Το βιβλίο του Έκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε (Hector Abad Faciolince) «Η λήθη που θα γίνουμε», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Τιτίνας Σπερελάκη, είναι μια μυθιστορηματική μαρτυρία για την πολιτική βία που συγκλόνισε επί δεκαετίες την Κολομβία, με τεράστιο αριθμό θυμάτων από όλες τις πλευρές. Ο Kολομβιανός συγγραφέας, που γεννήθηκε το 1958 στο Μεδεγίν και έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα, διηγήματα και ταξιδιωτικά κείμενα, εξιστορεί τα της δολοφονίας τού πατέρα του, ο οποίος υπήρξε πανεπιστημιακός δάσκαλος, γιατρός και κοινωνικός αγωνιστής στρατευμένος στην υπόθεση της ειρήνης. Ο Φασιολίνσε βρέθηκε στην Αθήνα με την ευκαιρία του ιβηροαμερικανικού φεστιβάλ Λογοτεχνία εν Αθήναις (ΛΕΑ) και μιλάει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικο Πρακτορείο Ειδήσεων όχι μόνο για τον πατρικό θάνατο και για τις πολιτικές διαιρέσεις της κολομβιανής κοινωνίας («Η Κολομβία είναι το Φαρ Ουέστ του δυτικού κόσμου»), αλλά και για το πώς οι συγγραφείς της γενιάς του έχουν αρχίσει να απομακρύνονται από τη μεγάλη παρακαταθήκη του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και του μαγικού ρεαλισμού.
Ακολουθεί η συνέντευξη του Έκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε στον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για το ΑΠΕ-ΜΠΕ:
Τι ακριβώς εκφράζει ο πατέρας σας ως λογοτεχνικός ήρωας; Έναν κοινωνικό αγωνιστή, έναν έντιμο γιατρό ή, απλώς, τον αγαπημένο σας μπαμπά;
Θα ακολουθήσω ανάποδα τη σειρά. Πρώτα απ’ όλα είναι ο αγαπημένος μου μπαμπάς, ο πατέρας που με βοήθησε να συνειδητοποιήσω τον κόσμο, μια άκρως ευγενική φυσιογνωμία που με έκανε από την αρχή να νιώσω μια φυσική εγγύτητα μαζί του. Μπορούσα να του μιλήσω για το οτιδήποτε, δεν τον φοβήθηκα ποτέ, όπως συμβαίνει συχνά με άλλα παιδιά. Ύστερα έρχεται ο Έκτορ Αμπάδ Γκόμες, που είναι ο γιατρός και ο πανεπιστημιακός δάσκαλος. Ένα πρόσωπο που ενέπνευσε την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό σε όσους βρέθηκαν κοντά του. Και τελευταίος φτάνει ο κοινωνικός αγωνιστής, ένας αγωνιστής που απεχθανόταν τη βία και υπερασπιζόταν με πάθος τα κοινωνικά δικαιώματα. Κι αυτό είναι το παράδοξο. Η στάση του έκανε πολλούς να τον θεωρήσουν επικίνδυνο κι όσο περισσότερο τον θεωρούσαν επικίνδυνο τόσο χειρότερα κινδύνευε η ζωή του. Πρέπει να σας πω ότι δεν μπορώ να διαλέξω ανάμεσα στις τρεις ιδιότητες, αλλά πρέπει ταυτοχρόνως να σας εξομολογηθώ πως η ιδιότητα του κοινωνικού αγωνιστή ήταν η λιγότερο δημοφιλής μέσα στην οικογένειά μας, που τον εκλιπαρούσε να μειώσει τη συμμετοχή του στις διαδηλώσεις και να αποφεύγει να εκτίθεται τόσο πολύ δημοσίως.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του πολιτικοκοινωνικού συστήματος που οδήγησε στη δολοφονία του πατέρα σας ενώ ανάγκασε και εσάς να αναζητήσετε καταφύγιο στην Ευρώπη, πρώτα στην Ισπανία και ύστερα στην Ιταλία, όπου διδάξατε ισπανικά;
Η Κολομβία αποτελεί το Φαρ Ουέστ του δυτικού κόσμου. Ανήκουμε σε μιαν ακραία περιφέρεια της Δύσης, όπου επί πολλά χρόνια κυριάρχησαν τα πραξικοπήματα και οι συγκρούσεις τους κράτους με τους αντάρτες FARC. Και μολονότι σήμερα υπάρχουν οι θεσμικές και οι νομικές προϋποθέσεις για να λειτουργήσει η δημοκρατία (ας μην ξεχνάμε πως η Κολομβία είναι μια χώρα δικηγόρων), εξακολουθούν να επικρατούν οι παραστρατιωτικές οργανώσεις που συνεργάζονται με το κράτος, οι αντάρτες και τα κυκλώματα του εμπορίου ναρκωτικών. Πέρσι οι αντάρτες προχώρησαν σε συμφωνία με την κυβέρνηση, αλλά ο κόσμος δεν εμπιστεύεται κανέναν, ούτε τους αντάρτες ούτε την κυβέρνηση. Η Κολομβία δεν έχει πάψει να είναι μια πολύ βίαιη κοινωνία και δεν υπάρχει καμία εγγύηση για το ότι θα κατορθώσει κάποτε να αλλάξει κατεύθυνση. Κατά τη δεκαετία του 1980, βέβαια, τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Τότε δημιουργήθηκε ένα αριστερό κόμμα το οποίο εκπροσωπούσε τον πολιτικό βραχίονα των ανταρτών. Χωρίς να είναι μέλος του κόμματος, ο πατέρας μου άρχισε να καταγράφει και να δημοσιοποιεί τα ονόματα των ανθρώπων του που έβρισκαν τον θάνατο από τις παραστρατιωτικές ομάδες. Και κάποια στιγμή οι παραστρατιωτικές ομάδες σκότωσαν και τον ίδιο. Η ένοπλη βία και οι ιδεολογικοποιήσεις (κάτι σαν ύστατη μάχη του Ψυχρού Πολέμου) θα συνεχίσουν να μας βασανίζουν, να βασανίζουν την Κολομβία, για πολύ καιρό.
Έχει παρατηρηθεί ότι το λογοτεχνικό σας έργο οδεύει πέραν του μαγικού ρεαλισμού κι αυτό γίνεται αμέσως φανερό στη «Λήθη που θα γίνουμε». Συμφωνείτε με μια τέτοια διαπίστωση;
Το μπαμ του μαγικού ρεαλισμού έγινε στην Κολομβία και το έκανε ο Μάρκες. Όλοι θαυμάζουμε τον Μάρκες και τον τρόπο με τον οποίο επινοεί τις ιστορίες του, αλλά ό,τι ήταν να γίνει, έχει γίνει. Είναι σαν μια αγελάδα που έχει εξαντλήσει πλέον το γάλα της ή έχει να δώσει μόνο ξινισμένο γάλα. Ανήκω σε μια γενιά που είναι πολύ διαφορετική από τη γενιά του Μάρκες. Εκείνος έλεγε παλιές, σχεδόν απαρχαιωμένες ιστορίες των παππούδων του, ιστορίες από φυτείες μπανάνας, και προερχόταν από τις ακτές και την Καραϊβική – γι’ αυτό και του άρεσε να μένει στην Κούβα και να μιλάει τα ισπανικά με την προφορά της. Εγώ είμαι ορεσίβιος, κρατώ μεγάλες αποστάσεις από τον μαγικό ρεαλισμό και γράφω για την πολιτική βία που αναπτύχθηκε μεταξύ συντηρητικών, ακροδεξιών παραστρατιωτικών, φιλελεύθερων και ανταρτών. Φιλοδοξώ επίσης τα βιβλία μου να μην έχουν ιδεολογική προσέγγιση. Βάση εκκίνησής μου παραμένουν η πρακτική, καθημερινή ζωή και η προσωπική εμπειρία.
Πόσο αυτοβιογραφικός είστε στα λογοτεχνικά σας κείμενα; Και δεν εννοώ μόνο τη «Λήθη που θα γίνουμε», αλλά και τα υπόλοιπα μυθιστορήματα και διηγήματά σας.
Η «Λήθη που θα γίνουμε» είναι το μοναδικό μη μυθοπλαστικό μου βιβλίο γιατί στηρίζεται αποκλειστικά στη μνήμη. Όπως, ωστόσο, πολύ καλά ξέρετε, η μνήμη μπορεί να ακολουθήσει δρόμους που δεν ελέγχουμε και να δημιουργήσει δικούς της κόσμους. Για να το περιορίσω αυτό, ζήτησα να ξεδιπλώσουν τις δικές τους σχετικές μνήμες οι αδελφές μου και οι φίλοι του πατέρα μου. Όπως, όμως, και πάλι ξέρετε, θυμόμαστε με διαφορετικό τρόπο τα ίδια γεγονότα, και τα πράγματα δεν αποκλείεται να αποδειχθούν εκ νέου περίεργα. Όπως κι αν είναι, αν κρατήσουμε ως εφαλτήριο τη μνήμη, το βιβλίο μου από τη μια μεριά αποτελεί fiction και από την άλλη όχι. Κι επιπλέον, ακόμα κι αν μιλάει κανείς για τον πατέρα του, θα αναγκαστεί, θέλει δεν θέλει, να κόψει και να ράψει μέχρι που να καταφέρει να προβάλει τη ζωή τού λογοτεχνικού ήρωα-πατέρα ως ένα είδος τέχνης της καθημερινότητας. Εννοείται πως στα άλλα βιβλία μου τα πραγματικά γεγονότα πάντα αλλάζουν προκειμένου να προσαρμοστούν στις εκάστοτε αφηγηματικές και μυθοπλαστικές μου ανάγκες. Η αφετηρία μου, εντούτοις, είναι πάντοτε η ατομική εμπειρία.