Γράφει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Η αναπαράσταση του κόσμου μας δομείται ασφαλώς μέσω μιας κάποιας γλώσσας της βίας. Αν κοιτάξεις γύρω σου θα ερμηνεύσεις αυτά που παρατηρείς μέσα από κάποιο αφήγημα (πρίσμα /γνωστικό μοντέλο) βίας. Η ειρήνη και ο πόλεμος, η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα αποκτούν συγκεκριμένη σημασία μέσα από κάποια ερμηνευτική βία, που νομιμοποιεί πολιτικώς την πρακτική της βίας, ακόμη και για τον αποκλεισμό της βίας.
Η εναλλακτική της βίας είναι και αυτή βία. Πρόκειται για την βία της ερμηνείας του πραγματικού που αποσκοπεί στην εκμάθηση τεχνικών συμπεριφοράς για τη συγκρότηση ενός κοινωνικού μοντέλου συνεργασίας, βασισμένο στην ανοχή, έτσι ώστε να αναπτύσσεται μια μη-βίαιη επικοινωνία μεταξύ καταναγκασμένων υποκειμένων. Εδώ ασκούμαστε στην γήτευση του Άλλου μέσω της φαντασιακής μεταμόρφωσης του εχθρικού ειδώλου μας σε μη-απειλητικό, αν όχι φιλικό ή/και υποτακτικό ή απλώς «βολικό» προς τον Άλλο, είδωλο. Και αυτό στην πραγματικότητα ενισχύει τον ψυχωτικό μας εαυτό, στρέφοντας την βία μέσα μας, στο εσωτερικό του γνωστικού μας μοντέλου, προκαλώντας μια μορφή ενοχής και έλλειψη αυτοπεποίθησης στην περίπτωση που η επιχείρηση γήτευσης του Άλλου, αποτύχει ή καταλήξει στην χειραγώγησή μας ή εκμετάλλευση μας από τον Άλλο.
Και τότε έρχεται η έκρηξη βίας για να υπάρξει δικαίωση (: διάσωση του εαυτού και της αναφερόμενης ταυτότητάς μας) με την έννοια της απελευθέρωσης. Η δίκη του εαυτού και του Άλλου έτσι ξαναρχίζει για να υπάρξει αθώωση του εαυτού και καταδίκη του Άλλου. Αυτή είναι η πολιτική της μη-βίας που απλώς σε μαθαίνει να διαχειρίζεσαι την βία του Άλλου και να ξεγελάς διαλογικώς (επικοινωνιακώς) τον Άλλο ως προς την ερμηνευτική και υλική βία που εσύ ασκείς εναντίον του. Πρόκειται γενικά για ένα παιχνίδι ισχύος για την ήπια άρθρωση μιας συγκεκριμένης πολιτικής που ασφαλώς κατατείνει σε μια μορφή αποκλεισμού και υποταγής δια της πειθούς.
Υπάρχει τελικά γλώσσα της μη-βίας; Δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει στο βαθμό που η πολιτική, όπως και ο ψυχισμός ή οι ιδεολογίες, οι θρησκείες, οι αγορές, οι εθνικές κοινότητες ή τα οικονομικά και διακυβερνητικά συστήματα, δομούνται ως δίκες: δίκη εναντίον του λόγου και της φαντασιακής, εχθρικής οντότητας του Άλλου, δίκη την οποία διεξάγει το δικό μας παραλήρημα εναντίον του παραληρηματικού λόγου του Άλλου, κατά την οποία κάθε πιθανή αθώωση είναι φαινομενική, συγκυριακή, υπερβατική και καταναγκαστική, ενώ η τιμωρία ή αυτοτιμωρία είναι το πιθανότερο αποτέλεσμα αυτής της δίκης.
Η γλώσσας της μη-βίας, αν δεν είναι η γλώσσα της διασκέδασης του φαινόμενου της βίας με την πολιτική μορφή της συναίνεσης, της υπερβατικής ή συμφεροντολογικής συμφιλίωσης και του κατευνασμού του Άλλου, θα πρέπει να είναι η γλώσσα όπου η πολιτική δεν θα δικάζει, όπως δεν θα δικάζει και ο εαυτός μας. Μόνον αν κηρύξουμε το πέρας αυτής της δίκης που ταλαιπωρεί το Είναι μας το Υπάρχειν μας, όπως και την πολιτική μας συνείδηση, θα μπορέσουμε να μιλήσουμε με τη γλώσσα της μη-βίας χωρίς να υποκρινόμαστε.
Και άντε και την μιλήσαμε, αυτό σημαίνει ειρήνευση, απολιτικούς-ουδέτερους νόμους και δικαστές, αταξική κοινωνία και αρμονική συμβίωση χωρίς πάθη, αποκλεισμό και ανταγωνισμό; Καθόλου! Αυτό σημαίνει απλώς πολιτική ωριμότητα και μάχη με την κοινωνικά παραγόμενη ψύχωση, η οποία μετατρέπει την πολιτική διαδικασία σε ψυχωτικό παραλήρημα – σαν αυτό που αναπαρίσταται στα πρωτοσέλιδα του Τύπου – και σε ψυχοπαθολογική πρακτική. Έτσι ο πολιτικός λόγος θα έπαυε να είναι ένας παραληρηματικός λόγος και θα αποκτούσε ουσία υλική, δηλαδή ηθική ουσία. Και τότε πράγματι θα λέγαμε με ένταση ή χαλαρά, χωρίς αυτό να έχει σημασία: «Και να, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα-ήσυχα κι απλά. Καταλαβαινόμαστε τώρα — δε χρειάζονται περισσότερα. / Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί / θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη / έτσι να λέμε πια τα σύκα: σύκα, και τη σκάφη: σκάφη, / κ’ έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: “τέτοια ποιήματα σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα”. Αυτό θέλουμε και μεις …» [από το Καπνισμένο Τσουκάλι του Γιάννη Ρίτσου].
Δεν σου μιλάω για την «γλώσσα της καρδιάς», για την γλώσσα της μη-βίας στην πολιτική μιλώ, την οποία δεν θα βρεις γραμμένη πουθενά αλλού, πέραν της βιοοικονομίας. Και μέχρι να φτάσουμε να στοχαζόμαστε έτσι, θεωρώ πως είναι χρέος της προοδευτικής κοινωνίας να αναπτύξει θεσμούς που θα παρεμποδίζουν την υπερδιάδοση της γλώσσας της βίας, σαν κάτι αυτονόητο, αντικειμενικό και με μεγάλη ζήτηση από το κοινό των Παλαιών και Νέων Μέσων Επικοινωνίας. Το μόνο αντικειμενικό είναι πως αυτή η γλώσσα σκοτώνει, νομιμοποιεί πολιτικώς δολοφόνους, ενώ κατασκευάζει ψυχωτικούς δολοφόνους, διαστρέφοντας διαρκώς το πολιτικό φαινόμενο. Αυτό μάλιστα εμφανίζεται σαν «ελευθέρια του Τύπου», ελευθέρια έκφρασης και διάδοσης ιδεών κλπ! Μάλλον για την απελευθέρωση του παραληρηματικού δολοφόνου πρόκειται και αυτό δεν είναι … ανθρώπινο δικαίωμα!
Όπως εκεί όπου η οικονομική ελευθερία υπερισχύει κάθε άλλης, έχουμε καπιταλιστικό ολοκληρωτισμό και την έκφραση της απόλυτης βίας, έτσι, και εκεί όπου η ελευθερία του ψυχωτικού λόγου της βίας γίνεται η κυρίαρχη γλώσσα στα ΜΜΕ, τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι αξίες της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού καταλύονται ολοκληρωτικά, ύπουλα και πρόστυχα. Για να κυριαρχήσει και εδώ πλέον η απόλυτη βία ως φυσικό, ορθολογικό και αδιαμφισβήτητο φαινόμενο! Απαιτείται «ψαλίδισμα» στη βρομόγλωσσα της βίας και αυτό είναι μια αναγκαία βία, στο βαθμό που η παιδαγωγική γλώσσα της μη-βίας – στην οποία αναφέρθηκα – δεν έχει ακόμη αποκτήσει σημαντική πολιτική βάση και υποστήριξη.