Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Όταν κάποια στιγμή άρχισα να νοιώθω την είδηση στο στομάχι, καθάρισε επιτέλους το μυαλό μου. Το συμβάν απέκτησε οντότητα και μετατράπηκε σε γεγονός στο στομάχι, απελευθερώνοντας το μυαλό και αποδεσμεύοντας τη γλώσσα από τα πολιτισμικά της δεσμά. Από το ξεφτισμένο, ανιαρό γλωσσικό καθεστώς εκείνων που μιλούν χωρίς να καταλαβαίνουν στην πραγματικότητα τι λένε. Των «αθώων» που πάντα κάτι άλλο εννοούσαν!
Τίποτε δεν εννοούν, επειδή τίποτε δεν νοιώθουν, πέραν από την ψευδαίσθηση που προκαλείται από τον γλωσσικό αυτοματισμό ενός ρόλου, μιας αναφερόμενης ταυτότητας. Δεν υπάρχει αίσθηση της είδησης. Δεν μιλούν αυτοί, μιλά ο ρόλος στο πλαίσιο ενός δημοσιογραφικού σεναρίου ή στο πλαίσιο μιας προσωπικής στρατηγικής.
Μόνον αν καταστρέψεις τον ρόλο υπάρχει πιθανότητα να αναδυθεί ο εαυτός αφαιρώντας αυτό που τον ορίζει ως κοινωνικό (πρό)τύπο. Τότε είναι η στιγμή που παύεις να νοιώθεις τι κάνεις και πώς το κάνεις. Δεν κοιτάς το χέρι σου που γράφει, που κινείται στο πληκτρολόγιο, που σχεδιάζει ίσως, όπως δεν σε ενδιαφέρει η φάτσα σου στο μόνιτορ: πώς «γράφεις». Δεν υπάρχεις, δεν κάνεις κάτι…. είσαι εσύ, που σημαίνεις κάθε φορά αυτό που σημαίνει η είδηση.
Δεν παριστάνεις κάτι και δεν αναπαριστάς τίποτε. Περιγράφεις αυτό που αισθάνεσαι, με τις λέξεις που αποκτούν σημασία μέσα στις προτάσεις σου. Δεν ψάχνεις τις λέξεις, νοιάζεσαι για το μήνυμα, αναγνωρίζοντας την εξουσία του αποδέκτη πάνω σε αυτό. Δεν υπάρχουν εκ των προτέρων κακές λέξεις. Οι λέξεις είναι κακές μόνον στο βαθμό που δεν τις νοιώθεις, δεν αισθάνεσαι να μάχονται και να ασφυκτιούν στο στομάχι σου.
Η είδηση είναι τελικά υπόθεση στομάχου. Αν δεν είναι, αποτελεί μια ψυχρή (δήθεν ουδέτερη ή αντικειμενική) πολιτική κατασκευή, η οποία συνήθως αποκρύβει έντεχνα το πολιτικό της ελατήριο, υπηρετώντας την δημιουργία ενός μύθου. Στη συνέχεια κανένα απολύτως συμβάν δεν θα μπορούσε να λάβει την διάσταση του γεγονότος και να αποτελέσει είδηση έξω από το (πολιτικό) πλαίσιο αυτού του συγκεκριμένου κοινωνικού μύθου.
Για παράδειγμα ο Σώρρας δεν θα αποτελούσε είδηση εάν δεν υπήρχε ο συγκεκριμένος κοινωνικός μύθος, εντός του οποίου να αποκτά σημασία και διάσταση μηνύματος. Και ο μύθος αυτός δεν θα αναπαραγόταν από τα ελληνικά ΜΜΕ, εάν δεν ήταν ο ίδιος που στηρίζει την ύπαρξή τους και ασφαλώς τις οικονομικές σχέσεις της ιδιοκτησίας τους. Το ίδιο συμβαίνει με τις «αποκαλύψεις» και τις «ανατροπές» τις «παντελιάδας» ή το κυπριακό και την περίφημη αξιολόγηση. Το ίδιο ακριβώς, αναγνώστη μου, συμβαίνει και με τις ειδήσεις που αφορούν στην ανεργία. Αν δεν υπήρχε ο γλωσσικός κώδικας του κοινωνικού μύθου της ανάπτυξης που αναπαριστά την ανεργία με όρους αναγκαίας προσαρμογής για «πάση θυσία στο ευρώ», θα καταλάβαινες πως είναι απάτη η εμφανιζόμενη από την κυβέρνηση πρόοδος στο ζήτημα.
Αν η είδηση αυτή έβγαινε από το στομάχι και όχι από το στόμα του δημοσιογράφου, θα έπρεπε να πληροφορηθείς πως η «πρόοδος» που διαπιστούται στο ζήτημα, καθώς σύμφωνα με τα νέα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Οκτώβριο το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα μας μειώθηκε κατά 1,5 μονάδα από τον Οκτώβριο του 2015 και οριακά από τον Σεπτέμβριο του 2016, αποτελεί τέχνασμα που διαστρέφει την πραγματικότητα: Μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας, ενώ συνεχίζει να αυξάνεται η κυκλική ανεργία, με τους 55+ να πετιούνται μαζικά εκτός της αγοράς εργασίας, ενώ προσλαμβάνονται νέοι πολύ χαμηλότερα αμειβόμενοι και συνήθως μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης. Ενώ κανένα στοιχείο δεν δείχνει τάσεις αύξησης της ενεργού ζητήσεως, είδηση είναι η βελτίωση του «δείκτη» του ποσοστού ανεργίας και όχι η σοβαρή επιδείνωση του επιπέδου ζωής των εργαζομένων και της ποιότητας της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, παράλληλα με τη γενική και μέση πτώση (εσωτερική υποτίμηση) των εισοδημάτων από εργασία στην Ελλάδα!
Αν η γλώσσα του δημοσιογράφου παραγόταν στο στομάχι του, όχι ασφαλώς ως σύμπλεγμα ή αντιδραστικότητα, θα εξέφραζε φυσιολογικά έναν κοινωνικά «εναντιωματικό ρεαλισμό». Τον όρο «Gegenrealismus» δανείζομαι από τον Ρόμπερτ Κούρτζ, ο οποίος στη μελέτη του «αντιστροφή προοπτικής», ήδη από το 2002, μας δίνει ένα εναλλακτικό σχέδιο δράσης για να αντιμετωπίσουμε τον γλωσσικό κώδικα της εξουσίας που ορίζει μια πραγματικότητα, η οποία διαστρέφει την ζώσα κοινωνική πραγματικότητα. Η κυρίαρχη εξουσία (ηγεμονία) προσφέρει μια ξύλινη ή ανούσια στην κυριολεξία, δήθεν ουδέτερη γλώσσα με τις λέξεις έξω από το γενεαλογικό και αρχαιολογικό τους πλαίσιο (Μισέλ Φουκώ). Μια γλώσσα για κούφια συνθήματα, μάρκετινγκ ή κουτσομπολιό και όχι ασφαλώς για μεταρρύθμιση ή επανάσταση. Μια υφολογικώς φτηνιάρικη και αηδιαστική γλώσσα ενός σημασιολογικού καρτέλ, το οποίο στην πραγματικότητα ηγεμονεύει. Αυτό είναι που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις στις μέρες μας όπως και προηγουμένως και όχι ο Σόιμπλε. Συμμετέχοντας σήμερα σε αυτό, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε ασφαλώς να εξηγήσει γιατί θα επιδιώξει εκλογές με λίστα, ενώ είναι εύκολο αν και ψευδές, να ρίξει την ευθύνη στον Σόιμπλε.
Σε αυτό το σημασιολογικό καρτέλ έχει υποταχθεί και η αριστερά στην Ελλάδα, με τον ΣΥΡΙΖΑ από την μια πλευρά να παπαγαλίζει μία γλώσσα που προφανώς δεν καταλαβαίνει και από την άλλη το ΚΚΕ να αποδέχεται ένα περιθωριακό ρόλο εντός αυτού του καρτέλ με τον οποίο η δική του ξύλινη γλώσσα δεν συγκρούεται με εκείνη την τεχνοκρατικώς, εθνικιστικώς ή αντιδραστικώς υπερβατική των υπολοίπων. Βλέπουμε πρόσωπα να συγκρούονται στο πλαίσιο μίας τηλεοπτικής προστριβής χωρίς να συγκρούονται διαφορετικές αφηγήσεις που αναπαριστούν την πραγματικότητα. Και αυτό σε συνδυασμό με την είδηση που δεν αναβλύζει από το στομάχι του παρουσιαστή, παραλύει και αποκοιμίζει την ελληνική κοινωνία. Όλα κατατείνουν στο κουτσομπολιό και στην περιπτωσιολογία που αναπτύσσονται ακριβώς για να διασκεδάζουν την πραγματικότητα. Το πραγματικό βίωμα εντός του οποίου οι λέξεις θα αποκτούσαν ουσιαστικό περιεχόμενο, χαράσσοντας το πλαίσιο της δράσης, της αλληλόδρασης με τον Άλλον, του αλληλοσεβασμού και της αυτοεκτίμησης. Το πλαίσιο, δηλαδή, της υπευθυνότητας και εντιμότητας του κάθε πολίτη, κάθε διαφορετικής κοινωνικής ομάδας και τάξης. Το πλαίσιο εν τέλει του πολιτικού αγωνισμού, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο αγώνας για την κυριαρχία μιας αναπαράστασης της πραγματικότητας. Αυτός ο αγώνας δεν είναι πνευματικός, ιδεαλιστικός ή ψυχολογικός. Είναι υλικός, είναι βιωματικός και δονεί το στομάχι. Αν δεν είναι, είναι θεατρινισμός και ρόλος.
Αν, λοιπόν, η γλώσσα του δημοσιογράφου, όπως και η γλώσσα του πολιτικού, δεν παράγεται στο στομάχι του, υπάρχει απλώς για να ζαλίζει το μυαλό του αποδέκτη του, ο οποίος κουρασμένος κάποια στιγμή από τη γενική βαβούρα από την οποία δεν βγάζει νόημα, δραπετεύει εκφράζοντας την αηδία του προς τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους (το σύστημα). Αν είναι σοβαρός θα «απέχει». Αν δεν είναι θα αντιδράσει προσχωρώντας στον φασισμό. Ωστόσο, ούτε το ένα πρέπει να επιτρέψουμε να γίνει, ούτε το άλλο ασφαλώς. Και η λύση είναι μία: να δώσουμε στη γλώσσα το πραγματικό περιεχόμενο του βιώματος, να μιλήσουμε δηλαδή, νοιώθοντας την ουσία των πραγμάτων να αναβλύζει, να εκφράζεται ή να διατυπώνεται από βαθειά μέσα μας… Κάπου εκεί στο στομάχι μας.