Γράφει η Ηρώ Ράντου*,
Είναι γενικά παραδεκτό ότι αυτό που καθιστά γιγαντιαίο το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν είναι ο απόλυτος αριθμός του αλλά το μεγάλο ποσοστό του επί του ΑΕΠ. Το ζητούμενο συνεπώς είναι η ίδια η δημιουργία συνθηκών για την ανάπτυξη. Και εδώ έρχονται τα τεράστια εμπόδια του ιδιωτικού χρέους και της έλλειψης ρευστότητας. Πως θα μπορέσουν άραγε οι Έλληνες πολίτες να αποπληρώσουν το δημόσιο χρέος συνεισφέροντας παράλληλα στην αύξηση του ΑΕΠ μέσω επενδύσεων έχοντας στην πλάτη τους άλυτες οικονομικές εκκρεμότητες και ελάχιστο έως ανύπαρκτο κεφάλαιο για να κινηθούν;
Το ιδιωτικό χρέος στην χώρα εκτοξεύθηκε από την ύφεση. Η λάθος προσέγγιση όμως της κυβέρνησης του κ. Σαμαρά αλλά και η κωλυσιεργία της να ανταποκριθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων οικονομικών εκκρεμοτήτων, επέτειναν την ύφεση και τη στασιμότητα. Η πρώτη ανταπόκριση του κράτους ήταν να φορτώσει με προσαυξήσεις και πρόστιμα τις οφειλές φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων προς το δημόσιο θεωρώντας λανθασμένα πως θα λειτουργήσουν ως κίνητρο για την αποπληρωμή τους.
Έπειτα, προχώρησε σε μη ευέλικτες ρυθμίσεις οφειλών που περιελάμβαναν λίγες δόσεις και αυστηρά χρονοδιαγράμματα, με τους περισσότερους οφειλέτες να τίθενται αυτόματα εκτός ρύθμισης με την πρώτη αδυναμία πληρωμής. Αντί λοιπόν να σχεδιαστεί εξ αρχής μια ρεαλιστική ρύθμιση οφειλών, δημιουργούνταν συνεχώς νέες, που διέπονταν όμως από την ίδια «λογική του παράλογου». Έτσι φτάναμε κάθε τόσο σε άτυπες στάσεις πληρωμών είτε λόγω πραγματικής αδυναμίας είτε συνειδητής αποχής εν αναμονή της επόμενης ρύθμισης για την κάλυψη στο μεσοδιάστημα άλλων βασικών αναγκών.
Από την άλλη, και όσον αφορά τα χρέη προς τις τράπεζες, η κατάσταση φάνηκε ακόμη χειρότερη. Κατά τη διάρκεια της κρίσης οι τράπεζες ξεκίνησαν την άκρατη κερδοσκοπία επενδύοντας στην ανέχεια των ελλήνων πολιτών είτε με ρυθμίσεις-βιτρίνα που επιμήκυναν το χρόνο αποπληρωμής των δανείων τους φορτώνοντας τους παραπάνω τόκους, είτε σπεύδοντας να αλλάξουν τις γεμάτες καταχρηστικούς όρους συμβάσεις που είχαν συνάψει με τους πελάτες τους, με δόλωμα τη σημαντική μείωση επιτοκίου, προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανότητες ακύρωσής των διαταγών πληρωμής από τα δικαστήρια.
Σήμερα το ιδιωτικό χρέος των νοικοκυριών και επιχειρήσεων έφτασε «αισίως» στα 160 δις ευρώ. Αφού λοιπόν κατέστη πραγματική ωρολογιακή βόμβα, η κυβέρνηση αποφάσισε να εκπονήσει σχέδιο που περιλαμβάνει ρυθμίσεις αλλά και διαγραφές προσαυξήσεων δανείων των επιχειρήσεων από τις τράπεζες και οφειλών προς τις εφορίες και τα ασφαλιστικά ταμεία. Δυστυχώς όμως το σχέδιο, παρόλο που φέρει αρκετά θετικά σημεία, αδυνατεί να ανταποκριθεί σε ορισμένες βασικές ανάγκες που επιτάσσει η ίδια η ελληνική πραγματικότητα.
Από τη μία πλευρά, η ρύθμιση που κατατέθηκε και ψηφίζεται σήμερα για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο, παρόλο που αυξάνει τον αριθμό των δόσεων από 72 έως 100 και μειώνει σημαντικά το επιτόκιο, δεν περιλαμβάνει τη δυνατότητα οικειοθελούς παραχώρησης ακινήτου για όσους αποδεδειγμένα αδυνατούν να αποπληρώσουν με τον συμβατικό τρόπο τις οφειλές τους. Από την άλλη, στο σχέδιο για τα κόκκινα δάνεια, οι «πλασματικές» οικονομικές εκκρεμότητες των δανειοληπτών προς τις τράπεζες φαίνεται πως παραμένουν. Και αυτό γιατί η αξία στην οποία αγοράστηκαν τα υποθηκευμένα ακίνητα ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από αυτή που σήμερα κοστολογούνται.
Θα πρέπει λοιπόν το κράτος να παρέμβει με νομοθετική ρύθμιση που θα προβλέπει ότι με την κατάσχεση του υποθηκευμένου ακινήτου, το χρέος του δανειολήπτη θα κλείνει οριστικώς, χωρίς να μένει χρεωστικό υπόλοιπο. Αυτό πρέπει να γίνει άμεσα, όσο οι τράπεζες παραμένουν υπό δημόσιο έλεγχο όπου το κράτος μπορεί ακόμη να καθορίσει τους όρους του παιχνιδιού. Ακόμη, η ρύθμιση για τα κόκκινα δάνεια θα έπρεπε να περιλαμβάνει την διάσταση της καταχρηστικότητας των όρων συμβάσεων κάποιων επιχειρηματικών (και άλλων) δανείων που οργίαζαν τα χρόνια της ευμάρειας προβλέποντας γενναίο κούρεμα κεφαλαίου για αυτές τις περιπτώσεις.
Στα παραπάνω προβλήματα προστέθηκε τέλος και η χρόνια, όπως τείνει πλέον να γίνει, ασφυκτική έλλειψη ρευστότητας. Οι όποιες πρωτοβουλίες που δρομολογήθηκαν για την τόνωση της, όπως π.χ η δημιουργία στοχευμένων χρηματοδοτικών εργαλείων μέσω του ΕΤΕΑΝ, η ενεργοποίηση σημαντικών προγραμμάτων μέσω του ΕΣΠΑ ή η μείωση της σχέσης συνεπένδυσης στο 1:1 για την διευκόλυνση της εκταμίευσης των δανείων, προσκρούουν στην ωμή πραγματικότητα των αυστηρών όρων του τραπεζικού δανεισμού: Οι εγκρίσεις είναι λίγες επειδή ακριβώς τα προγράμματα επιτρέπουν στις τράπεζες να ζητούν υψηλές εξασφαλίσεις, παρόλο που αποτελούν προϊόντα συνεπένδυσης πόρων.
Πρέπει λοιπόν πάση θυσία να αλλάξουν όροι του τραπεζικού δανεισμού τη στιγμή που οι τράπεζες, έστω και μεταβατικά, λειτουργούν ως ημικρατικά ιδρύματα. Το εγχείρημα δε του Ελληνικού Επενδυτικού Ταμείου ως νέου καινοτόμου φορέα χρηματοδότησης, αυτό ακριβώς το πρόβλημα όφειλε να υπερκεράσει και δευτερευόντως να διασφαλίσει χαμηλότερα επιτόκια ή τη δυνατότητα αναχρηματοδότησης υφιστάμενων δανείων.
Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με μια άδικη και ασταθή φορολογική πολιτική δεν μπορούν να επιτρέψουν στη χώρα να επιστρέψει στην κανονικότητα-πόσο δε μάλλον να αναπτυχθεί. Το ζήτημα είναι να γίνουν αντιληπτά τόσο από την κυβέρνηση του κ. Σαμαρά όσο και την τρόϊκα ως ζητήματα υψίστης σημασίας ξεφεύγοντας μια και καλή από την «διεκπεραιωτική» λογική. Και η απάντηση σε αυτό δεν είναι φυσικά οι ευχές ή οι σουρεαλιστικές στοχεύσεις. Το μόνο που είναι απαραίτητο είναι να μην δημιουργούνται αναχώματα στην απλή λογική.
* Πολιτική Επιστήμων, MΑ στις Διεθνείς Σχέσεις (Security and Development) στο King‘ s College Λονδίνου