Οι ισχυρές ομάδες στο ποδόσφαιρο χτίζονται πάνω στα συστατικά της υπομονής, της επιμονής, του ταλέντου και της διάρκειας χρόνου. Η στρατηγική της δημιουργίας μιας παραδοσιακής δύναμης στο ποδόσφαιρο δεν μπορεί να συνοδευτεί από σπασμωδικές κινήσεις και βραχυπρόθεσμους τακτικισμούς (από ανθρώπους συχνά άσχετους με το ποδόσφαιρο), όπως αυτούς που μας έχουν συνηθίσει τα τελευταία χρόνια όλοι οι «θεσμικοί παράγοντες» του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Η βίαιη φυγή του Φερνάντο Σάντος από την Εθνική μας ομάδα, λίγο μετά την πρόκριση της Ελλάδος στις 16 καλύτερες ομάδες του κόσμου και την ήττα μας από την Κόστα Ρίκα στα πέναλτι, αντί να μας κινητοποιήσει στο να επιδιώξουμε τον καλύτερο δυνατό συμβιβασμό με τον Πορτογάλο προπονητή, όπλισε τους παράγοντες της ΕΠΟ στο να τον αποχαιρετήσουν με περισσότερες «μπιχτές», παρά φιλοφρονήσεις…
Το άκομψο διαζύγιο των δυο πλευρών δεν άξιζε ούτε στην προσφορά του Σάντος στην ομάδα ούτε στις στέρεες βάσεις που προσπαθούμε να χτίσουμε όλα αυτά τα χρόνια για το άθλημα σε εθνικό επίπεδο. Μπορεί το ζήτημα να ήταν οικονομικό, άσχετα αν και οι δυο πλευρές το υποβάθμιζαν. Θα μπορούσε να είχε βρεθεί σίγουρα μια μέση λύση. Γιατί τα χρήματα που τότε δεν δώσαμε, τα σπαταλήσαμε στη συνέχεια στο πολλαπλάσιο για άλλους προπονητές με άκρως αρνητικό αποτέλεσμα για την εθνική μας ομάδα.
Ο Σοφοκλής Πιλάβιος ως Πρόεδρος της ΕΠΟ το 2012 είχε προσωπικά προτείνει τον Φερνάντο Σάντος στο να είναι ο επόμενος προπονητής της εθνικής μας ομάδας μετά τον Ότο Ρεχάγκελ. Πίστεψε σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική περαιτέρω ισχυροποίησης της εθνικής μας ομάδας στα διεθνή σαλόνια με έναν προπονητή απόλυτο γνώστη του ελληνικού ποδοσφαίρου και των ελληνικών «ιδιαιτεροτήτων».
Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει πλήρως. Και παράλληλα διαψεύδει όσους δεν έδειξαν σοβαρότητα και διάθεση συμβιβασμού ή υποχωρήσεων την στιγμή που έπρεπε…