Του Σωτήρη Κατσέλου
Οι Διεθνείς Σχέσεις και η πολιτική της εθνικής ασφάλειας κατ επέκτασην, σπάνια αναλύονται με ψυχραιμία και ρεαλισμό από τις πολιτικές δυνάμεις και από τους δημοσιογράφους της χώρας μας. Οι ιδεοληψίες, οι σκοπιμότητες και ο λαϊκισμός κάνουν την συζήτηση πρακτικά αδύνατη ή άνευ ουσίας (Συνήθως οι συζητήσεις σχετίζονται με το πόσα F-16 χρειάζονται για να χτιστεί ένα σχολείο ή για να πάρουμε την Πόλη ανάλογα με την περίπτωση!).
Η κατάσταση έχει γίνει ακόμα χειρότερη με την οικονομική κρίση, η οποία οδηγεί στην εσωστρέφεια, στον στρουθοκαμηλισμό ή και σε χοντροκομμένες εξάρσεις (όπως έχει αναλυθεί στο Rizopoulos Post π.χ. σε σχέση με τις ΑΟΖ).
Όμως το γεωπολιτικό περιβάλλον στο οποίο βρισκόμαστε αλλάζει και οφείλουμε να το αντιληφθούμε γρήγορα. Η γενική κατάπτωση του δυτικού κόσμου και οι μεταβολές στον παγκόσμιο χάρτη της κατανομής ισχύος δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την Ελλάδα. Ειδικά όταν απέναντι της υπάρχει η Τουρκία, που αποτελεί μέρος αυτής της παγκόσμιας ανακατανομής.
Η ελληνική αλλά και η Ευρωπαϊκή κρίση, βρίσκει την Τουρκία οικονομικά ισχυρότερη από ποτέ. Ενώ πρακτικά η αμυντική ισορροπία, αν δεν έχει ήδη καταρρεύσει πλήρως, βαίνει ταχύτατα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ταυτόχρονα, η οικονομική και πληθυσμιακή μεγέθυνση της Τουρκίας συνδυάζεται με την παρουσία ενός πραγματικά χαρισματικού ηγέτη (Ερντογάν) που επιδιώκει μεθοδικά, την μετατροπή της χώρας του σε μια περιφερειακή υπερδύναμη.
Όμως η μετατροπή της Τουρκίας σε μια περιφερειακή υπερδύναμη δεν είναι πολιτικά ουδέτερη για την Ελλάδα καθώς ποτέ οι υπερδυνάμεις δεν είναι διπλωματικά «ουδέτερες» και αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει αντιληπτό και στο εσωτερικό της χώρας μας. Ειδικά όταν αυτή η μετατροπή συνδυάζεται με την αβεβαιότητα σε σχέση με τις προοπτικές επιβίωσης της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την νέα κατάσταση στην οποία επέρχεται ο αραβικός κόσμος μετά την «Αραβική Άνοιξη».
Ως αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων για την Τουρκία, η «Ευρωπαϊκή Προοπτική», που αποτελούσε ένα διαπραγματευτικό χαρτί στην διπλωματία μας, γίνεται λιγότερο θελκτική και ενδιαφέρουσα. Αντίθετα, η προοπτική της ηγεμονίας στον Αραβικό/Ισλαμικό κόσμο πλέον φαντάζει ιδανικότερη. Αξίζει να τονιστεί ότι η Τουρκία αποτελεί και «πολιτικό πρότυπο» ως σύστημα διαμόρφωσης του πολιτικού ισλαμισμού, όπως αυτός τείνει να μορφοποιηθεί.
Σε αυτό το πλαίσιο οι κύριοι παράγοντες «συνετισμού» της Τουρκίας χάρη στους οποίους επιζητούσε σχετικώς ήπιες σχέσεις γειτονίας, έχουν αποδυναμωθεί δραστικά.
Έτσι ενώ το σενάριο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου συνεχίζει να έχει ελάχιστες πιθανότητες να πραγματοποιηθεί (ποτέ όμως μηδενικές), η πιθανότητα θερμού επεισοδίου είτε ως αποτέλεσμα εκτόνωσης των ακόμα υπαρκτών και έντονων εσωτερικών προβλημάτων της Τουρκίας, είτε προς «παραδειγματισμό» (πχ για την ΑΟΖ) είναι πια, ρεαλιστικά μεγαλύτερη.
Όμως ο αληθινός κίνδυνος προέρχεται όχι τόσο πολύ από την ίδια την βία όσο από την απειλή χρήσης βίας και από την καταθλιπτική διαφορά ισχύος. Ένας όρος των διεθνών σχέσεων που είχε ξεχαστεί, η «Φινλαδοποίηση» (δηλαδή η δορυφοροποίηση μιας χώρας σε μια υπερδύναμη σε βαθμό απώλειας των κυριαρχικών της δικαιωμάτων) επανέρχεται και μάλιστα αυτήν την φορά, απολύτως ρεαλιστικά και χωρίς καν να μπορούμε να προσδιορίσουμε μέχρι ποιου σημείου μπορεί να φτάσει αυτή.
Το ζοφερό σενάριο που η Ελλάδα θα βρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση ομηρίας από μια Τουρκία Ισλαμική και όχι κοσμική πλέον, στρατιωτικοοικονομικά ισχυρής, αλλά και σε ένα βαθμό ακόμα πολιτικά ασταθής, οφείλει επιτέλους να ενεργοποιήσει τα «αισθητήρια» όλων των Ελλήνων πολιτικών αρχηγών (ανεξαρτήτως κόμματος), αλλά και της ίδιας της Ευρώπης.
Η διπλωματία του «αυτόματου πιλότου» που βασίζονταν στην λάμψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει τελειώσει οριστικά και η αντιμετώπιση της κατάστασης που διαφαίνεται να σχηματοποιείται χρειάζεται συνεπή και μακροχρόνιο διπλωματικό και αμυντικό σχεδιασμό.