«Σήμερα, ο φτωχός δεν είναι ένας πλούσιος με λιγότερα λεφτά, αλλά ένας “άλλος άνθρωπος”», έγραφε χαρακτηριστικά ο πρώην υπουργός Γιάννης Πανούσης, ήδη σε σχετική μελέτη του 2012, για να καταδείξει τις ριζικές ανατροπές που έφερε η κρίση, αλλά και η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου στη χώρα.
Σύμφωνα με την «Καθημερινή», μια πρόσφατη έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) δείχνει ότι, έξι χρόνια μετά την έναρξη της βαθιάς οικονομικής ύφεσης, είναι η αστική φτώχεια αυτή που «διευρύνεται και βαθαίνει» σε αντίθεση με την επαρχία, όπου εκεί οι κάτοικοι δείχνουν ότι μπορούν σε κάποιο βαθμό να αντεπεξέλθουν καλύτερα χάρη στους «άτυπους κοινωνικούς θεσμούς». To 2014, σημειώνεται στην έρευνα, περί το 1,2 εκατ. άτομα που κατοικούσαν σε αστικά και ημιαστικά κέντρα χαρακτηρίζονταν φτωχά, ενώ στο σύνολο των αγροτικών περιοχών τα φτωχά άτομα υπολογίζονταν σε 1,1 εκατομμύριο. Κάνοντας σύγκριση με τα αντίστοιχα στοιχεία από το 2008 και μετά, είναι σαφές ότι η πρώτη κατηγορία διευρύνεται, ενώ η άλλη βαίνει μειούμενη. Ειδικά για τις αστικές περιοχές, το 2008, οι χαρακτηρισθέντες «φτωχοί» ήταν κατά τι περισσότεροι από 600.000, το 2012 ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο, για να «περιορισθούν» το 2014 σε περίπου 800.000 άτομα.
«Η αστική φτώχεια επηρεάζει τους ανθρώπους σε τοπικό επίπεδο, ενώ επηρεάζεται δυναμικά από μεγαλύτερα κοινωνικά φαινόμενα, όπως είναι η εγκατάσταση μεταναστών σε γειτονιές αστικών κέντρων, οι οποίες έχουν εγκαταλειφθεί από τον ημεδαπό πληθυσμό», τονίζει στην «Καθημερινή» ο κ. Διονύσης Μπαλούρδος, διευθυντής ερευνών του ΕΚΚΕ. Ο λόγος για τον οποίο η έρευνα δίνει έμφαση στο μεταναστευτικό ζήτημα είναι επειδή εκφράζει περισσότερο από άλλα θέματα μια σημαντική τομή που συνέβη στην οικονομία τόσο της χώρας μας όσο και διεθνώς.
«Διαρθρωτικές οικονομικές μετατοπίσεις μείωσαν την ανταγωνιστική θέση των κεντρικών πόλεων στους βιομηχανικούς τομείς που απασχολούσαν ιστορικά, ως εργαζομένους, φτωχούς και μετανάστες. Ετσι, η ζήτηση για την εργασία τους έχει μειωθεί κατά περίπτωση καταστροφικά. Σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες, οι αγορές εργασίας επικεντρώνονται γύρω από «υπέροχες δουλειές ή απαίσιες δουλειές», εξηγεί ο ίδιος. Το πιο χαρακτηριστικό; Tο ποσοστό των εργασιών στο «μεσαίο» πεδίο μειώθηκε, ενώ η «υψηλή και η χαμηλή απασχόληση αυξήθηκαν». Μάλιστα, αυτό το γενικό συμπέρασμα απαντάται ως κοινό σε όλες σχεδόν τις προηγμένες οικονομίες, ανεξαρτήτως ιδιαίτερων χαρακτηριστικών.
Στην έκθεση τονίζεται επίσης ότι «ένα ανεπαρκές σε γνώσεις εργατικό δυναμικό με μειωμένη παραγωγικότητα και αδυναμία να ανταγωνισθεί την απασχόληση σε αναδυόμενους εργασιακούς τομείς, όπου εκεί καταβάλλονται καλοί μισθοί, βρίσκεται στη βάση του φαινομένου της αστικής φτώχειας. Η κρίση ίσως να μην προκάλεσε, αλλά κυρίως επέτεινε και επιτάχυνε μια διαδικασία φτωχοποίησης που βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη. Ομως η μη ανταγωνιστικότητα του ανθρώπινου δυναμικού οδηγεί μεγάλες ομάδες στο εργασιακό περιθώριο».
Σύμφωνα με στοιχεία πάντως, ο «κίνδυνος φτώχειας» στις αγροτικές περιοχές, παρά τα προαναφερθέντα, παραμένει στα «ιστορικά» επίπεδα του 27%, όμως σε ημιαστικές και αστικές ανέβηκε από 14% το 2008 σε 19% το 2014.
Το αρνητικό πρωτείο σε αυτόν τον δείκτη περιλαμβάνει κυρίως νησιά του Αιγαίου, τη Βόρεια και την Κεντρική Ελλάδα.