Γράφει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Τα μνημόνια φαντάζουν σαν το μαθηματικό μοντέλο του Αρχιμήδη! Με αυτή την έννοια είναι η πολιτική μεθοδολογία των μνημονίων που έρχεται εκ των προτέρων να επιλύσει το πρόβλημα στην μη-κανονικότητα αυτών των εκλογών! Με άλλα λόγια, είναι η φαντασιακή πολιτική διάσταση των μνημονίων που διαμορφώνει την βασική αρχή προσέγγισης αυτών των εκλογών, δια της διακριτοποίησης της συνέχειας των κομμάτων σε στοιχειώδη τμήματα (σαν να πρόκειται για σύνολα διακεκριμένων τιμών).
Έτσι, αν αναζητείς την πραγματικότητα στο πολιτικό μας σύστημα της συγκυρίας, βρες την σχέση των επιμέρους ομάδων στο κάθε κόμμα με την μνημονιακή διάσταση των πολιτικών στην Ελλάδα. Πώς προσεγγίζουν το ελληνικό μνημονιακό φαινόμενο οι διακριτές ομάδες κάθε κόμματος – ως σχέση και όχι ως λειτουργία ή ως εξωτερική κατάσταση καταναγκασμού; Αυτό θα σε βοηθήσει να εισαγάγεις το σφάλμα στον υπολογισμό της αξίας, με την μορφή κυρίως της σοβαρότητας και εντιμότητας κάθε κομματικής ηγεσίας και να προσεγγίσεις με σχετική ακρίβεια την πραγματικότητα που ορίζει τόσο την διάσταση του πολιτικού μας συστήματος, όσο και την κυβερνητική προοπτική μετά τις εκλογές.
Άρα, η διακριτοποίηση των εκλογών, και κυρίως των ίδιων των κομμάτων μέσω των μνημονίων, απομυθοποιεί το πολίτικο μας σύστημα και μας …προσγειώνει στην πραγματικότητα. Και με την έννοια αυτή, ποια είναι η πραγματικότητα;
– Στο βαθμό που κομματικές ομάδες στοχάζονται και ενεργούν στη βάση της παιδαγωγικής μεθοδολογίας «learning-by-numbers», δηλαδή σχολιάζοντας και διαφωνώντας στους ποσοτικούς στόχους που θέτει η τρόικα για την εκταμίευση των δόσεων (πράγμα που αποκαλούν προσαρμογή ή διάσωση εντός του ευρώ), καταλήγουν να μεταβάλλονται σε φαντασιακά «peer groups» της ίδιας της τρόικας και συνεπώς μέρος την γενικότερης μνημονιακής δομής που ορίζει το σύγχρονο πολιτικοοικονομικό φαινόμενο στην Ελλάδα. Έτσι το εθνικό συμφέρον διακρίνεται από το , για να ταυτιστεί με το ηγεμονικό, ατομικό συμφέρον των μελών αυτών των ομάδων που λειτουργούν ως «primary groups» (θεμελιώδεις ομάδες) εντός των κομμάτων. Το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζει ασφαλώς ολοκληρωτικά συστήματα και αναπαριστά το σχήμα ηγεμονίας στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, ή στον ολοκληρωτισμό σταλινικού τύπου.
– Το λανθάνον πρόβλημα, λοιπόν, αυτών των εκλογών είναι ο βαθμός που τα κόμματα εσωτερικεύουν ως ανάγκη ή ανέχονται την χρήση αυθαίρετων δεικτών που ορίζονται αυθεντικά και αυταρχικά από την τρόικα για την προσαρμογή της Ελλάδας στην ΟΝΕ, με αντάλλαγμα στοιχειώδη ρευστότητα για την συγκυριακή επιβίωση του κράτους και του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα. Αν συμφωνούν, δηλαδή, ή απλώς συγκατανεύουν με την μεθοδολογία του «learning-by-numbers».
– Η μεθοδολογία αυτή δεν έχει καμία σχέση με τον ρεαλισμό ή τον ορθολογισμό, παρότι αυτά επικαλούνται εκείνοι που την θεωρούν μονόδρομο για παραμονή της Ελλάδας «πάση θυσία στο ευρώ». Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία πολιτικοοικονομική μεθοδολογία αντίθετη στον ορθολογισμό, ακόμη και σε αυτή την έννοια του θετικισμού, όπως αυτή προκύπτει από την κατανόηση του «εμπειρισμού». Πρόκειται απλώς για μία μεθοδολογία της θεωρίας ηγεμονίας «power in politics» σύμφωνα με την οποία ο Β δεν υποτάσσεται στην βούληση του Α επειδή αλλιώς κινδυνεύει με εξόντωση, αλλά ο Β υποτάσσεται στον Α αποδεχόμενος την αυθεντία του στον καθορισμό δεικτών που αφορούν στην ποσοτοποίηση ποιοτικών μεταβλητών. Δηλαδή ο Β με την υπογραφή ενός μνημονίου, το οποίο συναρτάται απολύτως με την πολιτική διάσταση μίας δανειακής σύμβασης, αποδέχεται όχι ακριβώς το δίκαιο, αλλά την κανονικότητα μίας εξουσιαστικής σχέσης η οποία ορίζεται με δείκτες προσαρμογής των συμφερόντων του Β στα συμφέροντα του Α. Μόνον που αυτή η αποδοχή ή ανοχή μίας τέτοιας κανονικότητας παράγει δίκαιο, το οποίο έρχεται να απορρυθμίσει έως διαλύσεως τη δημοκρατία στην χώρα του Β, όπως και την ουσία της έννομης τάξης που ορίζει στην πραγματικότητα τις «τάξεις πραγμάτων» και τις σχέσεις των επιμέρους κοινωνικών τάξεων σε αυτήν.
– Συνεπώς, μέσω της διακριτοποίησης θα μπορούσες να προσδιορίσεις την «τιμή» αυτών των εκλογών ως το μέτρο αποδημοκρατικοποίησης τόσο στη σχέση της Ελλάδας με τους εταίρους της στην ευρωζώνη, όσο και στο εσωτερικό της χώρας. Η «τιμή» αυτή εμφανίζεται από όλα τα κόμματα που κυριαρχούνται από ομάδες οι οποίες υιοθετούν το «learning-by-numbers» ως κόστος προσαρμογής (οικονομικό και πολιτικό). Άραγε προσαρμογή σε τι; Στη νομισματική ένωση ή στους δείκτες της τρόικας, που αφορούν αποκλειστικά στην Ελλάδα και που αν αφορούσαν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της ευρωζώνης θα επέφεραν μετά βεβαιότητος την παραγωγική και κοινωνική καταστροφή της και άρα θα προκαλούσαν αντικειμενικά τάση για … exit αυτής;
– Άρα είναι προβληματικοί οι δείκτες και αν συμφωνήσουμε σε κάποια άλλη τιμή αυτών, θα πρόκειται για μια δίκαιη συμφωνία που θα ευνοεί την προσαρμογή, έρχονται να σου πουν οι νέο-μνημονιακοί του κόμματος του Αλέξη Τσίπρα! Και ασφαλώς σφάλουν, αν δεν εξαπατούν συνειδητά. Το πρόβλημα οικονομίας που συναρτάται απολύτως με το πρόβλημα δημοκρατίας στην Ελλάδα, αφορά στο ηγεμονικό μοντέλο «learning-by-numbers» αυτό καθ’ εαυτό, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί την πολιτική παιδαγωγική του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη και όχι στην τιμή των δεικτών.
– Και μόνον που εντάσσεσαι σε αυτήν την μεθοδολογία, καταλήγεις αυτόματα μέρος μιας ηγεμονικής δομής την οποία καταγγέλλεις! Γιατί το κάνεις; Γιατί προφανώς έχεις πάψει να αισθάνεσαι ως Β και νοιώθεις ήδη μέρος του Α. Έτσι παίζεται το παιχνίδι μεταξύ των ελίτ. Και κάπως έτσι το «learning-by-numbers» έρχεται να γεφυρώσει τις διαφορές μεταξύ της ελίτ της Ελλάδας και της ελίτ της ευρωζώνης, μέρος της οποίας «πέτυχε» – ή τουλάχιστον θεωρεί πως πέτυχε να γίνει και ο Αλέξης Τσίπρας με τον κυβερνητικό του κύκλο. Και σαν τέτοιο προσδοκά στην κατανόηση των εταίρων του και στην από κοινού εκπόνηση τακτικών για την διασκέδαση της κρίσης δημοκρατίας που επιφέρει μία μακρόχρονη οικονομική κρίση στην Ελλάδα, η οποία ασφαλώς δεν μπορεί να ξεπεραστεί με την συνέχιση της μεθοδολογίας που την προκάλεσε!
– Και ποια είναι η λύση από την πλευρά του εκλογικού σώματος, από την στιγμή που το «learning-by-numbers» μοιάζει να κυριαρχεί στο σαφώς μεγαλύτερο κομμάτι του πολιτικού συστήματος, χωρίς μάλιστα να προβληματοποιείται επαρκώς και ευφυώς από το υπόλοιπο; Είναι αδύνατον να πολιτικοποιηθεί από κομματικές ομάδες και κόμματα που στηρίζουν την ηγεμονία τους ακριβώς σε αυτό, είτε αυτά τοποθετούνται στον σοσιαλιστικό χώρο, είτε ερωτοτροπούν με τον εθνικοσοσιαλισμό! Το πρόβλημα της οικονομίας στην Ελλάδα είναι ένα σαφές πρόβλημα δημοκρατίας πλέον, το οποίο αποκρυσταλλώνει μία μεταβολή στις ηγεμονικές σχέσεις τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας, όσο και μεταξύ αυτής και των κεντρικών θεσμών της ευρωζώνης και της ΕΕ. Αντί, λοιπόν, να εστιάσουμε σε αυτές τις εκλογές σε αυτό, βλέπουμε να οδηγείται και να ορίζεται η προεκλογική αντιπαράθεση με κατηγορίες άσχετες με το πρόβλημα, όπως «παλιό-καινούριο», «καπιταλισμός-δικτατορία του προλεταριάτου», «ικανοί-ανίκανοι διαχειριστές των μνημονιακών πολιτικών», «πετυχημένοι-αποτυχημένοι μνημονιακοί», ή «μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί» και «οπαδοί του ευρώ-οπαδοί της δραχμής».
Δηλαδή «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε», με την αριστερή διακριτοποίηση μάλιστα, να έχει εμφατικώς πλέον, όλα τα χαρακτηριστικά του γκρουπούσκουλου, που επιδιώκει το power-sharing! Και μετά απορούμε για το μέγεθος αυτών που προσβλητικά αποκαλούν «αναποφάσιστους»! Αηδιασμένοι είναι οι άνθρωποι και μάλλον αποφασισμένοι για μια «αποχή» ή και αντίδραση από και σε αυτό το καραγκιοζιλίκι πολιτικών που επικαλούνται την δημοκρατία, χωρίς στην ουσία να διαθέτουν την κουλτούρα της και την αίσθησή της.