Γράφει ο Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος–Ψυχολόγος
Δεν υπήρξα ποτέ ένθερμος υποστηρικτής της χρήσης επιλεκτικών στιγμιότυπων της καθημερινής δράσης των πολιτικών προσώπων, από αυτά τα αρκούντως γραφικά που κατά καιρούς συμβαίνουν σε όλους μας, για να εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά με την διοικητική επάρκεια τους. Σε αυτό το πλαίσιο, το τηλεοπτικό σκηνικό με τον Φλαμπουράρη και το κλειστό καλαμάκι του φρέντο θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα ευχάριστο, ευτράπελο γεγονός αν δεν ερχόταν ως ένας ακόμα κρίκος σε μια ατελείωτη σειρά συμβάντων για να επιβεβαιώσει, για πολλοστή φορά, την χαλαρότητα διαχείρισης ως θεωρητικό θέσφατο.
Από την πρώτη στιγμή ανάληψης της εξουσίας, η κυβερνητική λογική «θα δούμε…» δεν ήταν μόνο ένα εργαλείο διαπραγματευτικής αντίστασης στηριγμένο στο δημοσιονομικό πλεόνασμα και τα ταμειακά διαθέσιμα αλλά μια εκτενέστατη αντίληψη απώθησης των δύσκολων αποφάσεων στο αχανές μέλλον λες και με έναν μαγικό τρόπο θα κατόρθωναν να εξαλειφθούν όλοι οι παράγοντες που εξαρχής δεν επέτρεπαν την τροπή των εξελίξεων με βάση τις δικές μας επιθυμίες.
Από την δημιουργική ασάφεια του Βαρουφάκη που φτάνει μέχρι τις παραλίες της Αίγινας και την μονοδιάστατη ερμηνεία της συμφωνίας «γέφυρας» που μετά την μεταφράζουμε ως Ευρωπαϊκό εκβιασμό έως την χρηματοδοτική στρατηγική του «βλέποντας και κάνοντας» και την επάνοδο σε υφεσιακό περιβάλλον με νέα αύξηση ανεργίας, η κυβέρνηση επέλεξε την χρονοτριβή, την καθυστέρηση, την αναβολή κάθε δύσκολης απόφασης με πρόσχημα την «επαναστατική» ανελαστικότητα της ουτοπικής περηφάνιας.
Η αναβλητικότητα περιορίζεται σε οτιδήποτε αγγίζει τον πυρήνα της οικονομικής πολιτικής ακριβώς επειδή το αρχικό πλάνο στηρίζονταν πρωτίστως στην εσωτερική επικοινωνιακή διαχείριση προσπαθώντας να μεγιστοποιήσει τα οφέλη της πλατιάς συναισθηματικής κοινωνικής εγρήγορσης. Εξαντλήθηκαν τα διαπραγματευτικά όρια χωρίς απτά θετικά αποτελέσματα για να δημιουργηθεί ένα απόθεμα συγκρουσιακής ανοχής από τους πολίτες τέτοιο που να επιτρέπει την ευκολότερη και ηρωικότερη αποδοχή μιας σκληρής τελικής συμφωνίας.
Σε όλη την υπόλοιπη θεματολογία (ασφάλεια, δικαιοσύνη, παιδεία, δημόσια διοίκηση) διοχετεύθηκε η καταπιεσμένη ιδεολογική δυναμική παρασύροντας κάθε υπόνοια εκσυγχρονιστικής παρέμβασης των τελευταίων δεκαετιών. Ο στόχος προφανής. Να καλυφθεί το κενό «επαναστατικής» κουλτούρας στον χώρο της οικονομικής πολιτικής με ακραιφνείς ιδεοληψίες επί όλων των άλλων ζητημάτων.
Κάπου εκεί μπλέχτηκε η εκπαιδευτική εμμονή στα ‘80ς με τις εθνεγερτικές φιέστες των ‘60ς και η δικαιοσύνη της ανομίας και της τρομοκρατίας με τις ρουσφετολογικές κρατικές δομές και τον νεποτισμό. Το κλειστό καλαμάκι του φρέντο και η άνεση με την οποία ο υπουργός δεν αναβάλει τη ρουφηξιά δροσιάς ούτε για χάρη των τηλεοπτικών παραθύρων δεν αποτελεί πλέον ένα τυχαίο χιουμοριστικό διάλειμμα αλλά παίρνει θέση συμβολικής παρέμβασης και λάβαρου απαξιωτικής νοοτροπίας. Δημοκρατία της μπουρμπουλήθρας!