Με αφορμή την αδυναμία των πλούσιων σε φυσικούς πόρους χωρών να ωφεληθούν από το φυσικό τους πλούτο (η λεγόμενη “κατάρα των φυσικών πόρων”), όπως για παράδειγμα σε χώρες της Αφρικής που αν και κατέχουν τις υψηλότερες θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη των μεγαλύτερων παραγωγών πετρελαίου, ο ίδιος ο λαός δεν καρπώνεται τα οικονομικά οφέλη της αξιοποίησης των πόρων λόγω της διαφθοράς που επικρατεί, το 2003, ορισμένοι διεθνείς οργανισμοί, εταιρείες της εξορυκτικού κλάδου, επενδυτές και ομάδες της κοινωνίας των πολιτών ανέλαβαν δράση και δημιούργησαν την «Πρωτοβουλία Διαφάνειας Εξορυκτικών Βιομηχανιών» (Extractive Industries Transparency Initiative-EITI) με σκοπό την μείωση της διαφθοράς στην πετρελαϊκή και εξορυκτική βιομηχανία.
Σύμφωνα με την Πρωτοβουλία αυτή, οι συμβαλλόμενες εξορυκτικές βιομηχανίες προβλέπεται να δημοσιοποιούν τα στοιχεία που αφορούν στις πληρωμές προς τις κυβερνήσεις των κρατών στα γεωγραφικά όρια των οποίων δραστηριοποιούνται και η κυβέρνηση με τη σειρά της να γνωστοποιεί τα όσα έχει λάβει από τις εξορυκτικές δραστηριότητες με τρόπο ώστε ένα ανεξάρτητο όργανο να πιστοποιεί τον «ισοσκελισμό» μεταξύ των ποσών και να δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα των ελέγχων, υπό την επίβλεψη του αρμόδιου οργάνου της Πρωτοβουλίας Διαφάνειας Εξορυκτικών Βιομηχανιών.
Σημειώνεται ότι ανάλογη πρωτοβουλία δημοσιοποίησης των στοιχείων των πληρωμών που γίνονται μεταξύ εταιρειών και κρατών, ανέλαβε το 2010 το Κογκρέσο των ΗΠΑ.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Πρωτοβουλία Διαφάνειας Εξορυκτικών Βιομηχανιών εφαρμόζεται πλήρως από 21 χώρες ενώ 16 χώρες εφαρμόζουν μερικώς την πρωτοβουλία χωρίς να πληρούν όλες τις απαιτήσεις που θέτει.
Σε επίπεδο ΕΕ, η Επιτροπή έχει εκφράσει δημόσια τη στήριξή της προς τη διεθνή πρωτοβουλία για προώθηση της διαφάνειας στην εξορυκτική βιομηχανία. Από το 2011, στα πλαίσια της επανεξέτασης των Οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που αφορούν στην διαφάνεια (2004/109/ΕΚ), τα λογιστικά πρότυπα και τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις των επιχειρήσεων, κατατέθηκε Πρόταση Οδηγίας που προβλέπει την ετήσια δημοσιοποίηση όλων των πληρωμών που πραγματοποιούν εισηγμένες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους τομείς των υδρογονανθράκων, αερίου, ορυκτών και δασοκομίας προς τις χώρες στις οποίες δραστηριοποιούνται.
Σύμφωνα με συμφωνία που επετεύχθη στις 9 Απριλίου 2013, οι ευρωπαϊκές εταιρείες υποχρεούνται εφεξής στη δημοσιοποίηση εκθέσεων πληρωμών για πάνω από 100.000 ευρώ που έγιναν στις κυβερνήσεις των χωρών στις οποίες δραστηριοποιούνται συμπεριλαμβανομένου των φόρων που επιβάλλονται επί των εσόδων, των κερδών, των δικαιωμάτων (royalties) και του κόστος αδειών. Μάλιστα, προβλέπεται ότι η ΕΕ θα υποχρεώσει τις εταιρείες να παρουσιάζουν τις πληρωμές σε επίπεδο έργου και όχι μόνο σε επίπεδο χώρας στην οποία δραστηριοποιούνται. Έτσι ενισχύεται μεν η διαφάνεια, όμως απουσιάζει η ικανή συνθήκη για την εξάλειψη της διαφθοράς, καθώς δεν προβλέπεται η διαδικασία επαλήθευσης των στοιχείων των δύο μερών δλδ των εταιρειών του κλάδου και της κυβέρνησης.
Επιπρόσθετα, πολύ πρόσφατα (16.4.2013) κατατέθηκε Πρόταση Οδηγίας για την τροποποίηση των Οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά στη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών από ορισμένες μεγάλες εταιρείες και ομίλους. Προτείνει τη θέσπιση της απαίτησης για ορισμένους κλάδους επιχειρήσεων να δημοσιοποιούν μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες προκειμένου να βελτιωθεί η διαφάνεια και να εξασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού στην ΕΕ.
Οι προβληματισμοί αυτοί και οι αντίστοιχες πρωτοβουλίες σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά την Ελλάδα, διότι δεν φτάνει να λέμε πως υπάρχουν ενδείξεις για την αξιοποίηση υδρογονανθράκων και λοιπού ορυκτού πλούτου. Το ζητούμενο είναι η όποια αξιοποίηση να διοχετεύει πόρους στην κοινωνία και στις ανάγκες της. Για αυτό και εν όψει των παραχωρήσεων για έρευνα και εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου οφείλει να υιοθετήσει την «Πρωτοβουλία Διαφάνειας Εξορυκτικών Βιομηχανιών» θωρακίζοντας έτσι τη χώρα από φαινόμενα διαφθοράς και κερδοσκοπίας σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος από οπουδήποτε κι αν προέρχονται.