Στο δικό της γήπεδο θα παίζει από σήμερα το μεσημέρι η ρωσική Gazprom σε ό,τι αφορά στην απόκτηση της ΔΕΠΑ. Μετά τα πολλά πήγαινε – έλα του Αλεξέι Μίλερ στην Αθήνα, κατάφερε να φέρει το διαγωνισμό στα μέτρα της, αλλάζοντας τους όρους της προκήρυξης. Από δω και πέρα πλέον, το λόγο τον έχει η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Επιτροπής, η οποία και θα εγκρίνει, υπό όρους ή όχι μένει να το δούμε, την εξαγορά της ελληνικής κρατικής εταιρείας από το ρωσικό μονοπώλιο.
Όλες οι πληροφορίες από τις Βρυξέλλες συγκλίνουν στο ότι η εξέταση της εξαγοράς θα διαρκέσει μεγάλο χρονικό διάστημα. Θεωρείται σχεδόν σίγουρο ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν θα προλάβει να εκδοθεί μέχρι το τέλος του χρόνου. Άρα και το ΤΑΙΠΕΔ δεν θα εισπράξει το τίμημα που θα προσφέρει η ρωσική εταιρεία.
Ωστόσο για την ελληνική οικονομία και την εγχώρια παραγωγή, το σημαντικότερο θέμα είναι η τιμολογιακή πολιτική που θα ασκεί στο μέλλον, είτε η ρωσική Gazprom μέσω της ΔΕΠΑ, είτε η ΔΕΠΑ παραμένοντας στους σημερινούς ιδιοκτήτες της. Και το λέμε αυτό επειδή όπως και να διαμορφωθεί η κατάσταση, μέχρι το 2016 τουλάχιστον, όσο δηλαδή ισχύει η διακρατική συμφωνία, η Ρωσία θα προμηθεύει τη Χώρα με τουλάχιστον 65-70% των αναγκών της σε φυσικό αέριο.
Η επισήμανση γίνεται αφού το υψηλό ενεργειακό κόστος για την ελληνική παραγωγή έχει γίνει πλέον δυσβάστακτο βάρος που για τους εξαγωγικούς κλάδους της μεταποίησης, μειώνει δραματικά την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων στις διεθνείς αγορές. Το ενδιαφέρον είναι ότι η Ελλάδα προμηθεύεται το ρωσικό αέριο με τιμές υψηλότερες από ότι η υπόλοιπη Ευρώπη, το παραδέχεται και η ίδια η Γκαζπρόμ. Το Νο 2 της εταιρείας, ο A. Medvedef στην παρουσίαση της εταιρείας στα διεθνή Μέσα την περασμένη Τρίτη στη Μόσχα, ανέφερε ότι οι μέσες τιμές που πουλά το αέριο στους πελάτες της στην Κεντρική Ευρώπη, είναι στα επίπεδα των 380 δολαρίων τα 1.000 κυβικά μέτρα. Η Ελλάδα, το ίδιο αέριο πληρώνει γύρω στα 480 δολάρια. Δηλαδή 100 ευρώ περισσότερα. Από τη στιγμή λοιπόν που η Ελλάδα εισάγει κάθε χρόνο περίπου 2,5 δις. κυβικά μέτρα, το (ημίψηλο) καπέλο φτάνει τα 250 εκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο.
Θα ρωτήσει κανείς πώς και γίνεται οι άλλες Ευρωπαϊκές Χώρες να πληρώνουν φθηνότερα; Η απάντηση είναι ότι οι πελάτες της Γκαζπρόμ απαίτησαν αναδιαπραγμάτευση, στη βάση ότι οι συμφωνίες στηρίζονται σε δεδομένα που δεν μπορούν να ισχύουν και σήμερα, ή τουλάχιστον δεν έχουν την ίδια βαρύτητα όπως πριν από 20 χρόνια. Τα δεδομένα αυτά είναι η σύνδεση των τιμών του φυσικού αερίου με τις τιμές αργού και προϊόντων πετρελαίου, η βαρύτητα των οποίων μειώνεται, με τάση μηδενισμού, στις φόρμουλες υπολογισμού της τιμής αερίου. Έτσι μόνο το 2012, η Γκαζπρόμ προχώρησε σε αναδρομικές μειώσεις τιμών και επέστρεψε σε Ευρωπαίους πελάτες της γύρω στα 3,3 δις. δολάρια, σύμφωνα πάντα με τον κ. Medvedef, ενώ το 2013 από τις διαπραγματεύσεις με μεγάλους πελάτες όπως η ιταλική ΕΝΙ και η γαλλική GdF, θα προκύψουν αναδρομικές επιστροφές ύψους 800-900 εκατομυρίων δολαρίων.
Αυτά συμβαίνουν στην Ευρώπη, τα περιγράφει ξεκάθαρα η ίδια η Gazprom, αλλά στην Ελλάδα, οι χαράζοντες την ενεργειακή πολιτική και οι υφιστάμενοί τους τα αγνοούν, ή κάνουν πως τα αγνοούν. Έτσι για χάρη μιας αμφίβολης αποκρατικοποίησης, ετοιμάζονται να υποθηκεύσουν το μέλλον.
Γιατί όπως είπε Έλληνας επιχειρηματίας, “η ΔΕΠΑ δεν είναι ΟΠΑΠ και Λαχεία”.