Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Ο κόμπος έφτασε στο χτένι! Το ελληνικό «πολιτικό δράμα» ζητεί μια λύση, και οι διεθνείς σκηνοθέτες είναι υποχρεωμένοι να πάρουν τις αποφάσεις τους σε πολύ λίγο χρόνο. Το ίδιο και η κυβέρνηση, αλλά και η αξιωματική αντιπολίτευση. Όλοι πάντως έχουν συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για διαχείριση μιας περίπλοκης πολιτικής κρίσης, που θα μπορούσε να «εκραγεί» και τα θραύσματά της να διασπαρούν σε ακτίνα πολύ μεγαλύτερη της ελληνικής επικράτειας…
Διότι το μεγάλο μυστικό της «ελληνικού δράματος» είναι ότι η αποτυχία του προγράμματος προσαρμογής οφείλεται σε καθαρά πολιτικούς λόγους, οι οποίο αφορούν τόσο την πλευρά των δανειστών όσο και το ελληνικό πολιτικό σύστημα, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργήσει ένα τοπίο βαθιάς πολιτικής κρίσης.
Εδώ όμως εμφανίζεται μια οξεία αντίφαση: η στάση των δανειστών είναι τόσο σκληρή και ανελαστική, διακρίνεται από τέτοια έλλειψη ευλυγισίας και «πλαστικότητας», ώστε αποβαίνει τελείως ακατάλληλη για τη διαχείριση μιας πολιτικής κρίσης. Έτσι, διαμορφώνεται μια εικόνα πλήρους αδιεξόδου: Η κυβέρνηση δεν μπορεί να απεγκλωβιστεί από τις «δεσμεύσεις» της για «τέλος του μνημονίου» και «χαλάρωση»˙ η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπορεί ή δεν θέλει να απεγκλωβιστεί από τις δικές της δεσμεύσεις, όπως τις διατύπωσε ο κ. Τσίπρας στη ΔΕΘ˙η Ευρωζώνη δεν μπορεί και δεν θέλει να απεγκλωβιστεί από το άγχος να διατηρηθεί χωρίς ρωγμές το ευρωπαϊκό οικοδόμημα της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, είτε σε πολύ λίγο χρόνο κάποιος εκ των τριών βασικών «παικτών» θα υποκύψει ή θα κάνει το μοιραίο λάθος που θα τον βγάλει εκτός παιχνιδιού (εδώ η «καμπάνα» χτυπάει για την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ) απλοποιώντας την «εξίσωση» είτε θα πάμε στην έκρηξη με όλους τους «παίκτες» να μην κάνουν βήμα πίσω.
Ο απολογισμός, για τους βασικούς πρωταγωνιστές, ύστερα από το Παρίσι II είναι συνοπτικά ο εξής:
Οι δανειστές έχουν σαν πρώτιστο μέλημα να διευθετήσουν τις μεταξύ τους ισορροπίες και, όσον αφορά την Ευρωζώνη, να μη δοθεί το «λάθος σήμα» περί χαλάρωσης στην Ελλάδα, που θα μπορούσε να παρασύρει στην άβυσσο ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Η κυβέρνηση χάνει τις ελπίδες της για μια συμφωνία που δεν θα παραβιάζει βάναυσα τις πολιτικές της αντοχές.
Η αξιωματική αντιπολίτευση χάνει τις δικές της ελπίδες ότι η κυβέρνηση θα έβγαζε τη «βρόμικη δουλειά» της ολοκλήρωσης του παρόντος προγράμματος ώστε να μπορεί να διαπραγματευτεί σε ένα πιο ευνοϊκό πλαίσιο όταν (και εάν) θα αναλάμβανε την κυβέρνηση.
Το αποτέλεσμα του Παρισιού II οδηγεί την ελληνική πολιτική κρίση στα άκρα. Αντιμέτωπη με το σκληρό δίλημμα «Ναι σε όλα ή παράταση του μνημονίου», οι ελπίδες της κυβέρνησης να επιβιώσει της προεδρικής εκλογής είναι ελάχιστες αν όχι μηδενικές.
Με την κυβέρνηση στριμωγμένη στα κάγκελα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει περιθώρια να κάνει περαιτέρω βήματα στην κατεύθυνση του «ρεαλισμού» και της «εθνικής συνεννόησης» – εκτός αν κινηθούν διαδικασίες πολιτικής αποκαθήλωσης των κ. Σαμαρά και Βενιζέλου και κυβέρνησης «ειδικού σκοπού».
Σε μια κρίση που είναι, τόσο ως προς τα αίτια όσο και ως προς τα αποτελέσματά της, κατεξοχήν πολιτική, οι πρωταγωνιστές δείχνουν να οδηγούνται σε μια σύγκρουση με οριακές διακυβεύσεις για όλους, εγκλωβισμένοι σε «φορσέ» (υποχρεωτικές) επιλογές.
Η Ευρωζώνη, με οδηγό τον κ. Σόιμπλε, φαίνεται ότι αποφάσισε να «καταστείλει» προς παραδειγματισμό την ελληνική «ανταρσία». Ο χρόνος θα δείξει αν «μέτρησε» σωστά το ρίσκο της επιλογής της ή απλώς σκέφτεται μικρόνοα. Διότι η Ευρωζώνη είναι η ίδια σε αρχόμενη διαδικασία πολιτικής κρίσης όπως έδειξε η έκρηξη των αντιφάσεων και ανταγωνισμών μεταξύ των κορυφαίων κρατών-μελών της αλλά και της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας.
Το ρίσκο που αναλαμβάνει είναι μεγάλο: με την τακτική της θα καταστείλει την ελληνική «ανταρσία» ή θα προκαλέσει τη διάχυσή της σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό «κάμπο», που δείχνει πιο ξερός από ποτέ;