Γιατί αναμένεται να αυξηθεί η πίεση στον Τζο Μπάιντεν να διαπραγματευτεί με τον Βλ. Πούτιν. Οι δύο κρίσιμες παράμετροι στις ΗΠΑ που μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα. Οι δύο τρόποι να τελειώσει ο πόλεμος και η τρίτη επιλογή.
Η «διπλωματία» είναι μια λέξη-ταμπού στην αμερικανική πολιτική αυτή τη στιγμή. Η ταχύτητα με την οποία οι προοδευτικοί Δημοκρατικοί αυτήν την εβδομάδα αποκήρυξαν το αίτημά τους προς τον Τζο Μπάιντεν να μιλήσει στη Ρωσία, αυτό μαρτυρά. Μόνο η Ουκρανία μπορεί να αποφασίσει πότε και πώς θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος, επέμειναν οι νομοθέτες. Η ομάδα ήταν ξεκάθαρα σοκαρισμένη από την αγριότητα της καταδίκης από την ίδια τη δική τους την πλευρά.
Ωστόσο «ένοχοι» ήταν μόνο επειδή μίλησαν πολύ νωρίς. Οι πόλεμοι τελειώνουν με δύο τρόπους: με την άνευ όρων παράδοση της μιας πλευράς ή με έναν διαπραγματευμένο διακανονισμό. Ως η ισότιμα μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη του κόσμου, η πλήρης συνθηκολόγηση της Ρωσίας είναι σχεδόν αδιανόητη. Αυτό σημαίνει πως η Δύση και η Ουκρανία τελικά θα πρέπει να διαπραγματευτούν ένα τέλος στον πόλεμο αυτό. Εκείνη η στιγμή δεν έχει έρθει ακόμα. Αλλά είναι πιθανόν πιο κοντά απ’ όσο νομίζουν οι περισσότεροι.
Θα ήταν τρέλα να ανοίξει κανείς συζητήσεις για εκεχειρία με τον Βλ. Πούτιν, σε μια περίοδο που οι Ουκρανοί ανακαταλαμβάνουν εδάφη. Η σημερινή επείγουσα ανάγκη είναι η Δύση να δώσει στην Ουκρανία αρκετή δύναμη πυρός για να ανακτήσει τη Χερσώνα και ό,τι μπορεί από την Ντονμπάς πριν τον χειμώνα. Όσο ισχυρότερη είναι η θέση του ουκρανικού στρατού την επόμενη άνοιξη, τόσο πιθανότερο είναι η «μερική επιστράτευση» του Πούτιν να αποτύχει να αντιστρέψει την κατεύθυνση του πολέμου.
Αλλά η κατάσταση επί του πεδίου -του αΑμερικανικού πεδίου δηλαδή- θα έχει αλλάξει πολύ από τώρα μέχρι τότε. Δύο μεγάλοι παράγοντες θα βαρύνουν την απόφαση για το πότε θα προσπαθήσει ο Μπάιντεν να φέρει το τέλος του πολέμου αυτού. Ο πρώτος είναι η πιθανή εξασφάλιση ενός ή και των δύο σωμάτων του Κογκρέσου από τους Ρεπουμπλικανούς στις ενδιάμεσες εκλογές. O Κέβιν Μακάρθι, ο πιθανός πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, έχει προειδοποιήσει πως οι Ρεπουμπλικανοί δεν θα δώσουν «λευκή επιταγή» για την αυτοάμυνα της Ουκρανίας.
Πενήντα επτά Ρεπουμπλικανοί της Βουλής των Αντιπροσώπων και 11 γερουσιαστές ψήφισαν εναντίον του πακέτου βοήθειας ύψους 40 δισ. δολαρίων προς την Ουκρανία νωρίτερα φέτος. Αυτά τα χρήματα εξαντλούνται γρήγορα. Στην προσπάθεια των Ρεπουμπλικανών να μετατρέψουν σε «καμένη γη» την προεδρία του Μπάιντεν, τίποτα δεν θα είναι ιερό και όσιο, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία. Η φιλοπουτινική πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος εξακολουθεί να είναι μια μειοψηφία. Αλλά σχεδόν κάθε Ρεπουμπλικανός θα υποστηρίξει τις πιθανές προσπάθειες του Μακάρθι να παραπέμψει τον Μπάιντεν και να κρατήσει «όμηρο» στις απαιτήσεις τους το ύψος του αμερικανικού χρέους. Είναι αφελές να υποθέσουμε πως η συναίνεση για την Ουκρανία θα επιβιώσει αυτού που και τα δυο αμερικανικά κόμματα βλέπουν ως μια υπαρξιακή μάχη για τη δημοκρατία.
Το δεύτερο είναι πως οι ΗΠΑ θα μπαίνουν σε ύφεση. Οι οικονομολόγοι σχεδόν ομόφωνα λένε πως η Αμερική δεν θα γλιτώσει αυτή τη μοίρα το 2023. Αυτό θα αποτελέσει μια οξεία απειλή για τις πιθανότητες του Μπάιντεν -ή ενός άλλου υποψήφιου των Δημοκρατικών- να νικήσει τον Ντόναλν Τραμπ, ή κάποιον Ρεπουμπλικανό σαν τον Τραμπ, το 2024. Οι Ρεπουμπλικανοί του Κογκρέσου θα εργάζονται παράλληλα με την ύφεση για να πυκνώσουν τα εκλογικά σύννεφα γύρω από τον Μπάιντεν. Ενόψει της αναμέτρησης του 2024, η τύχη της Ουκρανίας θα μπει σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με αυτή των ΗΠΑ.
Οι επιτακτικές ανάγκες που αντιμετωπίζουν η Ουκρανία και ο Μπάιντεν παραμένουν οι ίδιες. Όσο γρηγορότερα μπορέσει η Ουκρανία να ανατρέψει τον ρωσικό στρατό, τόσο το καλύτερο για όλους. Ο Μπάιντεν και οι σύμμαχοι των ΗΠΑ έχουν ακόμα ένα παράθυρο για να γείρουν τη ζυγαριά περισσότερο υπέρ της Ουκρανίας. Αλλά τα αμερικανικά και τα ουκρανικά συμφέροντα θα αποκλίνουν καθώς πλησιάζει το 2024. Οι επικριτές του συνασπισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ λένε ότι πολεμούν τη Ρωσία μέχρι να πέσει και ο τελευταίος Ουκρανός. Ωστόσο, η υποστήριξη της Αμερικής, ως πληρωτής και διαχειριστής, είναι απαραίτητη.
Οι δημοσιονομικές μετρήσεις δεν αποτυπώνουν το πραγματικό κόστος ενός πολέμου που υποδαυλίζει τον πληθωρισμό που είναι τόσο επιβλαβής για τις προοπτικές των Δημοκρατικών. Ο Λευκός Οίκος υποστηρίζει ότι θα είναι επιλογή της Ουκρανίας το πώς θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος. Αυτό θα ισχύει μέχρι τη στιγμή που δεν θα ισχύει πλέον.
Το ερώτημα παραμένει γιατί οι Δημοκρατικοί βιάζονται τόσο πολύ να κλείσουν τη συζήτηση στις τάξεις τους. Η ένταση της φιλελεύθερης επιθετικότητας έχει αιφνιδιάσει ακόμη και τον Λευκό Οίκο. Η απάντηση έχει να κάνει τόσο με το αβέβαιο μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας όσο και με την απειλή της Ρωσίας για την ευρωπαϊκή ειρήνη. Αυτά τα φαντάσματα είναι σφραγισμένα με τα πρόσωπα του Τραμπ και του Πούτιν. Ο Μπάιντεν διαμόρφωσε τη γραμμή του για τη δημοκρατία έναντι της απολυταρχίας στην προεκλογική εκστρατεία, για να αναδείξει την απειλή του Τραμπ για τη δημοκρατία των ΗΠΑ. Οι «ημιφασιστικές» τάσεις του Τραμπ (σύμφωνα με τα λόγια του Μπάιντεν) είναι ακόμη πιο απειλητικές σήμερα απ’ ό,τι ήταν όταν έχασε τις εκλογές. Υπάρχουν εκατοντάδες Ρεπουμπλικανοί στο ψηφοδέλτιο που υποστηρίζουν τον ισχυρισμό του Τραμπ ότι ο Μπάιντεν έκλεψε την προεδρία.
Η επιστροφή του Τραμπ το 2024 θα ήταν το απόλυτο χαρτί του Πούτιν για να τη βγάλει καθαρή. Τους τελευταίους οκτώ μήνες, ο Πούτιν ένωσε τη Δύση και σφυρηλάτησε μια διαρκή αίσθηση του ουκρανικού έθνους. Η ανικανότητά του ήταν επική. Αλλά και η δυτική ενότητα πιθανότατα έχει φθάσει στο ζενίθ της. Τα μεγαλύτερα υπαρξιακά διακυβεύματα της δημοκρατίας εξακολουθούν να βρίσκονται στις ΗΠΑ. Εκτός από την παράδοση ή τη συμφωνία, ο πόλεμος έχει μια τρίτη έκβαση -την επ’ αόριστον αναστολή.
Όσο πιο καυτή γίνεται η πολιτική της Αμερικής, τόσο μεγαλύτερος είναι ο πειρασμός να παγώσει η πολιτική της Ουκρανίας.