Γράφει ο Λεωνίδας Μαρκαντωνάτος*
Στις 17 Οκτωβρίου ο Αλέξης Τσίπρας συνοδευόμενος από έξι υπουργούς θα συναντηθεί με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόλαντ Τραμπ στην Μέκκα της Διπλωματίας την Ουάσιγκτον. Η συνάντηση θα γίνει εν μέσω της χειρότερης περιόδου στις Αμερικανοτουρκικές σχέσεις τα τελευταία δέκα χρόνια ενώ πολλοί Έλληνες αναλυτές προδιαγράφουν ότι η κυβέρνηση θα βγει ωφελημένη από αυτή την επίσκεψη.
Η μια όψη του νομίσματος δείχνει ότι ο Λευκός Οίκος μετά την ρήξη στις σχέσεις Άγκυρας – Ουάσιγκτον θα ζητήσει την αναβάθμιση της Σούδας και την υποστήριξη των ενεργειακών σχεδίων Αμερικανικών εταιρειών στην Αλεξανδρούπολη. Πέραν τούτου, δεν γνωρίζουμε αν θα ζητηθεί από την Ελληνική πλευρά η στήριξη της Ελλάδας στα Ελληνοτουρκικά ζητήματα, το Κυπριακό όπως και το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ.
Η δεύτερη όψη του νομίσματος δείχνει ότι η συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον πρόεδρο των Η.Π.Α θα γίνει κατά κύριο λόγο για επικοινωνιακούς λόγους δίνοντας έτσι ένα μήνυμα στην Άγκυρα και ταυτόχρονα την ψευδαίσθηση στην Αθήνα ότι χαίρει της απόλυτης στήριξης του Λευκού Οίκου στο δίπολο Ελλάδας – Τουρκίας.
Από ελληνικής πλευράς, το κενό που έχει δημιουργήσει η ρήξη των σχέσεων Ουάσιγκτον – Άγκυρας μπορεί να αξιοποιηθεί προωθώντας τις Ελληνικές θέσεις στα Ελληνοτουρκικά, το Κυπριακό και το Μακεδονικό με την αρωγή που μπορεί να προσφέρει η Ελλάδα στις Η.Π.Α στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Επί του πρακτέου αυτό σημαίνει μεγαλύτερη αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ελλάδα (Στρατηγείο Λάρισας και Βάση της Σούδας), εμβάθυνση της συνεργασίας Ελλάδας – Ισραήλ και διευκόλυνση επενδύσεων αμερικανικού ενδιαφέροντος. Έχοντας υπόψιν τα ανωτέρω, μπορεί να υποστηριχθεί πως η επίσκεψη Τσίπρα θα χρησιμοποιηθεί από την Ουάσιγκτον και για επικοινωνιακούς σκοπούς ώστε να στείλει ένα μήνυμα στην Άγκυρα.
Η τελευταία άποψη στηρίζεται σε τρία κρίσιμα ζητήματα (πέραν του Κουρδικού που αποτελεί μια κατηγορία από μόνο του) που αποτελούν αγκάθι στις σχέσεις Ουάσιγκτον – Άγκυρας με πρώτο και κύριο την προσέγγιση Μόσχας και Άγκυρας. Ως γνωστόν η Τουρκία έχει υπογράψει την παραγγελία των Ρωσικών S-400 (κίνηση πρωτόγνωρη για κράτος μέλος του ΝΑΤΟ) και παρά τις τελευταίες δηλώσεις περί μη τήρησης της συμφωνίας από την Άγκυρα λόγω θεμάτων τεχνογνωσίας, η συμφωνία αναμένεται να ολοκληρωθεί. Το δεύτερο ζήτημα αφορά την δυσπιστία που επικρατεί στην Άγκυρα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα πέρυσι τον Ιούλιο όπου η Ουάσιγκτον όχι μόνο καθυστέρησε 2 ημέρες να βγάλει ανακοίνωση αλλά εξακολουθεί να αποδέχεται την παραμονή του ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν στην Πενσιλβανία των Η.Π.Α. Ο τελευταίος κατηγορείται ευθέως από τον Ερντογάν ότι ενορχήστρωσε το πραξικόπημα αν και αναλυτές στην Μέκκα της Διπλωματίας με ειδίκευση στην Τουρκία υποστηρίζουν ότι ο Γκιουλέν πιθανώς δεν είχε την ανάμιξη που του καταλογίζεται αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι γνώριζε για το πραξικόπημα. Το τρίτο κρίσιμο ζήτημα αφορά την σύλληψη τον Μάρτιο του Μεχμέτ Χακάν Ατίλα, αντιπροέδρου της τουρκικής κρατικής τράπεζας Halkbank, ο οποίος εμπλέκεται στην υπόθεση των παράνομων συναλλαγών με το Ιράν. Ο τελευταίος όχι μόνο δεν έχει απελευθερωθεί αλλά σε αντιπερισπασμό η Τουρκία στις αρχές Οκτωβρίου συνέλαβε προσωπικό του Αμερικανικού προξενείου της Κωνσταντινούπολης οδηγώντας στην αναστολή των εκδόσεων βίζας για Τούρκους πολίτες από τις Η.Π.Α.
Ενώ θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι παραπάνω λόγοι αποτελούν το έναυσμα ώστε να αναβαθμιστούν οι ήδη καλές ελληνοαμερικανικές σχέσεις σε όλα τα επίπεδα (διπλωματικά, στρατιωτικά και οικονομικά), πρέπει να τονισθεί ότι η Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική πάντα χαρασσόταν σε βάθος δεκαετιών. Ως εκ τούτου, μια απρόσμενη πτώση του Ερντογάν από την εξουσία δεν θα ωφελούσε τις Η.Π.Α σε περίπτωση που έδιναν μεγαλύτερη στήριξη από την υπάρχουσα στην Ελλάδα. Στο τελευταίο συνηγορεί και το γεγονός ότι οι Η.Π.Α θεωρούν την Τουρκία ακόμα και σήμερα μια σημαντική σύμμαχο – μέλος του ΝΑΤΟ – στην Ανατολική Μεσόγειο ενώ εγείρει ερωτηματικά το εάν είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν εξ ολοκλήρου την όποια σχέση τους με την Άγκυρα για χάρη της Ελλάδος.
Πέραν του ερωτήματος περί της πρακτικής αναβάθμισης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων μετά την επίσκεψη Τσίπρα, ένα άλλο στοιχείο που δεν έχει συνυπολογιστεί είναι ότι τόσο επιφανείς ομογενείς όσο και Αμερικανοί αξιωματούχοι γνωρίζουν ότι νυν και πρώην στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τρέφουν αντιαμερικανικά αισθήματα (κάψιμο αμερικανικών σημαιών, πορείες 17Ν, δηλώσεις κατά του ΝΑΤΟ και του Ισραήλ). Επιπλέον, προ πέντε ετών, ο γεωπολιτικός σύμβουλος του Πούτιν Ντούγκιν, είχε έρθει στην Ελλάδα προσκεκλημένος του τότε καθηγητή και νυν Υπουργού Εξωτερικών Ν.Κοτζιά πράγμα που δεν έχει ξεχαστεί από τους διπλωματικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους της Ουάσιγκτον.
*Γ.Σ του Συμβουλίου Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής (www.elnd.gr)