Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης, Δικηγόρος Αθηνών
Οι υπουργοί- όπως και όλοι οι πολίτες- έχουν αστική ευθύνη, δηλαδή ευθύνη για αποζημίωση σε περίπτωση προκλήσεως ζημιάς σε άλλους. Ειδική ευνοϊκή για τους υπουργούς-υφυπουργούς ρύθμιση υπάρχει μόνο ως προς την ποινική ευθύνη για κακουργήματα ή πλημμελήματα, τα οποία οι υπουργοί-υφυπουργοί διαπράττουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Αντίθετα, ο υπουργός υπάγεται στις κοινές ποινικές διατάξεις όταν το έγκλημα διαπράττεται όχι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ή με την ευκαιρία της εκτελέσεως των καθηκόντων, ή με παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.
Ο υπουργός, όπως και κάθε πολίτης, είναι ανά πάσα στιγμή υπόλογος για τις αξιόποινες πράξεις του. Έτσι, π.χ. ο υπουργός που βιάζει στο γραφείο του κατά τις ώρες εργασίας υπάλληλό του, τιμωρείται ως κοινός βιαστής και όχι κατά τις ειδικές διατάξεις για την ποινική ευθύνη υπουργών (με άδεια της Βουλής κλπ.). Το ίδιο ισχύει όταν ο υπουργός δωροδοκείται. Το ίδιο ισχύει όταν ο υπουργός πιέζει υφιστάμενό του για παραποίηση στοιχείων. Το ίδιο ισχύει για την περίπτωση που ο υπουργός δεν λαμβάνει εγκαίρως τα μέτρα που σύμφωνα με τα καθήκοντά του πρέπει να λάβει- τιμωρείται για παράβαση καθήκοντος κατά τις κοινές διατάξεις. Το ζήτημα είναι πότε θα αρχίσουν να καταλογίζονται ευθύνες.
Το πολιτικό κόστος εξ ορισμού δεν έχει άλλη ερμηνεία, ως κόστος, παρά μόνο την απώλεια των εκλογικών ποσοστών ενός κόμματος, τη μη επανεκλογή προσώπων και γενικότερα την απώλεια του λαϊκού ερείσματος μέσα στην ίδια την κοινωνία, από την οποία εκλέγονται και στηρίζονται.
Σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος: Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως ο νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.
Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο 3. Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.
Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη.
Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος.
Αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι, ως ανώτατο δικαστήριο, Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου.
Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει.
Με βάση το νόμο 3126/2003,για την Ποινική Ευθύνη Υπουργών:
Πλημμελήματα ή κακουργήματα, που τελούνται από Υπουργό, κατά την άσκηση των καθηκόντων του,παραγράφονται με τη συμπλήρωση πέντε (5) ετών από την ημέρα που τελέστηκαν. Η προθεσμία της παραγραφής του προηγούμενου εδαφίου αναστέλλεται μόνο στις εξής περιπτώσεις:
α) όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας τελέστηκε η πράξη, εκτός αν στο μεταξύ εκδόθηκε η απόφαση του άρθρου 6 παρ.2 του νόμου αυτού,
β) όσο διαρκεί η κύρια διαδικασία και
γ) όσο ισχύει η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, για την αναστολή της δίωξης, της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 6 παρ. 5 του νόμου αυτού.
Συνοπτικά: Ο ισχύων νόμος προβλέπει πενταετή παραγραφή ακόμα και για τα κακουργήματα. Η θέσπιση της ειδικής αυτής παραγραφής, προς όφελος των Υπουργών, δε δικαιολογείται και ούτε άλλωστε επιβάλλεται από το Σύνταγμα. Η παραγραφή για αδικήματα Υπουργών θα πρέπει να είναι ίδια με την παραγραφή που ισχύει για όλους τους πολίτες.
Με τον ισχύοντα νόμο απαγορεύεται η βίαιη προσαγωγή, σύλληψη, προσωρινή κράτηση και επιβολή περιοριστικών όρων σε βάρος Υπουργών. Οι πρώτες τρεις απαγορεύσεις φαίνονται πράγματι δικαιολογημένες, ώστε να αποφεύγεται πιθανή δυσανάλογη βλάβη στην πολιτική ζωή σε σχέση με το δικονομικό όφελος στο οποίο στοχεύουν. Ωστόσο η απαγόρευση επιβολής περιοριστικών όρων, όπως είναι λ.χ. η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, δε φαίνεται δικαιολογημένη, κυρίως αν λάβει κανείς υπόψη του ότι σε άλλες χώρες πολιτικά πρόσωπα διέφυγαν στο εξωτερικό.
Θα πρέπει να προβλεφθεί δέσμευση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων μετά την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος Υπουργού ή Υφυπουργού με απόφαση του ανακριτή, εφόσον η δίωξη αφορά κακουργηματική πράξη.
Καμία τιμωρία κανενός πολιτικού δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει, όσο το Σύνταγμα αφαιρεί τις υποθέσεις αυτές από την αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης και τις αναθέτει στους ίδιους τους πολιτικούς προκειμένου να καταδικάσουν τους εαυτούς τους. Για να υπάρξει δικαστικός έλεγχος της ευθύνης όλων αυτών που οδήγησαν την Ελλάδα στη σημερινή κατάσταση, θα πρέπει το ταχύτερο να αλλάξει το Σύνταγμα της χώρας.