Γράφει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Προφανώς το ζήτημα της εξέλιξης και διαχείρισης της ελληνικής κρίσης συνδέεται με την μορφή και την στρατηγική ανάπτυξης των διεθνών σχέσεων και της εξωτερική πολιτικής της Ελλάδας – της κυβέρνησης στενότερα. Σε καμία περίπτωση όμως δεν θα έπρεπε να επιτρέψουμε η μορφή διαχείρισης της οικονομικής κρίσης, που επέλεξε η σημερινή κυβέρνηση με την υποστήριξη ολόκληρου σχεδόν του πολιτικού συστήματος – σε συνέχεια της προηγούμενης διαχείρισης των δύο προηγούμενων μνημονίων, ιδίας μεθοδολογίας με το παρόν – να αποτελέσει το μοντέλο που θα ορίσει τις διμερείς σχέσεις της Ελλάδας με τρίτες χώρες, τις διεθνείς σχέσεις, την διπλωματική της προσωπικότητα και την εξωτερική πολιτική της χώρας.
Εάν συμβεί αυτό, τότε και το λεγόμενο εθνικό συμφέρον θα ετεροκαθορίζεται σε απόλυτο βαθμό, με την κυβέρνηση και τις Ελληνικές Αρχές να αποδέχονται πλήρως ένα καθεστώς Υποτελούς Πολιτείας, το οποίο θα ρυθμίζεται με την διαρκή άτυπη/παραθεσμική διαμεσολάβηση της γερμανικής καγκελαρίας και των ευρωπαϊκών θεσμών που με αντικειμενικούς όρους ελέγχονται και κατευθύνονται από αυτήν. Με άλλα λόγια, θα είναι η γερμανική καγκελαρία που εκτός από την οικονομική και κοινωνική πολιτική της Ελλάδας, θα ρυθμίζει αυθεντικά τις διμερείς και διεθνείς σχέσεις της χώρας και εν τέλει θα καθορίζει στην πράξη την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, τις περισσότερες μάλιστα φορές σε πλήρη αντίθεση με τους διακηρυγμένους στόχους της κυβέρνησης και το «δέον» σε γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό επίπεδο, το οποίο εμφανίζεται να αποτελεί τον κοινό τόπο του συνόλου σχεδόν των δυνάμεων που αντιπροσωπεύουν τον ελληνικό λαό στο κοινοβούλιο.
Εδώ υπάρχει μία αφάνταστα μεγάλη πολιτικού χαρακτήρα παρεξήγηση, που αν δεν επιλυθεί αμέσως, η Ελλάδα θα μπλέξει σε μία τραγελαφική κατάσταση με την Τουρκία, η οποία θα καταλήξει σε πλήρη αναθεώρηση του καθεστώτος στο Αιγαίο και γενικότερα σε ο, τι αφορά στον θαλάσσιο χώρο εντός του οποίου ορίζεται και αναπτύσσεται το άμεσο εθνικό συμφέρον. Ισχυρίζομαι με δύο κουβέντες, πως η υποδηλούμενη ή προδηλούμενη στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων κηδεμονία του Αλέξη Τσίπρα από την Angela Merkel, στο βαθμό που αποκτήσει καθολικά χαρακτηριστικά συμπεριλαμβάνοντας και το τμήμα διμερείς σχέσεις, διεθνείς σχέσεις, εξωτερική πολιτική, είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε σοβαρή εμπλοκή κυρίως με την Τουρκία και σε ένα ντόμινο εξελίξεων στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, το οποίο θα είναι αδύνατον να ελέγξει στοιχειωδώς η ελληνική πλευρά. Η προδηλούμενη κηδεμονία του Αλέξη από την Angela, ενώ εμφανίζεται ικανή να επιλύσει την χρόνια προστριβή ελλήνων και τούρκων στο Αιγαίο και στην Μεσόγειο, το πιο πιθανό είναι να οδηγήσει σε μία όξυνση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με την ελληνική κυβέρνηση, μάλιστα, να μην διαθέτει μηχανισμούς ελέγχου στην περίπτωση εκδήλωσης μίας κρίσης.
Αυτό που επιχειρεί να κάνει αυτή την στιγμή η κυρία Merkel με αφορμή την αντιμετώπιση του προσφυγικού κύματος, το οποίο δια της Τουρκίας εμφανίζεται να εξαπλώνεται στην ΕΕ – σε κάποιο βαθμό παραμορφωτικά – κυρίως μέσω του ελληνικού χώρου, είναι προφανώς έξω από κάθε νομιμότητα και από την αναφερόμενη πολιτική στρουκτούρα που ορίζεται από τις συνθήκες και τις πρακτικές της ΕΕ.
Εάν αυτή την στιγμή ο Αλέξης Τσίπρας συζητά με την κυρία Merkel και τον κύριο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ απλώς την φόρμουλα με την οποία οι «κοινές περιπολίες Ελλάδας – Τουρκίας στο Αιγαίο» θα διασκεδαστούν ως πρακτική που αμφισβητεί ενεργά την ύπαρξη συνόρων στο Αιγαίο και θα ενταχθούν σε ένα αφήγημα συνεργασίας Τουρκίας – ΕΕ για την «συντεταγμένη» και υπό την «αιγίδα της ΕΕ» προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ – όπως σαφώς δήλωσε ο γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ, αναφερόμενος στην ανάγκη να εμποδιστεί η δράση των διακινητών προσφύγων – τότε είναι προφανές πως με έμμεσο τρόπο ανοίγεται το ζήτημα αναθεώρησης του καθεστώτος που αφορά τουλάχιστον σε ολόκληρο το Αιγαίο.
Εδώ θέλει προσοχή: Ενώ τόσο η κυρία Merkel, όσο και ο κύριος Γιούνκερ έχουν δηλώσει πως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν είναι ένα ευρωπαϊκό θέμα και πως η ΕΕ δεν έχει αρμοδιότητα για τον προσδιορισμό συνόρων μεταξύ των χωρών-μελών της και όμορων προς αυτές χωρών – πράγμα που διατυπώνεται επίσης στην Συντακτική Συνθήκη για την ΕΕ – ισχυρίζονται τώρα με αφορμή το προσφυγικό πρόβλημα, πως «είναι θέμα ευρωπαϊκό, δεν είναι θέμα ελληνοτουρκικών σχέσεων» – τη στιγμή μάλιστα που καλά γνωρίζουν πως η τουρκική πλευρά αμφισβητεί ενεργά την ελληνική θέση περί συνόρων και εκμετάλλευσης στο Αιγαίο!
Στην πραγματικότητα το ζήτημα έχει ως εξής: Εάν θεωρηθεί «ευρωπαϊκό πρόβλημα» και επιχειρηθεί να επιλυθεί μεταξύ της κυρίας Merkel και του κυρίου Ερντογάν, με τον κηδεμονευόμενο έλληνα πρωθυπουργό να αποφεύγει υποκριτικά «να σταθεί στα πόδια του» και να επιβάλλει με άμεσο τρόπο τη συμμετοχή του στις διαπραγματεύσεις με την τουρκική πλευρά, τότε η όποια επιχείρηση επίλυσης αυτού του «ευρωπαϊκού ζητήματος» θα καταλήξει να επηρεάσει καθοριστικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, διαμορφώνοντας ένα δυναμικό σύγκρουσης που αφορά σε όλα τα ανοικτά ζητήματα με την γείτονα. Δηλαδή, με μια κουβέντα, η ευρωπαϊκοποίηση της προσφυγικής κρίσης θα οδηγήσει – στο βαθμό που ακολουθείται το μοντέλο κηδεμονοποίησης του Αλέξη από την Angela – σε μετατροπή της χρόνιας προστριβής της τουρκικής με την ελληνική πλευρά στην περιοχή σε μείζονα οξεία κρίση μεταξύ των δύο χωρών, από την οποία είτε θα βγάλουν την ουρά τους απ’ έξω οι αμετροεπείς ηγέτες της ΕΕ που με κάθε τρόπο εμφανίζονται ως κηδεμόνες του Αλέξη, μέχρις ότου υπάρξουν δυσμενή για τα ελληνικά συμφέροντα τετελεσμένα, είτε – το πιθανότερο – και σε συνεργασία με τις ΗΠΑ θα επιδιώξουν πριν η κατάσταση κλιμακωθεί και ασφαλώς με αυθαίρετο τρόπο, τη συνολική αναθεώρηση του καθεστώτος στο Αιγαίο μέσω μίας πρωτότυπης και έξω από την λογική του διεθνούς δικαίου διαιτησίας. Με κριτήριο ασφαλώς την ζωτική απειλή για την σταθερότητα στην περιοχή.
Σε μια τέτοια περίπτωση η Ελλάδα θα συρθεί απολύτως ανέτοιμη σε διαπραγματεύσεις με την Τουρκία σε μια δραματικά δύσκολη στιγμή γι’ αυτήν, χωρίς αυτό να αποτελεί πολιτική επιλογή της ηγεσίας της. Απλώς θα διολισθήσει σε μία κατάσταση μη-επιλογής, όπως αντίστοιχα διολίσθησε η προηγούμενη κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα στην, κατά δήλωσή της, επιχείρηση πολιτικού αναπροσδιορισμού των σχέσεων της Ελλάδας με τους εταίρους-δανειστές της.
Πιστεύω ότι ο Αλέξης Τσίπρας και το περιβάλλον του διακατέχονται στο ζήτημα από υποκρισία και διπλοπροσωπία που χαρακτήρισε τη στάση της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο οικονομικό σκέλος και κυρίως στη σχέση της Ελλάδας με τις χώρες και το καθεστώς της ευρωζώνης. Μία άκρως επικίνδυνη για το εθνικό συμφέρον στάση, η οποία θα πρέπει να μεταβληθεί αμέσως, αλλάζοντας εντελώς το κυρίαρχο αφήγημα στην υπόθεση. Εάν το ζήτημα είναι ευρωπαϊκό, είναι και ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και όχι το αντίστροφο και η συμμετοχή της ελληνικής πλευράς στις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη και άμεση. Προσθέτοντας πως αποτελεί μεγάλο πρόβλημα η φοβική και άκρως υποκριτική αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος θα έπρεπε να είναι αυτονόητο ότι θα είχε δομήσει ήδη μία στενή σχέση με την τουρκική ηγεσία, όπως επεδίωξαν και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν όλοι σχεδόν οι έλληνες ηγέτες κατά την ύστερη μεταπολίτευση, κάποιοι μάλιστα μετά από παλινδρομήσεις λαϊκιστικού τύπου που προηγήθηκαν μεγαλειωδών «κωλοτούμπων», οι οποίες προκάλεσαν νέα ζητήματα αμφισβητήσεων από την τουρκική πλευρά.
Εάν και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις υπαχθούν στο μοντέλο κηδεμονίας του Αλέξη από την Merkel, το κόστος για το λεγόμενο εθνικό συμφέρον, αλλά και για τον ίδιο προσωπικά, θα είναι δυσβάσταχτο. Αν η ελληνική πλευρά δεν θέλει να μείνει σε λίγο και στο ζήτημα αυτό «χωρίς επιλογή» και για να μην βρεθεί ξανά στη βουλή ο Αλέξης Τσίπρας με ένα φανταστικό ή πραγματικό πιστόλι στον κρόταφο, ρωτώντας «όποιος έχει άλλη επιλογή να βγει να την πει για να μην πάμε σε πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία», όπως αντίστοιχα έπραξε ρωτώντας εμφατικά αν υπήρχε άλλη επιλογή απ’ αυτήν στην οποία κατέληξε (: της συνθηκολόγησης στο πλαίσιο της ευρωζώνης, σε πλήρη αντίθεση με το πολιτικό του πρόγραμμα και τους στόχους του για να μην πάμε σε Grexit), θα πρέπει αυτή την στιγμή να διεκδικήσει τον έλεγχο των διαπραγματεύσεων και ασφαλώς πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτές. Εάν αυτό δεν γίνει σήμερα, την στιγμή που θα έπρεπε να έχει γίνει από χθες, όχι μόνο ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνησή του, αλλά ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας θα είναι εκτός από αξιολύπητοι, δραματικά επιπόλαιοι και ανεύθυνοι.