μαθήματα από τις πολλές καινοτομίες της αντίστοιχης Αριστεράς της Λατινικής Αμερικής, είναι επίσης αληθές (και τραγικό) ότι η τελευταία έχει «ξεχάσει» τις δικές της καινοτομίες και έτσι έχει πέσει κατά κάποιο τρόπο στις παγίδες της παλιάς τετριμμένης πολιτικής , πεδίο στο οποίο, δεδομένης της επί μακρόν συσσωρευμένης εμπειρίας της, οι δεξιές δυνάμεις δεν έχουν καμία δυσκολία να δείξουν την ανωτερότητά τους.
Εάν οι γραμμές επικοινωνίας παραμένουν σε λειτουργία αυτό το διάστημα, ίσως είναι η ώρα – πάντα με δεδομένες τις υπάρχουσες διαφορές – για την Αριστερά της Λατινικής Αμερικής να διδαχθεί από τις καινοτομίες που αναδύονται τώρα στην Αριστερά της νότιας Ευρώπης, από τις οποίες θα ξεχωρίσω τις ακόλουθες: Την ανάγκη να κρατήσουμε ζωντανή την συμμετοχική δημοκρατία στα ίδια τα αριστερά κόμματα, ως προϋπόθεση για την υιοθέτησή της από το εθνικό πολιτικό σύστημα, σε στενή σχέση με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Τις συμφωνίες ανάμεσα σε δυνάμεις (όχι κατ’ ανάγκην κόμματα) της Αριστεράς, αλλά ποτέ με εκείνες της Δεξιάς.
Τις πραγματιστικές συμφωνίες που δεν είναι ούτε πελατειακές (όπου συζητούνται κυβερνητικές πολιτικές και μέτρα, παρά ονόματα ατόμων και υπουργικά χαρτοφυλάκια), ούτε οδηγούν σε παράδοση (όπου ασύμβατες κόκκινες γραμμές πρέπει να ισορροπήσουν με την έννοια των προτεραιοτήτων).
Μια μεγαλύτερη έμφαση στη συνταγματική μεταρρύθμιση έτσι ώστε να θωρακίζουμε τα κοινωνικά δικαιώματα και να φέρνουμε περισσότερη διαφάνεια στο πολιτικό σύστημα, αλλά και να φέρνουμε το σύστημα πιο κοντά στους πολίτες και να το καθιστούμε πιο εξαρτώμενο από τις αποφάσεις τους, χωρίς να πρέπει να περιμένουμε να παρεμβαίνουμε κάθε τέσσερα χρόνια (μια ενδυνάμωση των δημοψηφισμάτων). Και, στην ισπανική περίπτωση να ανταποκριθούμε στην πρόκληση της πολυεθνικότητας με ένα δημοκρατικό τρόπο.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια θανατηφόρα μηχανή που συνεχίζει να παράγει φόβο σε μαζική κλίμακα. Και όποτε τού τελειώνουν οι πρώτες ύλες, ψαλιδίζει όποια ελπίδα βρει στη μύχια πολιτική και κοινωνική ζωή των λαϊκών τάξεων, την αλέθει, την επεξεργάζεται και τη μετατρέπει σε φόβο για τον φόβο.
Η Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της αποτελεί τον κόκκο της άμμου που μπορεί να σταματήσει αυτούς τους γιγάντιους τροχούς, ανοίγοντας δρόμο για να κάνει η κοινωνιολογία της ανάδυσης τη δουλειά της διαμόρφωσης και της ενίσχυσης των τάσεων, των «όχι ακόμα», τα οποία προμηνύουν ένα αξιοπρεπές μέλλον για τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων.
Έτσι, είναι επιτακτικό αυτές οι εκφάνσεις της Αριστεράς να ξέρουν να νοιώθουν φόβο, αλλά να μην φοβούνται το φόβο για τον φόβο. Είναι επιτακτικό να γνωρίζουν πώς να αρπάζουν τους σπόρους της ελπίδας από τις νεοφιλελεύθερες μυλόπετρες και να τους φυτεύουν σε γόνιμο έδαφος, όπου όλο και περισσότεροι πολίτες αισθάνονται ότι μπορούν να ζήσουν καλά, προστατευμένοι τόσο από την κόλαση του επικείμενου χάους όσο και από τον μαυλιστικό παράδεισο της εμμονικής κατανάλωσης.
Η βασική προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι να παραμείνει η Αριστερά σταθερή στις δύο κρίσιμες μάχες της, το Σύνταγμα και την ηγεμονία.
πρώτη δημοσίευση: στις 8 Ιανουαρίου στον ιστότοπο http://criticallegalthinking.com
στα ελληνικά: efsyn.gr / Μετάφραση-επιμέλεια: Τάσος Τσακίρογλου