Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Η αποψινή συνάντηση Τσίπρα με τη Μέρκελ και τον Ολάντ είναι η τελευταία πράξη στο έργο της διαπραγμάτευσης με τους «έξω». Το αναμενόμενο θα ήταν να αφιερώσουμε σε αυτή τη συνάντηση το σημερινό editorial. Ωστόσο, παρά το βαρύ κλίμα που υπάρχει, φαίνεται πως θα καταστεί εφικτό να βρεθεί ο «κοινός τόπος» πάνω στον οποίο θα πέσουν οι υπογραφές. Περί αυτού άλλωστε μίλησε χθες και ο Τσίπρας στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, αποκλείοντας ταυτόχρονα το ενδεχόμενο προσφυγής σε κάλπες. Σήμερα λοιπόν θα γράψω για τα δύσκολα που έχει μπροστά του ο Τσίπρας, μετά την επιστροφή του από τις Βρυξέλλες.
Είναι σαφές πως τον Τσίπρα τον περιμένει μια εξίσου δύσκολη διαπραγμάτευση με τους «μέσα» και εννοώ το ίδιο το κόμμα του. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση και ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση είναι δύο τελείως διαφορετικές «πραγματικότητες» και ο Αλέξης Τσίπρας είναι τώρα υποχρεωμένος να αποδείξει πως δεν είναι μόνον ο ηγέτης που παίρνει ένα κόμμα του 4% και το κάνει κυβέρνηση αλλά και ο ηγέτης που μπορεί να υπερβεί τα κομματικά στερεότυπα για χάρη των ευρύτερων εθνικών στόχων και συμφερόντων. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το έργο αυτό θα είναι εξίσου επίπονο με τη διαπραγμάτευσης με τους δανειστές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια κλασσική επιβεβαίωση της άποψης πως «την ιστορία τη γράφουν οι παρέες». Η ανάληψη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ από τον Αλέξη Τσίπρα και όλη η διαδρομή μέχρι την εγκατάσταση στο Μέγαρο Μαξίμου, αν το δει κανείς στην ουσία του πράγματος, δεν είναι παρά η ιστορία μιας «παρέας» που ήξερε να βάζει στόχους και να τους πετυχαίνει. Όμως αυτό μπορούσε να λειτουργεί μέχρι την ανάληψη της πρωθυπουργίας. Από δω και μετά είναι σαφές πως η «παρέα» από μόνη της δεν φτάνει.
Είναι άλλο πράγμα να κάνεις αντιπολίτευση στον Γιώργο Παπανδρέου ή στον Αντώνη Σαμαρά και είναι τελείως άλλο να έχεις στα χέρια σου την ευθύνη της χώρας σε μια από τις πιο κρίσιμες ιστορικές στιγμές της. Μια χώρα εξουθενωμένη από την ύφεση και σε ένα διεθνές περιβάλλον γεμάτο προκλήσεις, όπου το να κάνεις το λάθος βήμα τη λάθος στιγμή μπορεί να αποβεί μοιραίο. Η συναίσθηση αυτής της ευθύνης προϋποθέτει μια Εθνική Αριστερά. Ο όρος μπορεί να ακούγεται αδόκιμος και ξένος στην κουλτούρα της Αριστεράς που έχει γαλουχηθεί μέσα στον «επαναστατικό διεθνισμό» και στον χαζοχαρούμενο κοσμοπολιτισμό. Όμως αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση και το μεγάλο στοίχημα για τον Τσίπρα. Να ντύσει την Αριστερά με εθνικά χρώματα, ώστε να μπορέσει ως κυβέρνηση να φέρει σε πέρας το έργο που έχει αναλάβει.
Τι σημαίνει Εθνική Αριστερά; Σημαίνει ικανότητα σύνθεσης ιδεών και προσώπων που υπερβαίνουν τον παραδοσιακό διαχωρισμό δεξιάς κι αριστεράς, ώστε να εκφραστεί το σύνολο της Ελλάδας. Σημαίνει αλλαγή πολιτικού λόγου και πολιτικών συμπεριφορών που είναι μονοσήμαντα προσανατολισμένες στα «δίκια του λαού». Σημαίνει διεύρυνση της «παρέας» όχι προς Θεού με τον Θεοδωράκη αλλά με ανθρώπους που πραγματικά μπορούν να βάλουν πλάτη κι έχουν διάθεση να βοηθήσουν, αν και ποτέ δεν διανοήθηκαν να χαρακτηρίσουν τους εαυτούς τους ως «αριστερούς».
Την ώρα που η γειτονική Τουρκία μπαίνει μετά τις πρόσφατες εκλογές στην περιδίνηση μιας μεγάλης εσωτερικής κρίσης του «συστήματος Ερντογάν», την ώρα που επανεμφανίζεται ο «χάρτης της Τσαμουριάς», την ώρα που ο Ομπάμα δείχνει απρόθυμος να ξοδέψει πρόσθετο πολιτικό κεφάλαιο για την υποστήριξη της Ελλάδας, είναι η ώρα που ο Τσίπρας πρέπει να ξαναδεί με μεγάλη προσοχή τη σύνθεση της «παρέας».
Κατανοώ ασφαλώς τους ανθρώπινους συναισθηματικούς δεσμούς που υπάρχουν. Αλλά η πολιτική δεν είναι συναισθηματική υπόθεση. Άλλωστε δεν είναι ανάγκη να αλλάξει «παρέα». Σίγουρα όμως πρέπει να τη διευρύνει. Σίγουρα πρέπει να την εμπλουτίσει. Σίγουρα πρέπει να την ανοίξει σε πρόσωπα, ιδέες, εμπειρίες, παραστάσεις που θα τον βοηθήσουν όχι πλέον στη χάραξη μιας «γραμμής» ταξικής σύγκρουσης αλλά στη διαμόρφωση μιας εθνικής συνισταμένης.
Θα το κάνει; Δεν ξέρω. Υποθέτω πως αντιλαμβάνεται και αυτός πλέον πως η «μεγάλη εικόνα» που πλέον γνωρίζει, δεν είναι διαχειρίσιμη από τον μικρόκοσμο της παρέας. Και μπορεί πράγματι να είναι ο Τσίπρας μια πολιτική προσωπικότητα που θα μείνει στο προσκήνιο τουλάχιστον για την επόμενη δεκαετία, το θέμα όμως είναι με ποιους όρους και σε τελική ανάλυση με ποια προσφορά στον τόπο. Εν πολλοίς αυτό θα κριθεί από τις επιλογές του στη σύνθεση της «παρέας».
ΥΓ: Όταν ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής έθεσε τις βάσεις της Μεταπολίτευσης μετά τη χούντα, ήρθε προσωπικά σε ευθεία σύγκρουση με τα «ιερά και τα όσια» της παραδοσιακής Δεξιάς. Τελείωσε οριστικά και αμετάκλητα το «παλάτι» παρά τα φιλοβασιλικά αισθήματα μεγάλου τμήματος της Δεξιάς και νομιμοποίησε το ΚΚΕ. Και το έκανε γιατί οι μεγάλοι ηγέτες δεν αναζητούν την παραταξιακή δικαίωση αλλά την εθνική συνισταμένη.