To ενδεχόμενο η Κίνα να προσαρτήσει βίαια την Ταϊβάν έχει έρθει δυναμικά στο προσκήνιο το τελευταίο διάστημα. Εξίσου σημαντικό όμως είναι ότι η κυβέρνηση της Ταϊβάν παραδέχτηκε πρόσφατα δημοσίως ότι το 2025 η Κίνα θα μπορούσε να κάνει εισβολή στο νησί με «αποδεκτές» απώλειες.
Toυ Γιώργου Παπανικολάου *
Το θέμα που συζητείται τώρα ευρέως είναι τι θα κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αν συμβεί κάτι τέτοιο, είτε το 2025 είτε νωρίτερα, όπως αρκετοί φοβούνται. Σαφής απάντηση επ’ αυτού δεν έχει δοθεί από την κυβέρνηση Biden, ενδεχομένως στο πλαίσιο του δόγματος «στρατιωτικής ασάφειας» (strategic ambiguity) που ενίοτε ακολουθούν οι ΗΠΑ.
«Παιχνίδια πολέμου» με δυσάρεστα αποτελέσματα
Αυτό που δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι είναι ότι σε προσημειώσεις πολέμου (wargames) που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, συνήθως οι αμερικανικές δυνάμεις καταγράφουν ήττες τόσο σε σενάρια κινεζικής επίθεσης στην Ταϊβάν όσο και σε σενάρια ρωσικής επίθεσης στις χώρες της Βαλτικής.
Αν τα παραπάνω δεν είναι αρκετά για να αντιληφθεί κάποιος πόσο έχει αλλάξει η παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων τα τελευταία χρόνια, η πρόσφατη παραίτηση του Chief Software Officer της αμερικανικής αεροπορίας, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον αργό ρυθμό αλλαγών, που επιτρέπει στην Κίνα να διεκδικεί πλέον -ίσως δε και αμετάκλητα- την παγκόσμια κυριαρχία σε θέματα τεχνητής νοημοσύνης, machine learning και κυβερνοπολέμου, είναι διαφωτιστική.
Οι ελληνικές συμφωνίες με ΗΠΑ και Γαλλία
Ουδείς βέβαια γνωρίζει αν και πότε θα έρθει η «στιγμή» της αλήθειας» για την Ταϊβάν, που στο παρελθόν ήταν κομμάτι της Κίνας. Ωστόσο, αυτή η διαταραχή των παραδοσιακών ισορροπιών έχει πολύ έντονη επίδραση και στην περιοχή μας.
Η κυβέρνηση καλώς έπραξε υπογράφοντας τις πρόσφατες συμφωνίες, τόσο με τη Γαλλία όσο και με τις ΗΠΑ. Οι συμφωνίες αυτές όμως δεν αποτελούν πανάκεια, ούτε μεταβάλλουν ιδιαιτέρως το καθεστώς της τουρκικής «απειλής» εναντίον των συμφερόντων της Ελλάδας και -ίσως περισσότερο- της Κύπρου.
Μέσα σε ένα περιβάλλον ολοένα και περισσότερο αμφισβητούμενης διεθνούς κυριαρχίας τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι αναγκασμένες να στηριχθούν πολύ περισσότερο σε «συμμάχους με επιρροή και επίδραση» (εξού και ο εξοπλισμός με πυρηνοκίνητα υποβρύχια της Αυστραλίας, μετά από 63 χρόνια, μέσω της συμφωνίας AUKUS), όχι πλέον απλά για να λένε ότι έχουν υποστήριξη σε κάποια «δίκαιη επέμβαση», αλλά διότι έχουν πραγματική ανάγκη από τοπικούς ισχυρούς συμμάχους. Ιδίως από συμμάχους που αν χρειαστεί, μπορούν να βγάλουν «τα κάστανα από τη φωτιά».
Εδώ βρίσκεται ολοένα και περισσότερο το στρατηγικό πλεονέκτημα της Τουρκίας. Όσο αυξάνει η πίεση από τις ΗΠΑ (κυρίως σε σχέση με το Κουρδικό και τους S-400, λιγότερο σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά), αλλά όχι με τόση ένταση που να υφίσταται σφοδρό πλήγμα, καθώς οι ΗΠΑ σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούν την απώλειά της ως συμμάχου, τόσο εκείνη παίζει σε «τριπλό ταμπλό». Γέρνοντας προς την πλευρά της Ρωσίας αλλά και προσεγγίζοντας ολοένα και περισσότερο την Κίνα, που νωρίτερα μάλλον παρά αργότερα θα κάνει πιο εμφανή τη γεωπολιτική παρουσία της στη Μεσόγειο, όπως πράττει ήδη στην Αφρική.
Θα σπάσει κάποια στιγμή το «σχοινί» με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ; Ο Ερντογάν φαίνεται να πιστεύει πως ο γεωστρατηγικός ρόλος της Τουρκίας είναι τόσο πολύτιμος που την καθιστά περίπου αναντικατάστατη για τους μεγάλους παγκόσμιους παίκτες. Μέχρι στιγμής δικαιώνεται.
Οι εξελίξεις ωστόσο που προαναφέραμε επηρεάζουν και την παρεμβατικότητα της Γαλλίας, διότι όσο περισσότερο αυξάνεται η ισχύς διαφόρων περιφερειακών χωρών τόσο μειώνεται η δική της γεωπολιτική αξία, είτε στη Μεσόγειο είτε στον Ειρηνικό Ωκεανό, όπου έχει ακόμη εδάφη και σχέσεις. Σε ό,τι αφορά την ευρύτερη περιοχή μας, το ότι η Γαλλία είναι και «πυρηνική δύναμη» καμία σημασία δεν έχει επί του πρακτέου. Διότι, για παράδειγμα, η Τουρκία δεν πρόκειται ποτέ να απειλήσει «τα ιερά και τα όσια» των εδαφών της Γαλλίας.
Αλλά και οι -αντικειμενικά μάλλον περιορισμένες- δυνατότητες της Γαλλίας να προβάλει ισχύ στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν ελάχιστες πιθανότητες να δοκιμαστούν στη φωτιά. Εκτός αν η Ελλάδα εμπλακεί σε ανοικτή σύρραξη με την Τουρκία, γεγονός που θα σήμαινε ούτως ή άλλως την πλήρη και βίαιη κατάρρευση της Νοτιοανατολικής Πτέρυγας του ΝΑΤΟ, προκαλώντας μάλλον ντόμινο απρόβλεπτων εξελίξεων σε όλη την ευρύτερη περιοχή.
Το ακανθώδες πλέγμα των κινδύνων για τα ελληνικά συμφέροντα
Σε αυτό τα μεταβαλλόμενο πλαίσιο διεθνών συσχετισμών -και με το ενδεχόμενο «υβριδικών συγκρούσεων» να έχει ξεπροβάλει και στην Ευρώπη, αρχής γενομένης από τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας-, η Ελλάδα ορθώς εξοπλίζεται. Πλην όμως, θα πρέπει επίσης να δει με περισσότερο διευρυμένο και αντισυμβατικό πρίσμα μια σειρά από υπαρκτούς κινδύνους, πολύ πιο «χαμηλής έντασης», πέρα από τη (γνωστή) υπόθεση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα:
– Στην Κύπρο ο Ερντογάν προωθεί συντεταγμένα ένα σχέδιο που εντέλει οδεύει προς την de facto οικοδόμηση δύο διαφορετικών κρατών, αγνοώντας στο μεταξύ επιδεικτικά (και χωρίς να υφίσταται κάτι άλλο πέρα από… λεκτικές αντιρρήσεις), τις όποιες αποφάσεις του ΟΗΕ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το σταδιακό άνοιγμα της Αμμοχώστου. Κάτω από την επιφάνεια, η διάρκεια του προβλήματος, που κοντεύει να κλείσει 50 χρόνια, αλλά και κάποιες επιλογές του παρελθόντος, δουλεύουν ενάντια στα ελληνικά συμφέροντα και ίσως βρεθούμε προ «εκπλήξεων».
– Εμπλουτίζοντας τη στρατηγική του, με επικλήσεις «νομιμότητας», ο Τούρκος ηγέτης αρχίζει να διεκδικεί την αποστρατικοποίηση ελληνικών νησιών, βάζοντας και αυτό το θέμα στην «ατζέντα», καθώς γνωρίζει αυτό που γνωρίζουμε κι εμείς: Το διεθνές δίκαιο λειτουργεί κατά κανόνα με συμψηφιστικό τρόπο, τύπου «πάρε-δώσε», ενώ οι κανόνες του είναι αρκετά γενικοί και περίπλοκοι, για να προσδίδουν… «ευελιξία» ερμηνείας σε αυτούς που λαμβάνουν τις διαιτητικές αποφάσεις.
– Οι Τούρκοι δεν έχουν σταματήσει ποτέ να εποφθαλμιούν και τη Θράκη, λόγω μουσουλμανικής μειονότητας, την οποία διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις παραμελούν -όχι στα λόγια αλλά στη πράξη- εδώ και δεκαετίες. Κι όταν λέμε εποφθαλμιούν, δεν σκεπτόμαστε κατ’ ανάγκη τουρκικές στρατιές να περνούν τον Έβρο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι αποσταθεροποίησης και εκμετάλλευσης, που μάλλον θα πρέπει να αρχίζουμε να βλέπουμε πιο σοβαρά πώς θα τους αντιμετωπίσουμε.
Εν ολίγοις, οι επιτυχίες σε διμερές διπλωματικό επίπεδο και οι εξοπλισμοί αποτελούν τη μία όψη του νομίσματος, κι εκεί πάμε καλά. Χωρίς όμως να δυνάμεθα, τουλάχιστον ως τώρα, να αλλάξουμε δραστικά το τοπίο, όπως πολύ εύγλωττα επισημαίνει ο εκ των πρυτάνεων της ελληνικής γεωπολιτικής δημοσιογραφίας Κώστας Ιορδανίδης σε πρόσφατο άρθρο του στην Καθημερινή.
Ο Ερντογάν και το playbook του Πούτιν
Η άλλη όψη του νομίσματος αφορά κυρίως την αποδοχή εκ μέρους όχι μόνο του πολιτικού συστήματος αλλά και της κοινής γνώμης ότι α) τα πράγματα έχουν αλλάξει σε σχέση με το ξεκάθαρο καθεστώς της αμερικανικής μονοκρατορίας κι ότι ο περισσότερο «πολυπολικός» κόσμος δημιουργεί νέα γεωπολιτικά και διπλωματικά δεδομένα, πιο απρόβλεπτα και «ανηλεή» για τους αιθεροβάμονες, σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς.
Και β) ότι ίσως πλησιάζει η «στιγμή της αλήθειας», όχι μόνο για το Κυπριακό αλλά πιθανόν και για το γενικότερο ξεκαθάρισμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, καθόσον ο Ερντογάν οδεύει στις πιο κρίσιμες εκλογές που έχει αντιμετωπίσει ως τώρα, τον Ιούνιο του 2023.
Ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποιες ακριβώς μεθόδους θα χρησιμοποιήσει η Τουρκία σε μια τέτοια περίπτωση. Δεδομένου όμως ότι ο Τούρκος ηγέτης φαίνεται να έχει μελετήσει το playbook του Πούτιν, αν όχι και των Κινέζων, η «βεντάλια» μπορεί να είναι μεγάλη. Κι εμείς πρέπει να προετοιμαστούμε όχι μόνο για την αντιμετώπιση τυχόν υβριδικών απειλών ή θερμών επεισοδίων, αλλά και ενός -πιθανώς συνδυασμένου- σκληρού «ανατολίτικου παζαριού» σε διεθνές διπλωματικό επίπεδο. Κάτι που προϋποθέτει ξεκάθαρα εκ των προτέρων σχέδια, εσωτερική ομόνοια, αποφασιστικότητα, αλλά και ρεαλισμό: Ως προς τι είναι επιτεύξιμο και τι όχι, τι είναι όντως αδιαπραγμάτευτο και τι όχι.
*Ο Γιώργος Παπανικολάου είναι ο διευθυντής του Euro2day.gr