Γράφει ο Ιπποκράτης Χατζηαγγελίδης
Ήδη από την δημοσίευση του άρθρου μου για το Νέο Φορολογικό Σύστημα, είχα δεχθεί ερωτήσεις σχετικώς με το τι σημαίνει Φορολογική Σεισάχθεια, αλλά και -εύλογες ασφαλώς- παρατηρήσεις περί των συσσωρευμένων χρεών, χωρίς την οριστική διευθέτηση των οποίων το νέο σύστημα δεν θα έχει νόημα. Μετά τις εξελίξεις των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους και την νέα επίθεση φορολογικού παραλογισμού στην οποία θα καταφύγει η κυβέρνηση Τσίπρα για να στηρίξει την εφαρμογή της επικείμενης συμφωνίας, θεωρώ ότι πρέπει να παρουσιάσω την πρόταση της συνολικής και οριστικής διευθετήσεως των συσσωρευμένων φορολογικών χρεών. Άλλωστε, αύριο, 26 Ιουνίου, λήγει η προθεσμία υπαγωγής στη ρύθμιση των 100 δόσεων, η οποία -αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί- είναι η καλύτερη που έχει υπάρξει. Μάλλον, όμως, θα δοθεί παράταση, δεδομένου ότι η απόδοσή της ήταν κατώτερη των προσδοκιών, κάτι απολύτως αναμενόμενο στο βαθμό που δεν είχε οριστικό, αλλά εισπρακτικό χαρακτήρα.
Βεβαίως, μια ρύθμιση για να είναι οριστική και αποτελεσματική πρέπει, πρωτίστως, να συνοδεύεται από ένα φορολογικό σύστημα, το οποίο θα δώσει αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία. Ταυτοχρόνως, όμως, πρέπει να προβλέπει διαδικασίες εισπράξεως σε βάθος 10ετίας, ώστε να υπάρξει χρόνος για πλήρη και οριστική εκκαθάριση των συσσωρευμένων υποθέσεων. Επίσης, πρέπει να ανασταλούν όλες οι ποινικές διαδικασίες εις βάρος των οφειλετών, αφού, άλλωστε, το Νέο Φορολογικό Σύστημα θα αποποινικοποιεί τις φορολογικές οφειλές.
Η πλήρης και καθολική Φορολογική Σεισάχθεια πρέπει να αναγγελθεί μαζί με το Νέο Φορολογικό Σύστημα και να ισχύσει ταυτοχρόνως. Πρέπει να είναι σχεδιασμένη ώστε, αφ’ ενός, να μην απαλλαγεί κανείς από τις νόμιμες υποχρεώσεις του και, αφ’ ετέρου, κανείς να μην αδικηθεί και να μην πληρώσει φόρο που δεν οφείλει. Προφανώς, το σημαντικότερο πλεονέκτημα της ρυθμίσεως είναι ότι απαλλάσσει τους φορολογουμένους από το βάρος συσσωρευμένων υποχρεώσεων, οι οποίες εν μέσω κρίσεως δεν υπάρχει αντικειμενική δυνατότητα να αποπληρωθούν και απλώς παράγουν παράλογους τόκους υπερημερίας και άδικες ποινικές κυρώσεις. Με τη ρύθμιση αυτή θα σταλεί το μήνυμα ότι το κράτος δεν είναι ούτε άδικο, ούτε παράλογο, αλλά και δεν χαρίζεται σε κανέναν. Το μεγάλο χρονικό διάστημα που θα έχει κάθε φορολογούμενος για να αποπληρώσει τις όποιες υποχρεώσεις τελικώς του καταλογισθούν καθιστά την ρύθμιση απολύτως δίκαιη και εύλογη.
Αναλυτικώς:
i. Από την ημέρα εφαρμογής του συστήματος, άπαντες διαθέτουν φορολογική ενημερότητα και μπορούν να εργασθούν, ακόμη και αν έχουν τελεσίδικη καταδίκη. Ποινές και συνέπειες αναστέλλονται.
ii. Το φορολογικό παρελθόν διαχωρίζεται και στεγανοποιείται από την παρούσα και μελλοντική σχέση κράτους-φορολογουμένου και περνάει στην αρμοδιότητα ειδικής υπηρεσίας. Η ειδική αυτή υπηρεσία θα συγκεντρώσει το σύνολο των πάσης φύσεως εκκρεμοτήτων & ανέλεγκτων υποθέσεων και εντός 5ετίας θα τις εκκαθαρίσει. Κάθε φάκελος θα εκκαθαρίζεται από δύο διαφορετικούς -ιδιώτες- πιστοποιημένους ελεγκτές. Οι ελεγκτές θα δρουν ανεξαρτήτως και χωρίς να γνωρίζουν ο ένας τον άλλο.
iii. Πρόστιμα και τόκοι υπερημερίας διαγράφονται και επί του κεφαλαίου της οφειλής επιβάλλεται ετήσιο επιτόκιο ίσο με το ύψος του μέσου επιτοκίου δανεισμού του δημοσίου, την τελευταία 10ετία.
iv. Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν θα καταβάλλονται πλήρως σε μακροχρόνιες δόσεις με πολύ χαμηλό επιτόκιο ή μετρητοίς με πολύ ελκυστικές εκπτώσεις.
v. Αν ο φορολογούμενος διαφωνεί με το αποτέλεσμα του ελέγχου θα έχει τη δυνατότητα προσφυγής στα φορολογικά δικαστήρια με την καταβολή του 10% του καταλογισθέντος φόρου ενώ, εάν δεν δικαιωθεί, πλέον της δικαστικής δαπάνης θα καταβάλει στο δημόσιο τον νόμιμο τόκο για το χρόνο που καθυστέρησε να καταβάλει το φόρο λόγω της δίκης.
vi. Ταυτοχρόνως με την διεξαγωγή των εκκαθαρίσεων, κάθε φορολογούμενος μπορεί να εκχωρεί τελεσίδικες απαιτήσεις του έναντι τρίτων. Στην περίπτωση αυτή, ο εκτοκισμός του ανωτέρω εδαφίου (iii) διακόπτεται και το δημόσιο αναλαμβάνει την είσπραξη της οφειλής. Το μέτρο στοχεύει σε μια εκκαθάριση των απαιτήσεων μεταξύ επιχειρήσεων και γενικώς των φορολογουμένων με τελική αναγωγή στο δημόσιο, το οποίο έτσι αναλαμβάνει και το βάρος του τελικού αποτελέσματος, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα θα είναι αρνητικό. Όμως, η ανάληψη του βάρους αυτού θα είναι μια δίκαιη αναγνώριση των βαρών που είχε επισωρεύσει στην οικονομία η έντονη -έμμεση και άμεση- παρέμβαση του κράτους σε αυτήν.
Πλέον της ανακουφίσεως των φορολογουμένων και της εμπεδώσεως αισθήματος φορολογικής δικαιοσύνης και ασφάλειας, η ρύθμιση αυτή θα απαλλάξει λογιστές, εφορίες, δικηγόρους και δικαστήρια από ένα τεράστιο όγκο υποθέσεων, οι οποίες χρονίζουν και παράγουν μόνο κόστος και ταλαιπωρία. Το όποιο κόστος εφαρμογής της ρυθμίσεως θα είναι πολύ χαμηλότερο του κόστους που καταβάλλουμε σήμερα όλοι.
Τέλος, και ίσως το σημαντικότερο, η ρύθμιση αυτή θα έχει θετικές επιδράσεις στο δημόσιο χρέος, λόγω του ότι το σύνολο των παγωμένων ή/και ανείσπρακτων απαιτήσεων του δημοσίου θα εξοφληθεί ή/και θα μπει σε ένα τακτικό -και ασφαλή- ταμειακό προγραμματισμό. Οι απαιτήσεις που ρυθμίζονται θα μπορούν να κατηγοριοποιούνται και, εν συνεχεία, να τιτλοποιούνται, δηλαδή να προσφέρονται ως εγγύηση ομολόγων του Δημοσίου, μειώνοντας δραστικώς το κόστος του κρατικού δανεισμού, άρα και του δημοσίου χρέους!