Γράφει ο Βασίλης Μαζωμένος*
Το τελευταίο διάστημα, με αφορμή και το θέμα της ΕΡΤ, ακούμε συχνά να επικαλούνται κυβερνητικά στελέχη, αλλά και νεόκοποι δημοσιολόγοι, την ηγεμονία της Αριστεράς στο χώρο της κουλτούρας, της δημοσιογραφίας και γενικότερα στην πνευματική ζωή του τόπου.
Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι είναι όντως έτσι, αλλά και μην αντέχοντας στον πειρασμό να πω ότι για να συζητάμε σοβαρά και νηφάλια πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι όλοι μιλάμε για το ίδιο πράγμα, πρέπει να συμφωνήσουμε τι σημαίνει Αριστερά σήμερα, τι σημαίνει κουλτούρα σήμερα κ.ο.κ.
Τα ερείπια που άφησε πίσω του ο εμφύλιος δεν ήταν μόνο εθνικά και ανθρώπινα. Το τότε μεταεμφυλιακό κράτος έπρεπε να διαχειριστεί ακόμη και τις συνειδήσεις των πολιτών μιας κατεστραμμένης χώρας. Η λαϊκή παράδοση δεν ήταν αρκετή. Ο κινηματογράφος μας, την ίδια στιγμή που για παράδειγμα στην Ιταλία υπήρχε ο νεορεαλισμός, φλέρταρε με το φολκλόρ και αν δεν υπήρχαν κάποιες σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Τζαβέλας, ο Κούνδουρος, ο Κακογιάννης, θα μιλούσαμε για έρημο τοπίο.
Οι ηττημένοι του εμφυλίου και οι ενοχικοί νικητές του, επιχείρησαν να διαμορφώσουν την επόμενη μέρα, μέσα από μια ιδεολογική σύγκρουση που ήταν εξαρχής ασαφής. Και αυτό γιατί τα ζητήματα της κουλτούρας και εν γένει της πνευματικής ζωής, δεν παίζονται με όρους αγοραίας πολιτικής.
Το παράδειγμα της νεοελληνικής ποίησης είναι τρανταχτό. Ο αστός Εμπειρίκος συνδέθηκε με το μαρξιστικό κίνημα και μάλιστα την τετάρτη διεθνή, ενώ οι εξ ίσου αστοί Σεφέρης και Ελύτης παρέδωσαν το υλικό τους για μελοποιήση στον κομμουνιστή Μίκη…
Αν λοιπόν σε άλλες χώρες, ο “φασίστας” Έζρα Πάουντ και ο “φιλοναζιστής” Κνουτ Χάμσουν, στοίχιωσαν με τα αριστουργηματικά έργα τους τον εικοστό αιώνα, παρ´ όλες τις αποκρουστικές …παρέες τους, σε εμάς επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί ως πνευματικό μπετόν αυτό που ήταν πνευματική άμμος.
Με τη δικτατορία και την κιτς μικροαστική της αντίληψη, διαμορφώθηκε μια πνευματική ζωή και εκτός και εντός της χώρας, που επιχείρησε να ενώσει τους Έλληνες απέναντι στον …κοινό εχθρό. Και επειδή η χούντα είχε οικειοποιηθεί τη λαϊκή μας παράδοση, φτάνοντας και στη γελοιότητα να γράφονται τσάμικα με τα ονόματα των δικτατόρων, η μουσική (Θεοδωράκης, Χατζηδάκις, Σαββόπουλος, Λοίζος κλπ), ξεκινούσαν από την ίδια αφετηρία για να οδηγήσουν στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Το ίδιο και στον νεοελληνικό κινηματογράφο, όπου οι Αγγελόπουλος, Βούλγαρης, Σφήκας, Θέος, Παναγιωτόπουλος κλπ , επιχείρησαν να συντρίψουν το φολκλόρ του Φίνου και των λοιπών, με μια γέφυρα με τη διεθνή πρωτοπορία, έστω και καθυστερημένα.
Η μεταπολίτευση και ιδιαίτερα η πρώτη περίοδος διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, έδωσε τη δυνατότητα σε δυνάμεις που αντλούσαν την εξουσία τους από τον αποκλεισμό να γίνουν κυρίαρχες. Αλλά ας συγκρίνουμε λίγο, τα μεγέθη αυτής της κυριαρχίας. Από τη μια το έντεχνο (ότι και αν σημαίνει πια) από την άλλη το “σκυλάδικο”. Από τη μια ο νέος ελληνικός κινηματογράφος (με όλες τις αντιφάσεις του) από την άλλη οι βίντεο ταινίες. Αυτό που καλείται λοιπόν “κυριαρχία της Αριστεράς”, μάλλον αναφέρεται στην κυριαρχία του πραγματικού απέναντι στο πλαστό.
Όσο και αν οι απολυτότητες δεν βοηθούν, από τη στιγμή που η αστική τάξη της χώρας έχανε τα πνευματικά της στηρίγματα με το θάνατο μεγάλων ποιητών και εν γένει πνευματικών ανθρώπων, η νεόπλουτη κυριαρχία πρόβαλε τα δικά της πρότυπα. Το προοδευτικό ΠΑΣΟΚ, που παρίστανε και αυτό το αριστερό, είχε στις τάξεις του φίλους των “πολιτιστικών σκυλάδικων” και της αποενοχοποίησης του κιτς, ενώ την ίδια στιγμή η Ν.Δ. δεν είχε πια αναφορές σε πνευματικούς χώρους, μια και είχε χάσει τα πνευματικά της στηρίγματα . Και αν για το ΠΑΣΠΚ, οι μεταγραφές από την “ανανεωτική αριστερά” τους έδιναν άλλοθι, η Ν.Δ. δεν είχε καμία τύχη.
Η επιχείρηση αλλαγής της υποτιθέμενης κυριαρχίας της “αριστεράς” στην κουλτούρα μιας χώρας που βιώνει την απόλυτη σύγχυση στα πνευματικά ζητήματα, αποτελεί μάλλον μια φενάκη. Ψάχνοντας ακόμα να τοποθετήσει την ύπαρξη της ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση, η χώρα είναι πνευματικά μπερδεμένη. Όσο δεν λύνει αυτήν την αντίφαση , τόσο ο ένας θα τα ρίχνει στον άλλο σαν τα μέλη μιας οικογένειας που μαλώνουν για τη σύνταξη του ετοιμοθάνατου παππού.
* Ο Βασίλης Μαζωμένος είναι σκηνοθέτης και παραγωγός.