Γράφει ο Αθ. Στρίκος
Μέρες που είναι είχα, καθώς λένε, πρόβλημα. Όχι τι θα βάλω στην εφημερίδα σχετικά με την Εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, που ήρθε άλλη μια φορά–αυτό το είχα από καιρό αποφασίσει, από τότε που διάβασα το βιβλίο του Σπύρου Παπαδόγιαννη «Στα μυλολίθαρα του χρόνου» και καλλίτερο δε θάβρισκα – αλλά από τα πολλά εκεί, ποιο να προκρίνω για σήμερα;
Να. «Τη φανέλα του στρατιώτη», ας πούμε, το «ένα διαφορετικό γράμμα απ’ το μέτωπο», «το άγνωστο παληκάρι στο καφενείο του χωριού», «το διακονιάρη με τα παράσημα» (Σελ. 224 και επομ. και 377 του βιβλίου για τους φιλίστορες κι’ όχι μόνο) ή… ή… ή…;
Διάλεξα το πρώτο. Τη φανέλα του στρατιώτη στην τύχη. Για ν’ αναθυμηθούμε μια μικρή πτυχή μιας άκρης του τόπου μας, κι’ από ’κεί να νιώσουμε όλη τη δύναμη του λαού μας να ζήσει ελεύθερα. Και τίποτα, πιστεύω, δεν θα βρεθή να το δώσει καλλίτερα από τον δωρικό λόγο του Σπύρου Παπαδόγιαννη, που αθανατίζει τους Έλληνες, και προπαντός τις Ελληνίδες. Αυτά τα: «ξαφνιάσματα της φύσης» (Ήπειρος).
Και: «Εχθρέ, γιατί δε ρώτησες ποιον πας να κατακτήσεις» και κάνει όλους εμάς υπερήφανους (Λακωνία).
Ας γίνει το μικρό αυτό απόσπασμα τώρα που η Ιστορία απαιτεί πάλι να προασπίσουμε την ταυτότητά μας και την αξιοπρέπειά μας, το νέο ΟΧΙ σε κάθε μορφή δουλείας.
Η φανέλα του στρατιώτη
Η γιαγιά στα νιάτα της, κατά πως έλεγε η ίδια και το μολόγαγαν και οι γειτόνισσες, έπλεκε τα πάντα. Φανέλες για άντρες και γυναίκες, κλειστές ή με κουμπιά, κοντές και μακριές, με μανίκια και χωρίς μανίκια και ακόμη κάλτσες, σώβρακα, σκούφιες, τσάντες, ταγάρια, κασκόλια, παπουτσάκια για μωρά, φορεματάκια για κούκλες και πολλά άλλα ψιλο-πράγματα. Όλες τους, όταν ήθελαν να ρίξουν πόντους για το λάστιχο ή τα μανίκια ή δεν τους έβγαινε το σχέδιο ή ήθελαν να κόψουν μασκάλη ή λαιμόκοψη ή να φτιάξουν κουμπότρυπες ή …ή…ή, στη γιαγιά έτρεχαν.
Ήταν τα δύσκολα εκείνα χρόνια που ο στρατός μας πολεμούσε για τα δίκια μας επάνω στα βουνά της Αλβανίας με χιόνια και με πάγους. Τα φανταράκια μας τα θέριζε το κρύο και ο χειμώνας εκείνος ήταν βαρύς. Από τον Οκτώβρη είχε αρχίσει να χιονίζει. Και μιλάμε για χιόνι πολύ και κρύο τσουχτερό. Κάτι έπρεπε να γίνει γι’ αυτά τα παιδιά, τα φανταράκια μας δηλαδή. Έτσι δεν είναι;
Τότε ξέρετε τι έκανε η γιαγιά; Μάζεψε τις γυναίκες του χωριού, παντρεμένες και ανύπαντρες, και τις έστρωσε στη δουλειά. Έπρεπε να πλέξουν κάλτσες και φανέλες και γάντια και σώβρακα και σκούφιες για να τις στείλουν στο μέτωπο. Τα παιδιά μας, μωρή, τους έλεγε, τον οχτρό δεν τον φοβούνται ούτε και τα βόλια του. Το κρύο όμως; Δεν είναι αμαρτία να μην μπορούν να πιάσουν το ντουφέκι στα χέρια τους; Δεν είναι αμαρτία να τους κόψουν τα πόδια από τα κρυοπαγήματα και να σακατευτούν για όλη τους τη ζωή, αν ξεγελάσουν το χάρο; Και άμα κανείς δεν μπορεί να κρατήσει ντουφέκι στα χέρια του, τι θα γίνει; Το έχετε σκεφτεί αυτό; Με το καλό να δεχτούμε τον εχθρό και στα σπίτια μας!
Η γιαγιά με τα λόγια της αυτά, κατάφερε και τις έπεισε όλες. Ήταν λόγια που αυθόρμητα ξεχείλαγαν από το στόμα της, γιατί στο μέτωπο ήταν όλοι οι νέοι του χωριού. Δέκα κλάσεις (ηλικίες) είχε καλέσει η πατρίδα! Ανάμεσα στους άλλους, και πρέπει να το πούμε και αυτό, ήταν και ο γιόκας της, αλλά η γιαγιά νοιαζόταν για όλους, δικούς της και ξένους και όχι μόνο για το γιόκα της. Δεν είχαν όμως νήμα για πλέξιμο και χρειάζονταν πολύ νήμα. Ακούστε λοιπόν τι σοφίστηκε. Έβαλε όλες τις γυναίκες και κούρεψαν τις προβατίνες τους, χειμώνα καιρό. Τέτοιο πράμα δεν είχε ματαγίνει.
Οι μπανέλες και τα βελονάκια είχαν πάρει φωτιά και τα δέματα έφευγαν για το μέτωπο το ένα πίσω από το άλλο. Το νήμα όμως σώθηκε και ο πόλεμος συνεχιζόταν πιο σκληρός και πιο καθοριστικός. Πάλι κάτι έπρεπε να γίνει. Η παμπόνηρη η γιαγιά πήρε σβάρνα τα μαντριά της περιοχής, πήρε και άλλες κυράδες μαζί της για μπούγιο, και έπεισε τους τσοπάνηδες και κούρεψαν και αυτοί τα πρόβατά τους. Και ο πόλεμος συνεχιζόταν ανελέητος. Πάλι κάτι έπρεπε να γίνει. Ακούστε τι έγινε.
Εκεί που ήταν μαζεμένες όλες οι πλέχτρες η γιαγιά έβγαλε τη μάλλινη φανέλα της και χωρίς να πει σε καμιά κυρά τίποτα άρχισε να την ξηλώνει. Γιαγιά, γιατί ξηλώνεις τη φανέλα σου; τη ρώτησε μια από τις πλέχτρες. Σου σάλεψε; Περίμενε και θα δεις, μωρή, της απάντησε η γιαγιά και, χωρίς να χάσει καιρό, άρχισε να πλέκει, με το ξεπλεγμένο νήμα μια φανέλα. Το τι ακολούθησε δε χρειάζεται να σας το πω εγώ. Όλα τα μάλλινα ρούχα στο χωριό ξεπλέχτηκαν και πάλι τα δέματα το ένα πίσω από το άλλο άρχισαν να φεύγουν για το μέτωπο.
Μετά από κάμποσο καιρό ήρθε ένα γράμμα από το μέτωπο, με πολλές σφραγίδες, που απευθυνόταν σε όλες τις γυναίκες του χωριού μας. Ήταν από το γραφείο δημοσίων σχέσεων του Δευτέρου Σώματος Στρατού.
Ήταν γράμμα ευχαριστήριο για την ανεκτίμητη προσφορά σε είδη ιματισμού των γυναικών του χωριού μας προς τον χειμαζόμενο στρατό μας και μάλιστα σε καιρούς χαλεπούς για την εθνική μας ύπαρξη.
Το γράμμα διαβάστηκε μέσα σε κλίμα συναισθηματικής φόρτισης. Δεν έλειψαν και τα κλάματα. Τέτοια τιμή δεν την περίμεναν. Είπαν να βάλουν σε κορνίζα το γράμμα, και το έβαλαν, γιατί αυτό το χαρτί, έτσι το ονόμασαν, αποτελούσε έμπρακτη αναγνώριση της προσφοράς τους, αν και οι ίδιες πίστευαν πως δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από το καθήκον τους. Σε ποιο σπίτι όμως θα πήγαινε η κορνιζαρισμένη επιστολή. Αυτό ήταν ένα πρόβλημα, που, αποδείχτηκε πως τελικά δεν ήταν πρόβλημα, αφού όλες οι κυράδες κοίταξαν προς το μέρος της γιαγιάς, αναγνωρίζοντας έτσι τον πρωταγωνιστικό ρόλο της στην υπόθεση.Στο σπίτι μας λοιπόν θα ερχόταν το γράμμα; Ναι, στο σπίτι μας. Γιατί όχι; Σπίτι του χωριού ήταν και το δικό μας σπίτι. Το θέμα όμως είναι πως ήρθε, αλλά δεν έμεινε για πολύ, γιατί η γιαγιά την άλλη μέρα το κορνιζαρισμένο γράμμα το πήρε και το πήγε στην κοινότητα. Εκεί πρέπει να πάει το γράμμα, σκέφτηκε η γιαγιά, και αυτό έπραξε. Και ήταν και αγράμματη!
Το γράμμα αυτό εγώ το έβλεπα στο γραφείο της κοινότητας για κάμποσα χρόνια.
Κάποτε όμως γράμμα και κορνίζα παρουσίασαν πρόβλημα. Η κορνίζα είχε σαρακοφάει, το τζάμι είχε ραγίσει και το γράμμα το είχαν κάνει κόσκινο κάτι σκουληκάκια που δεν ξέρω πως ονομάζονταν. Αυτό με στενοχώρησε. Δεν τολμούσα όμως να πω τίποτα και πολύ περισσότερο να κάνω υποδείξεις για επίδειξη σχετικού ενδιαφέροντος, γιατί ήμουν μικρό παιδί. Τι να έλεγα άλλωστε; Να έδινα συμβουλές στους μεγάλους; Αυτό θα ήταν ολίσθημα ανεπίτρεπτο και υπέρβαση των κανόνων δεοντολογίας. Πίστευα πως ο κύριος πρόεδρος μεστωμένος αλλά σχεδόν αγράμματος άνθρωπος, αλλά και ο γραμματικός, που ήξερε τα γραμματάκια του, θα έκαναν εκείνο που έπρεπε, αλλά διαψεύστηκαν. Την τελευταία φορά που πήγα για ένα πιστοποιητικό στην κοινότητα δεν είδα ούτε γράμμα ούτε κορνίζα. Μόνο το ανοιχτότερο χρώμα του μουντού τοίχου στο σημείο πρόδιδε πως κάποτε εκεί ήταν κρεμασμένη μια κορνίζα. Ρώτησα το γραμματικό που με κοίταζε με έκπληξη πάνω από τα γυαλιά του, γιατί πρέπει να τον ξάφνιασε η ερώτηση. Α, για κείνη την παλιοκορνίζα με ρωτάς; μου είπε. Χάλασε και την πετάξαμε στα σκουπίδια. Τι να την κάναμε έτσι που είχε καταντήσει. Από το γραφείο περνάνε πολλοί και σημαίνοντες άνθρωποι. Την παλιοκορνίζα θα έβλεπαν; Τι θα έλεγαν για τον πρόεδρο μας, αλλά και για μένα; Θα έλεγαν πως δε δίνουμε σημασία για τίποτα. Αυτό δε θα έλεγαν; Έφυγα χωρίς να του πω τίποτα. Τι να του έλεγα άλλωστε; Τα λόγια μου θα έχανα, γιατί στον άνθρωπο που δεν καταλαβαίνει, ό,τι και να του πεις, δεν πρόκειται να σε καταλάβει. Κάποια γράμματα για πολλούς είναι… ψιλά και αντιλαμβάνεστε, τι εννοώ.
Σημ: Εκτιμώ, ότι τη μεγαλύτερη προσφορά στον αγώνα του 1940-1941 απ’ τις γυναίκες είχαν οι Ηπειρώτισσες και οι γυναίκες της Λακωνίας. Οι πρώτες γιατί ήσαν πιο κοντά στο μέτωπο. Στην πρώτη γραμμή. Οι δεύτερες γιατί μίλησε μέσα τους περισσότερο η ιστορία.