Γράφει ο Ζαχαρίας Λουδάρος
Follow @LOUDPLUS
Όχι δεν θα γράψω για το «Υπερταμείο», ούτε θα σταθώ στις ευθύνες της ελληνικής βουλής έναντι της ιστορίας. Αυτά είναι έτσι κι αλλιώς τα συγκυριακά συμπτώματα της κατάστασης. Χθες ήταν κάποια άλλα κι αύριο θα είναι κάποια διαφορετικά και μάλλον χειρότερα.
Παρά τα όσα αντιλαμβανόμαστε στο επίπεδο της επιφανειακής πραγματικότητας, το μέλλον μιας χώρας δεν εξαρτάται πρωτίστως από τους κατ’ επίφαση ηγέτες της. Οι ενέργειές τους δεν είναι παρά αντανακλάσεις μιας βαθύτερης πραγματικότητας. Υπό αυτή την έννοια το μέλλον ενός έθνους εξαρτάται, πάνω από όλα, από το επίπεδο της ηθικής, της ακρίβειας και της καθαρότητας στον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες αντιλαμβάνονται τη ζωή. Την οπτική που οι ίδιοι έχουν για το σύμπαν, τον πλανήτη, τους άλλους ανθρώπους και τον τρόπο που αντιλαμβάνονται το νόημα της δικής τους ζωής μέσα σε όλα αυτά.
Για παράδειγμα, σκεφτείτε πως θα μπορούσαν να έχουν τα πράγματα, αν υπήρχε μια κρίσιμη μάζα συνειδήσεων που θα αντιλαμβανόταν το νόημα της ζωής όπως ένας εκ των σπουδαιότερων σύγχρονων Ελλήνων, ο Γεώργιος Παπανικολάου: «Το ιδανικόν μου δεν είναι να πλουτίσω, ούτε να ζήσω ευτυχής αλλά να εργασθώ, να δράσω, να δημιουργήσω, να κάμω κάτι τι αντάξιον ενός ανθρώπου ηθικού και δυνατού…». Δημιούργημα μιας τέτοιας ηθικής στάσης υπήρξε λοιπόν το «τεστ ΠΑΠ» που έσωσε και σώζει ζωές εκατομμυρίων γυναικών κάθε χρόνο ανά τον κόσμο.
Ωστόσο, μια τέτοια στάση μοιάζει από «ξενέρωτη» μέχρι «εξωπραγματική», μέσα στο κυρίαρχο ήθος της μεταμοντέρνας καταναλωτικής αποχαύνωσης. Σε αυτή την κατ’ επίφαση δημοκρατική «θερμοκοιτίδα» που αναπτύχθηκε και κατέστη κυρίαρχη η «φιλοσοφία του σκύλου»: Ό, τι δε μπορείς να γαμήσεις ή να φας, κατούρα το.
Η κυριαρχία του κυνισμού είναι σήμερα περισσότερο ορατή από ποτέ. Αλλά κι εκεί που δεν είναι, στις περισσότερες των περιπτώσεων, πρόκειται γι αυτό που ο Ελύτης ωραία ονομάζει «ψευδοφάνεια», έχουμε δηλαδή την τάση να παρουσιαζόμαστε διαρκώς διαφορετικοί απ’ ό,τι πραγματικά είμαστε. Πίσω από θεωρητικές ταμπέλες, υψηλόφρονα ιδανικά και ιδεολογικές προμετωπίδες δεν κρύβεται παρά η «φιλοσοφία του σκύλου». Το πώς φτάσαμε λοιπόν στα αδιέξοδα που βιώνουμε έχει την εξήγησή του. Αποξενωμένοι πλέον από τις πηγές μιας παράδοσης που σχηματίστηκε νοηματοδοτώντας τον ανθρώπινο βίο μέσα στην ιστορική διαχρονία, βρισκόμαστε in limbo. Δεν ξέρουμε πώς να ζήσουμε κι απλά καταναλώνουμε. Ό,τι βρούμε. Ενίοτε και «σανό».
Ναι, η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Οι Έλληνες όμως πεθαίνουν. Κι ασφαλώς όλοι μια μέρα πεθαίνουμε, συνεπώς το μόνο άξιο λόγου ερώτημα είναι το πώς αξίζει να ζήσει και να πεθάνει κανείς. Δυστυχώς, πεθαίνουμε και θα συνεχίσουμε να πεθαίνουμε όπως ζούμε, σαν τα σκυλιά. Γι αυτό και θα συνεχίσουμε να «τρωγόμαστε» μεταξύ μας για τα «κοκαλάκια» που πέφτουν ώστε να μείνουν καθαρά τα «φιλέτα».
Η δυσαρέσκεια απλώνεται παντού, ενώ λύσεις δεν διαφαίνονται πουθενά στα σοβαρά. Υπάρχει εναλλακτική; Δεν ξέρω, ειλικρινά. Διαισθάνομαι όμως πως έχουμε μπει στη ζώνη του απρόβλεπτου και πιστεύω πως αν μη τι άλλο οφείλουμε να συζητήσουμε ειλικρινά, πρωτίστως με τον ίδιο μας τον εαυτό. Το να συνειδητοποιείς όλο και πιο καθαρά πως η ζωή σου είναι «επικηρυγμένη», με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, δεν είναι κάτι που μπορείς να το προσπεράσεις αδιάφορα. Και εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν η «επικήρυξη» έχει καταστεί αναπόφευκτη, «να πεθαίνεις για την Ελλάδα είναι άλλο κι άλλο εκείνη να σε πεθαίνει».