Γράφει ο Σπύρος Ι. Νικολάου
Τα έθνη, για να επιζήσουν, πρέπει πάνω απ’ όλα να έχουν μνήμη. Η απώλεια της ιστορικής μνήμης ενός λαού οδηγεί, με φυσική σχεδόν αναγκαιότητα, στην αλλοίωση των βασικών γνωρισμάτων της ταυτότητάς του, στην έλλειψη αυτοσυνείδησης ως έθνους, ενδεχομένως στην αφομοίωσή του μέσα σε ευρύτερα πληθυσμιακά σύνολα και, τελικά, στην εξαφάνισή του ως αυτοτελούς και ενεργού υποκειμένου του ιστορικού γίγνεσθαι. Ο συνεχής διάλογος με το παρελθόν και ο αναστοχασμός της πορείας ενός έθνους είναι αναγκαίος όχι μόνο για τη διαμόρφωση της παιδείας του, αλλά πολύ περισσότερο για την κατανόηση της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, την αντιμετώπιση των νέων προβλημάτων και το άνοιγμά του σε νέους ορίζοντες. Αυτή η αναδρομή και ψυχική επαφή με το παρελθόν δεν είναι ούτε προγονοπληξία, ούτε στείρα παρελθοντολογία. Είναι ζωτική ανάγκη για την ολοκλήρωση της ατομικής και συλλογικής μας προσωπικότητας, γιατί μόνο από την συνείδηση της ταυτότητας, τη διατήρηση της κληρονομίας μας, την αξιοποίηση των στοιχείων του πολιτισμού μας, αλλά και την επίγνωση των λαθών, των ελαττωμάτων και των παθημάτων των προγόνων μας, μπορούμε να αντλήσουμε την πείρα και την ικανότητα για τη δημιουργία ενός καλύτερου μέλλοντος. Την ευκαιρία για περισσότερη αυτογνωσία, ανασύνταξη των δυνάμεών μας και ανάληψη νέων στόχων, αλλά και νέων ευθυνών, μας τη δίνει η Εθνική μας Επέτειος της 25ης Μαρτίου και η αναζήτηση του τι πραγματικά ήταν και τι σημαίνει για μας η Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Για να τοποθετήσουμε και αξιολογήσουμε το κυρίαρχο αυτό γεγονός της νεώτερης ιστορίας μας στις πραγματικές του διαστάσεις, θα πρέπει να εξετάσουμε τι ήταν αυτό που το καθιστά ξεχωριστό και μοναδικό μέσα στα πλαίσια όχι μόνο της δικής μας αλλά και της ευρωπαϊκής ιστορίας. Μέσα στα πλαίσια της σημερινής κρίσης, η οποία στην ουσία της δεν είναι απλώς οικονομική, αλλά βασικά κρίση ταυτότητας και κρίση θεσμών, καθώς και μέσα σε ένα κλίμα γενικότερης αποδόμησης κοινωνικών αξιών και όλων των παγιωμένων επιστημονικών παραδοχών, καλούμαστε να δώσουμε απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα: Ήταν το 1821 Επανάσταση, δηλ. ένοπλη εξέγερση ενός ολόκληρου λαού για την απόκτηση της ελευθερίας του από έναν ξένο τυραννικό κατακτητή, ή ένα απλό στασιαστικό κίνημα με σκοπό την απόσχιση ενός εδαφικού τμήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Και αν ήταν Επανάσταση, ποιοί την έκαναν; Και εναντίον ποίου; Ήταν «Έλληνες» αυτοί που την κήρυξαν και την ολοκλήρωσαν, με ελληνική εθνική συνείδηση, ή μια κοινωνική τάξη που ξεσηκώθηκε κατά των προνομίων και της οικονομικής εκμετάλλευσης από άλλες κοινωνικές τάξεις, κυρίαρχες ή μη, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Είχε αποκλειστικώς οικονομικά αίτια και σκοπούς, ή απέβλεπε στην ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής υπόστασης του ελληνικού έθνους; Ήταν ένα τυχαίο και μεμονωμένο γεγονός στα πλαίσια των συνηθισμένων αγροτικών εξεγέρσεων της Βαλκανικής, ή αποτελούσε την κατάληξη μιας μακράς σειράς εθνοαπελευθερωτικών αγώνων ενός λαού, ο οποίος είχε διατηρήσει την πολιτισμική ιδιαιτερότητά του και τον πόθο του για ελευθερία; Είχε περιορισμένο θρησκευτικό χαρακτήρα ή εκδηλώθηκε σε συνάρτηση με τη γενικότερη ιστορική πορεία των λαών της Ευρώπης, κάτω από την επίδραση νέων ιδεών και πολιτικών θεωριών που είχαν την πηγή τους σε αρχαία ελληνικά πρότυπα και επηρέασε την πολιτική και πνευματική ζωή των λαών αυτών; Από την απάντηση που θα δώσουμε στα ερωτήματα αυτά, θα εξαρτηθεί και η σημασία που πρέπει να αποδίδουμε στην Επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης και η συλλογική μας βούληση να συνεχίσουμε να την εορτάζουμε, ως ένα γεγονός που μάς ενώνει και μας κάνει περήφανους να νιώθουμε ότι είμαστε Έλληνες και θέλουμε να παραμείνουμε.
Για ορισμένους διαπρεπείς ξένους ιστορικούς, όπως ο πατριάρχης της μεταμοντέρνας ιστοριογραφίας Έρικ Χομπσμπάουμ, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στα παραπάνω ερωτήματα είναι αρνητική. Για τον Χομπσμπάουμ, οι Έλληνες, όπως και οι άλλοι ορεινοί πληθυσμοί των δυτικών Βαλκανίων, θα ήταν ικανοποιημένοι απλώς με μία μη εθνική αυτόνομη ηγεμονία, όπως αυτή που είχε εγκαθιδρύσει ο Αλή Πασάς για έναν καιρό στην Ήπειρο (Βλ. «Η Εποχή των Επαναστάσεων, 1789-1848, βιβλίο 480 σελίδων, από τις οποίες στην Ελληνική Επανάσταση αφιερώνει 4!!!). Άλλωστε γι’ αυτόν, ελληνικό έθνος δεν υπήρχε πριν από το 1830, ούτε στην αρχαιότητα, ούτε στο Βυζάντιο, που ήταν μία ρωμαϊκή χριστιανική αυτοκρατορία, στον δε πόλεμο της Ανεξαρτησίας οι Έλληνες δεν πολέμησαν ως «Έλληνες εναντίον των Τούρκων», αλλά ως ρωμιοί χριστιανοί εναντίον μουσουλμάνων, και η γλώσσα που μιλούσαν ήταν διαφορετική από τη γλώσσα των αρχαίων Ελλήνων και των βυζαντινών. Το ελληνικό έθνος δημιουργήθηκε κατ’ αυτόν από τον ελληνικό εθνικισμό, που ήταν η ιδεολογία του νέου ελληνικού κράτος και ο οποίος «κατάφερε μέσα από τον συνδυασμό αστικής ηγεσίας, κλέφτικης αποδιοργάνωσης και επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων, να γεννήσει μία από εκείνες τις μικροκαρικατούρες του δυτικού φιλελεύθερου ιδεώδους που επρόκειτο να γίνει τόσο γνώριμο σε περιοχές όπως η Λατινική Αμερική» (Βλ. συνέντευξη προς την Ελευθεροτυπία της 27.3.1995, στο Γ. Κοντογεώργη, Έθνος και εκσυγχρονιστική νεωτερικότητα, 2006, σελ. 174 επ.).