Ανταπόκριση από το Βερολίνο: Γιώργος Ευγενίδης
Η λέξη «πόλεμος» στη Γερμανία είναι κάτι που δεν ακούγεται συχνά. Η Γερμανία άλλωστε έχει φροντίσει όλα τα τελευταία χρόνια να μείνει στο παρασκήνιο των διάφορων πολεμικών συγκρούσεων. Ενδεικτικό είναι άλλωστε το μεγάλο παράδειγμα του πολέμου στο Ιράκ, όπου η Γερμανία δεν έστειλε στρατεύματα, πλην όμως επέτρεψε μόνο τη χρήση βάσεων για τη διέλευση των αμερικανικών στρατευμάτων και αεροσκαφών που βρίσκονταν σε γερμανικό έδαφος. Ο πόλεμος εναντίον του ISIS, ίσως ένας από τους πιο ανορθόδοξους των τελευταίων ετών, μιας και οι χερσαίες επιχειρήσεις δείχνουν να αργούν κάπως ακόμα, είναι ο πρώτος εδώ και πολύ καιρό, στον οποίο θα συμμετάσχει η Γερμανία: και έχει έναν καλό λόγο, αλλά και σημαντικά προβλήματα.
Για αρκετά χρόνια, ο ρόλος του στρατού στη Γερμανία ήταν ένα θέμα ταμπού. Από ένα σημείο και μετά όμως οι ιστορικές πληγές επουλώθηκαν, η στρατιωτική θητεία έγινε εθελοντική και ο γερμανικός στρατός απέκτησε περισσότερο επαγγελματικά standards. Πλην όμως, οι εκάστοτε γερμανικές ηγεσίες απέφευγαν την οργανωμένη εμπλοκή σε στρατιωτικές συρράξεις. Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη, είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα, όπου η γερμανική άμυνα δεν ενεπλάκη ενεργά και άφησε άλλους να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά, σε μια σαφή στρατηγική επιλογή. Τα δεδομένα, όμως, στην περίπτωση του ISIS έχουν αλλάξει άρδην. Το πρόβλημα αφορά άμεσα και τη Γερμανία, δεν βρίσκεται μόνο σε φιλολογικό επίπεδο. Οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας βρίσκονται εδώ και πολύ καιρό σε κατάσταση επιφυλακής για να αποτρέψουν κάποιο σημαντικό χτύπημα και, η αλήθεια είναι, πως εκπληρώνουν σωστά το έργο τους. Πλέον, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, η Γερμανία μπαίνει και αυτή στον πόλεμο και στέλνει με τη σειρά της ένοπλες δυνάμεις πάνω στη Συρία.
Η υπουργός Άμυνας Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, μια φιλόδοξη Χριστιανοδημοκράτης πολιτικός (κάποιοι έβλεπαν σε αυτή τη διάδοχο της Άνγκελα Μέρκελ, αν και πολλοί δεν πείθονται πως έχει τα απαραίτητα ηγετικά προσόντα) αναλαμβάνει επικεφαλής της εν λόγω στρατιωτικής εμπλοκής. Όλα έχουν τη σημειολογία τους, πάντως. Η Γερμανία θέλει να χρησιμοποιήσει τουρκικές στρατιωτικές βάσεις. Για ελληνικές δεν έχει γίνει ακόμα λόγος, αν και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ θεωρητικά το θέμα θα μπορούσε να τεθεί. Προς ώρας πάντως, ως σταθμό, η γερμανική αεροπορία θα ήθελε να χρησιμοποιήσει τη βάση του Ιντσιρλίκ στην Τουρκία. Πλην όμως, η Γερμανία δεν εμπιστεύεται την Τουρκία απολύτως, καθώς η εκτίμηση που υπάρχει είναι πως η Τουρκία παίζει διπλό παιχνίδι, χτυπώντας κουρδικές θέσεις και κάνοντας έτσι «αβάντα» στο ISIS. Έτσι, τα γερμανικά πρωτόκολλα ασφαλείας, όπου π.χ. θα μπορούσαν να εντοπίζονται και θέσεις των Κούρδων, θα παραμείνουν αυστηρά εμπιστευτικά, τουλάχιστον για την Τουρκία.
Την Παρασκευή, η γερμανική Βουλή θα εγκρίνει λογικά τη στρατιωτική εμπλοκή, παρά τις ενστάσεις ορισμένων πλευρών. Και η γερμανική κοινωνία υποστηρίζει την εμπλοκή της Γερμανίας στον πόλεμο, με αστερίσκους όμως. Σε έρευνα του Infratest Dimap για το πρώτο κανάλι της γερμανικής τηλεόρασης, το ARD, και την εφημερίδα Die Welt 59% των ερωτηθέντων υποστηρίζουν τις αναγνωριστικές πτήσεις και την υποστηρικτική δράση της γερμανικής αεροπορίας (αυτό είναι το σχέδιο), ενώ 34% των ερωτηθέντων θα έβλεπαν θετικά και βομβαρδισμούς θέσεων των Ισλαμιστών από γερμανικά αεροσκάφη. Μειοψηφούν με 22% όσοι θα ήθελαν ακόμα και χερσαία εμπλοκή της Γερμανίας.
Η Γερμανία λοιπόν, για πρώτη φορά εδώ και καιρό, τολμά να μπει ενεργότερα σε μια πολεμική σύρραξη. Το mandate όμως είναι αυστηρό και η λαϊκή αποδοχή δεν αργεί να γίνει αποδοκιμασία. Συν τοις άλλοις, κάποιοι εκφράζουν επιφυλάξεις και για την κατάσταση της Bundeswehr, του γερμανικού στρατού. Αλλά, αυτό ίσως να μην είναι πρωτεύον σε αυτή την ιστορία.