Η βία στην εποχή μας έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις και πλήττει όλες τις κοινωνικές ομάδες, ιδιαίτερα όμως τα παιδιά και τους εφήβους. Έρευνες σε διεθνές επίπεδο έχουν δείξει ότι περίπου το 15% των μαθητών έχουν βιώσει συμπεριφορές εκφοβισμού και βίας (bullying) οι οποίες παρατηρούνται συχνότερα στις ηλικίες 8-15 ετών. Έρευνες στην Ελλάδα έχουν δείξει ότι το φαινόμενο της βίας και του εκφοβισμού αφορά ένα στα δέκα παιδιά, με αποτέλεσμα σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχοκοινωνική τους εξέλιξη και στις διαδικασίες της μάθησης, που εκφράζονται με διάφορους τρόπους: άγχος, ψυχοσωματικά συμπτώματα, κατάθλιψη, αυτοκτονικό ιδεασμό, με ή χωρίς μαθησιακές δυσκολίες. Πολλά από τα παιδιά μπορεί να δημιουργήσουν αργότερα στη νεαρή τους ηλικία διαταραγμένες διαπροσωπικές σχέσεις, με ή χωρίς παραβατικότητα κ.ά
Έχει παρατηρηθεί ότι οι γονείς συνήθως δηλώνουν άγνοια για το πρόβλημα και το συζητούν ελάχιστα με τα παιδιά τους. Οι μαθητές συχνά νιώθουν ότι η παρέμβαση κάποιου ενήλικα είναι σπάνια και αναποτελεσματική, ενώ πιστεύουν ότι μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για να εισπράξουν περισσότερη βία από τους συμμαθητές τους. Ένα ποσοστό δασκάλων, όταν αντιλαμβάνονται περιστατικά εκφοβισμού και βίας μεταξύ μαθητών, δυσκολεύονται να τα αντιμετωπίσουν, ενώ φαίνεται ότι δίνουν περισσότερη σημασία κυρίως στα περιστατικά που περιλαμβάνουν σωματική βία.
H 6 Μαρτίου έχει οριστεί ως Παγκόσμια Ημέρα κατά της Σχολικής Βίας και είναι μια καλή αφορμή για ανάληψη δράσεων πρωτίστως από την ίδια τη σχολική κοινότητα. Η σχέση κάθε μαθητή με το σχολείο του έχει τεράστια σημασία για την πρόληψη και την προαγωγή της ψυχικής υγείας του.
Τα τελευταία χρόνια, η συζήτηση για τα προβλήματα και τις δυσκολίες που εμφανίζουν τα παιδιά επικεντρώνεται όχι μόνο στην οικογένεια αλλά και στο σχολείο. Υπάρχουν πολλά στοιχεία από τις έρευνες που δείχνουν ότι τα χαρακτηριστικά και το κοινωνικό περιβάλλον του σχολείου, καθώς και η θετική ή αρνητική εμπειρία των παιδιών σε αυτό το περιβάλλον επιδρούν, θετικά ή αρνητικά, σε πολλές πτυχές της ψυχοκοινωνικής τους ανάπτυξης, στη μάθηση και στη συμπεριφορά.
Για παράδειγμα, μελέτες έχουν καταδείξει ότι οι εμπειρίες του παιδιού στο σχολείο συνδέονται με την ποιότητα της προσαρμογής του σε αυτό, με την ικανότητα να μαθαίνει, με τη σχολική επίδοση, με τις σχέσεις που αναπτύσσει με τους συνομηλίκους, καθώς και με την αυτοεικόνα, την αυτοεκτίμηση και την αίσθηση αυτεπάρκειας που αναπτύσσει. Όλα τα παραπάνω συνδέονται με τη συναισθηματική ευεξία και την κοινωνική προσαρμογή σε όλο το φάσμα της ζωής.
Σε αυτό το πλαίσιο, το σύγχρονο σχολείο καλείται να διαδραματίσει ένα σύνθετο ρόλο, που περιλαμβάνει όχι μόνο την προαγωγή της μάθησης αλλά και την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών. Αναζητούνται έτσι οι συνιστώσες του «αποτελεσματικού» σχολείου, εκ των οποίων θεμελιώδης είναι η ικανότητά του να «αφουγκράζεται» τις ανάγκες των παιδιών και να δίνει έμφαση στην επαρκή στήριξή τους σε ένα πλαίσιο επικοινωνίας, κατανόησης και φροντίδας. Η έμφαση δεν είναι μόνο πια στη μετάδοση γνώσης αλλά στο συναισθηματικό «κλίμα» που επικρατεί και περιβάλλει τη μαθησιακή διαδικασία και το οποίο σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζεται από το είδος και την ποιότητα των σχέσεων μεταξύ των μελών της σχολικής κοινότητας.
Το σχολείο που είναι προσανατολισμένο στο συναισθηματικό κλίμα το οποίο περιβάλλει τη μάθηση μπορεί να ανταποκριθεί πιο αποτελεσματικά στις ανάγκες των παιδιών (για επάρκεια, αυτονομία, αίσθηση ότι ανήκουν κάπου) και είναι ιδιαίτερα ευεργετικό για παιδιά που βρίσκονται «σε κίνδυνο» να αναπτύξουν δυσκολίες.
Η δημιουργία ενός τέτοιου σχολείου, βέβαια, είναι σύνθετη και πολυεπίπεδη, με κεντρικό το ρόλο των εκπαιδευτικών. Πολλές φορές, πιο πολύ στις μικρότερες ηλικίες, οι εκπαιδευτικοί χρειάζεται να αναλάβουν ένα «γονικό» ρόλο, κυρίως μέσω της ετοιμότητας να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των παιδιών και μέσω της δημιουργίας ποιοτικών σχέσεων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ευρήματα που αναδεικνύουν ότι η ποιοτική αυτή φροντίδα και η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα παιδιά και τους δασκάλους τους μπορούν να λειτουργήσουν «προστατευτικά» για παιδιά.