Γράφει ο Γιάννης Νάκος
Follow @Nakos_Ioannis
Σήμερα πήρα την απόφαση να μην ασχοληθώ με την τρέχουσα επικαιρότητα, παρόλο που τα θέματα της είναι σίγουρο ότι θα μας απασχολήσουν στο εγγύς μέλλον.
Γύρισα σπίτι κατά το μεσημεράκι. Ο καιρός βροχερός και μία παγωμένη ατμόσφαιρα να αγκαλιάζει το τοπίο τόσο αρμονικά, έτσι ώστε να σε προϊδεάζει για το ξεκίνημα της χειμερινής περιόδου. Αλλάζω ρούχα και ανοίγω τηλεόραση. Πάλι γκρίνια, πάλι βρισιές πάλι ψέμματα. Την κλείνω.
Ανάβω τσιγάρο και σκέφτομαι ότι μας αξίζει ότι περνάμε. Σίγουρα όχι σε όλους το ίδιο, αλλά πάντως μέχρι έναν βαθμό σε όλους εμάς που ανεχθήκαμε και κρύψαμε τις μελλοντικές μας επιθυμίες σε ψέμματα και φρούδες ελπίδες.
Ίσως να φανεί γενικό και αόριστο αυτό που αναφέρω ως πραγματικότητα, όμως θεωρώ ότι είναι ίσως η πιο ευγενική και αληθινά αποτυπωμένη έκφραση που μπορώ να πω την δεδομένη στιγμή. Διότι ο χρόνος που βιώνουμε την ηθική και οικονομική αποτελμάτωση μας ως κοινωνία είναι ιδιαίτερα σημειολογικός. Αυτό διότι επαναλαμβάνει μία κατάσταση ή, αν θέλετε, έναν φαύλο κύκλο του οποίου οι ρίζες κρατούν από παλιά.
Αν αναλογιστούμε με μία πρόχειρη ματιά στο τι γεγονότα έχουμε γίνει μάρτυρες όλα αυτά τα χρόνια, ίσως και να μας αξίζει ότι βιώνουμε.
Αρχικά κάνοντας μια ανασκόπηση πολιτικής φύσεως των γεγονότων των προηγούμενων ετών θα πέσουμε πάνω σε ψέμματα, κάλπικες υποσχέσεις και φυσικά δημαγωγία και λαϊκισμό. Τα αποτελέσματα όλων των προαναφερόμενων είναι νομίζω υπαρκτά και συνάμα ορατά στην καθημερινότητα που όλοι μας βιώνουμε.
Η γοητεία του ψέματος, λοιπόν, έγκειται στο γεγονός πως ο Έλληνας ψηφοφόρος αλλά και εν γένει πολίτης θεωρεί καθήκον του, υποχρέωση προς τους κομματικούς του προγόνους, και δέχεται και να ενστερνίζεται ως παραδεδεγμένος αλήθειες ανακρίβειες και ψέμματα. Το πολιτικό τοπίο είναι το μέρος όπου συντελούνται τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Εκεί είναι που η συνειδητή βλακεία του νεοέλληνα επανέρχεται διαχρονικά κάθε φορά που πλησιάζουν οι εκλογικές αναμετρήσεις για να του υπενθυμίσει πως δέσμιος είναι στα πάθη του.
Και όταν λέω πάθη αναφέρομαι στη μη δυνατότητα του καθένα από εμάς να κυριαρχεί και να χαλιναγωγεί το θυμοειδές στοιχείο του και να το υποτάσσει στο λογικόν. Έτος Αριστοτέλη φέτος, και πάω στοίχημα ότι η σημερινή νεολαία μπορεί και να νομίζει ότι ο Αριστοτέλης είμαι παίχτης του Χ factor.
Τέτοια είναι η κατάντια και το σημείο στο οποίο έχουμε φτάσει, όπου πλέον έχει αρχίσει να φαίνεται στον ορίζοντα ο «πάτος». Το σημείο μηδέν στο οποίο άπαξ και μπεις δύσκολα βγαίνεις.
Καληνύχτα τώρα, γιατί νυστάζω και νομίζω ότι θα ήθελα να ονειρευτώ μία άλλη Ελλάδα, μία Ελλάδα που δυστυχώς θα την συναντήσω στο εξωτερικό εκεί δηλαδή που ως Έλληνες διαπρέπουμε εκδιωγμένοι από τον τόπου που τόσο αγαπήσαμε.