Γράφει ο Κωνσταντίνος Παντελής
Πριν από λίγες ώρες η καταλανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το 90% όσων συμμετείχαν στο χθεσινό δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της περιφέρειας – ήτοι 2,26 εκατομμύρια πολίτες ή αλλιώς το 42,3% του συνόλου των ψηφοφόρων στην Καταλονία – τάχθηκε υπέρ του «ναι». Κι αυτό παρά τη γενικευμένη επιχείρηση της ισπανικής αστυνομίας να εμποδίσει τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος με τα όσα, ομολογουμένως απαράδεκτα παρακολουθήσαμε να εκτιλύσσονται σε ΜΜΕ και κοινωνικά δίκτυα. Περισσότεροι από 760 άνθρωποι τραυματίσθηκαν σε συγκρούσεις ανάμεσα στην αστυνομία και ψηφοφόρους στην προσπάθεια των τελευταίων να διαφυλάξουν το εκλογικό υλικό αλλά και την εκλογική διαδικασία στο σύνολό της. Μια εκλογική διαδικασία που για την Μαδρίτη είναι παράνομη.
Για τον πρωθυπουργό της Ισπανίας, Μαριάνο Ραχόι, η Καταλονία απέτυχε να διεξαγάγει το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία.
«Ο λαός της Καταλονίας ξεγελάσθηκε για να πάρει μέρος στην απαγορευμένη ψηφοφορία», υποστήριξε ο Ραχόι, προσθέτοντας πως το δημοψήφισμα ήταν «ένα στρατήγημα της περιφερειακής κυβέρνησης εναντίον της νομιμότητας και της δημοκρατικής αρμονίας και ένας δρόμος που δεν οδηγεί πουθενά».
Ισχυρίστηκε ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων στην Καταλονία δεν ήθελε να συμμετάσχει στο δημοψήφισμα και ότι οι πολίτες υπάκουσαν στην ισπανική νομοθεσία που το έκρινε παράνομο.
«Κάναμε ό, τι έπρεπε να κάνουμε. Είμαστε η κυβέρνηση της Ισπανίας, είμαι ο πρωθυπουργός και ανέλαβα την ευθύνη μου. Έχουμε εκπληρώσει την υποχρέωσή μας, έχουμε ενεργήσει με βάση το Νόμο και μόνο με βάση αυτόν», σχολίασε σχετικά με την κατακραυγή σε εθνικό και διεθνές επίπεδο για την εκτεταμένη χρήση βίας της αστυνομίας, ακόμα και απέναντι σε ηλικιωμένους.
«Σήμερα δεν έγινε δημοψήφισμα για την αυτοδιάθεση στην Καταλονία. Το κράτος δικαίου παραμένει σε ισχύ με όλη τη δύναμή του», είπε σε άλλη του τηλεοπτική δήλωση ο Ισπανός συντηρητικός ηγέτης.
Την ίδια ώρα, ανακοίνωσε την απόφασή του να εμφανιστεί στο Κοινοβούλιο της Ισπανίας προκειμένου να μιλήσει για τα γεγονότα της Κυριακής και για τη δράση των αρχών, ενώ σε μια αποστροφή του τόνισε ότι: «Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να αντικατασταθεί η πρόοδος των τελευταίων 40 ετών από τον εκβιασμό. Σήμερα έχουμε όλοι λόγους να εμπιστευόμαστε τη δημοκρατία μας. Προσφέρω διάλογο εντός νομικού πλαισίου». Με αυτή την τελευταία του φράση αναγνωρίζει ίσως και ο ίδιος την ανάγκη να ακούσει τα όσα έχουν να ζητήσουν οι Καταλανοί και ίσως να προχωρήσει σε μια κάποια υποχώρηση.
Στην αντίθετη πλευρά, ήδη από νωρίς το βράδυ όταν και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος διαφαινόταν καθαρά,ο Καταλανός ηγέτης, Κάρλες Πουιγκντεμόντ, δήλωνε ότι η περιφέρεια της Καταλονίας κέρδισε το δικαίωμα στην ανεξαρτησία.
Να αναφερθεί σε αυτό το σημείο ότι η εκτεταμένη χρήση βίας και το ζήτημα της νομιμοποίησής της στο πλαίσιο θεωριών κοινωνικού συμβολαίου, αλλά και η επιχειρηματολογία υπέρ του αποκλειστικού δικαιώματος της αστυνομίας για την άσκηση βίας, βάσει νόμου, δεν θα σχολιαστεί από τον γράφοντα στο παρόν άρθρο.
Παρά τα όσα έλαβαν χώρα τις εβδομάδες που προηγήθηκαν του δημοψηφίσματος με αποκορύφωμα τα χθεσινά τραγικά γεγονότα, το μείζον ζήτημα που προκύπτει είναι η διατάραξη της ενότητας και της εσωτερικής σταθερότητας της Ισπανίας. Κι αυτό διότι είτε κάποιος συμφωνεί είτε και διαφωνεί με τον Μαριάνο Ραχόι και τις πρακτικές του για την αποφυγή διενέργειας του δημοψηφίσματος, το τελευταίο προκάλεσε ανεπιθύμητες καταστάσεις και «σημαντική ζημιά στη συνύπαρξη» των ισπανικών κοινοτήτων. Αυτό το δημοψήφισμα, όποιος κι αν είναι ο πρακτικός του αντίκτυπος και το αποτέλεσμα στην καθημερινότητα των Καταλανών, σίγουρα δημιουργεί προηγούμενο τόσο για τις υπόλοιπες ισπανικές επαρχίες όπως η Βασκονία (με τον πονοκέφαλο της δράσης της ΕΤΑ να μην έχει ξεχαστεί ακόμη) όσο και για άλλες κοινότητες εντός Ευρώπης, όπως στο Βέλγιο και τη Σκωτία.
Παράλληλα, με μια πιο ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη ματιά από το ίδιο το δημοψήφισμα, το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι το έρεισμα της καταλανικής ανεξαρτησίας και συγεκριμένα η εγκυρότητά του στη σημερινή συγκυρία.
Υπάρχουν γενικά τρία κύρια επιχειρήματα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας. Το πρώτο είναι ότι δεδομένου ότι η καταλανική πολιτιστική κληρονομιά και γλώσσα δεν είναι ούτε κατανοητή ούτε αποδεκτή στην Ισπανία (και επομένως ούτε προστατευόμενη σύμφωνα με τους Καταλανούς), η καλύτερη διέξοδος προόδου είναι ένα ανεξάρτητο κράτος. Αυτό προκύπτει από τρεις αιώνες γλωσσικών και πολιτισμικών διακρίσεων, οι οποίες έφθασαν στο αποκορύφωμά τους υπό την 36χρονη δικτατορία του στρατηγού Φράνκο Φράνκο, σύμφωνα πάντα με την ίδια επιχειρηματολογία. Η δεύτερη λέει ότι μια σαφώς καθορισμένη πολιτική οντότητα, όπως η Καταλονία, είναι αρκετά ώριμη ώστε να κυβερνάει με δική της φωνή στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή στα Ηνωμένα Έθνη, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα συγκεκριμένα προβλήματά της. Τέλος, υπάρχει η πεποίθηση ότι η Καταλονία θα βρισκόταν σε πολύ καλύτερη οικονομική θέση με μια ενδεχόμενη ανεξαρτητοποίηση. Συγκεκριμένα, οι υποστηρικτές του τελευταίου επιχειρήματος αναφέρονται στο γεγονός ότι η Καταλονία πληρώνει πολύ περισσότερο στο κεντρικό ταμείο της Ισπανίας απ ‘ό, τι επιστρέφει, προκαλώντας έτσι μια δημοσιονομική ανισορροπία, αλλά και στην υπερβολική γραφειοκρατία που απορρέει από τις σημερινές διοικητικές ρυθμίσεις.
Οι Καταλανοί, καθώς και οι υπόλοιποι Ισπανοί, ψηφίζουν σε τοπικές, περιφερειακές, εθνικές και ευρωπαϊκές εκλογές. Ωστόσο, όπως και οι Βαυαροί, οι Κορσικανοί ή οι Γαλλικιανοί, δεν απολαμβάνουν τα δικαιώματα μιας αυτοδιάθεσης, κυρίως επειδή καμία από αυτές τις περιοχές δεν πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζει ο ΟΗΕ. Ο Πουιγκεντεμόντ ισχυρίζεται ότι η ισπανική κυβέρνηση «λέει όχι στο γλωσσικό ζήτημα», όταν η δική του κυβέρνηση είναι η μόνη περιφερειακή κυβέρνηση στον κόσμο που αρνείται στην πλειονότητα του πληθυσμού της το δικαίωμα εκπαίδευσης στη μητρική τους γλώσσα.
Πράγματι, ο αποκλεισμός της ισπανικής γλώσσας από την Καταλονία είναι υπαρκτός και έντονος. Εντούτοις, ο Καταλανός ηγέτης, αποφεύγει τεχνιέντως να το αναφέρει κατά τις επαφές του με τις αρχές και την ηγεσία της ΕΕ. Όπως ακριβώς δεν αναφέρει ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που υποστηρίζει την κυβέρνησή του εξαρτάται από ένα αντικαπιταλιστικό κόμμα που υποστηρίζει την έξοδο της Καταλονίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, ότι δεν υπάρχει κανένα δημοκρατικό κράτος στον κόσμο που να δίνει στις περιφέρειές του το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Η αδιαχώριστη ενότητα που προβλέπεται γραπτώς στο ισπανικό σύνταγμα αποτελεί επίσης μέρος του ιταλικού, του γαλλικού, του γερμανικού και του αμερικανικού συντάγματος. Παράλληλα, η δυνατότητα αναθεώρησης του συντάγματος όπως και στα περισσότερα δημοκρατικά κράτη, δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για μικροπολιτικά συμφέροντα ή εθνικιστικά κατάλοιπα άλλων εποχών και να υπονομεύει τον κύριο σκοπό του: την ειρηνική συνύπαρξη του ισπανικού λαού.
Τώρα, σε ό,τι αφορά το τελευταίο επιχείρημα περί οικονομικής ανισότητας, πολλές μελέτες έχουν όντως καταδείξει την ανισομερή κατανομή των δαπανών της κεντρικής διοίκησης σε σχέση με την περιφέρεια της Καταλονίας. Ακόμα και δικαιολογημένος όμως, αποτελεί αυτός ο λόγος αναγκαία συνθήκη για αλλαγή των συνόρων της ισπανικής επικράτειας, για ουσιαστική αλλαγή του status quo ενός κυρίαρχου κράτους και πιθανή εξέλιξη ντόμινο για άλλες κοινότητες εντός κι εκτός Ισπανίας;
Σε κάθε περίπτωση, όποιος δεν επιθυμεί να εθελοτυφλεί αντιλαμβάνεται ότι οι τριγμοί που δημιουργούνται στο εσωτερικό πολλών κρατών-μελών της ΕΕ, είτε με τη μορφή αποσχιστικών τάσεων μέσω δημοκρατικών διαδικασιών, είτε με τη μορφή εθνικιστικών εξάρσεων, είτε με την έντονη δυσφορία και απαξίωση των ευρωπαϊκών θεσμών θα πρέπει να αφυπνίσει επειγόντως ευρωπαϊκή ηγεσία και μηχανισμούς.