Στη συνέχιση του προγράμματος με όποια Κυβέρνηση κι αν εκλέξει ο ελληνικός λαός, στάθηκε η Κριστίν Λαγκάρντ. «Αναμένουμε όλοι τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου και με το που θα συμβεί αυτό και επιτευχθεί σταθερότητα, σε όποια κυβέρνηση σχηματιστεί, θα επιδιώξουμε τις συζητήσεις που είχαμε με τις ελληνικές αρχές, ώστε να βοηθήσουμε την ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί με βιώσιμο και ευρύ τρόπο», τόνισε συγκεκριμένα η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με σημερινές της δηλώσεις.
Η κυρία Λαγκάρντ επεσήμανε παράλληλα ότι «η Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιπες χώρες χρειάζονται δομικές μεταρρυθμίσεις ώστε να δημιουργήσουν συνθήκες για κατάλληλο περιβάλλον για επενδύσεις».
Στη συνέχεια, επεσήμανε ότι «η σχέση με την Ευρώπη νομίζω ότι έχει σίγουρα δομηθεί καλύτερα ως αποτέλεσμα των αλλαγών των Ευρωπαίων στο πλαίσιό τους. Το γεγονός ότι υπάρχει ESM, ώστε αν αποφευχθεί η συστημικότητα και η μετάδοση που θα μπορούσε να προκληθεί ως αποτέλεσμα μίας μεγάλης κρίσης σε οποιαδήποτε χώρα είναι ένας σημαντικός παράγοντας. Η τρέχουσα δουλειά που γίνεται για την ερμηνεία του Συμφώνου Σταθερότητας, που θα επιτρέψει στις χώρες να ακολουθήσουν δημοσιονομική προσαρμογή με τρόπο λογικό, με δεδομένες τις οικονομικές συνθήκες, επίσης βοηθά. Αλλά, στο τέλος της ημέρας, η Ελλάδα, όπως και κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, θα πρέπει να κάνει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για να διατηρηθεί η ανάπτυξη και να δημιουργηθούν οι συνθήκες για επενδύσεις και δημιουργία θέσεων εργασίας. Είναι ένα κοινό πεπρωμένο».
Σε ερώτηση για το αν σκέφτεται «το ανθρώπινο κόστος που έχει προκαλέσει το πρόγραμμα του ΔΝΤ και ειδικά στην Ελλάδα», είπε:
«Πολύ, σας διαβεβαιώνω. Πρέπει να σκεφτείτε ότι το ΔΝΤ ερωτάται να πάει σε μία χώρα όταν η χώρα έχει διαμορφώσει συνθήκες που δεν μπορεί πλέον να χειρισθεί την οικονομική της κατάσταση, δεν έχει λάβει τις πολιτικές εκείνες που θα έπρεπε ώστε να διατηρήσει τη σταθερότητα στην οικονομία της. Όταν το λέω αυτό δεν προσπαθώ να δαχτυλοδείξω κανέναν, αλλά λέω ότι δεν μπορεί κανείς να συνδέει τις δύσκολες προσπάθειες, τις τεράστιες θυσίες που έχουν γίνει, με το ΔΝΤ. Ελπίζω να μην χρειαζόταν να πάμε στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισλανδία, την Ιρλανδία, την Κύπρο, διότι αν δεν χρειαζόταν να πάμε θα σήμαινε ότι οι πολιτικές που υπήρχαν ήταν καλές και διατηρούσαν σταθερότητα σε αυτές τις οικονομίες».
Τέλος, τόνισε ότι «όταν σχεδιάζουμε τις μεταρρυθμίσεις που θεωρούμε ότι είναι απαραίτητες για να ανακτηθεί η θέση της χώρας πάντα σκεπτόμαστε τους φτωχούς ανθρώπους και το δίχτυ ασφαλείας που χρειάζεται. Πρακτικό παράδειγμα, ο μέσος μισθός στην Ελλάδα είναι ο ίδιος, όπως στη Γερμανία, όχι ίδιος ακριβώς σε σχέση με το ΑΕΠ ή το κόστος ζωής. Αλλά, όταν προτείναμε τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού είπαμε ότι κάτω από ένα όριο δεν μπορείτε να αλλάξετε το όριο, δεν μπορείτε να βάλετε τους ανθρώπους σε μία υπερβολικά δύσκολη κατάσταση. Έχουμε αυτό στο μυαλό μας, και μάλιστα σε πολλές χώρες έχουμε ενισχύσει αυτό το σημείο λέγοντας ότι χρειάζεται το δίχτυ ασφαλείας στις μεταρρυθμίσεις τους».