Γράφει ο Ναπολέων Λιναρδάτος
Ένα χρόνο μετά την εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ το πιο χρήσιμο ερώτημα για τον νέο αρχηγό της ΝΔ, κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, είναι αν αυτή η εκλογική επιτυχία οφείλεται στον Τσίπρα ή στους πολιτικούς του αντιπάλους του κ. Τσίπρα. Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα θα κρίνει τις πιθανότητες στο μέλλον η ΝΔ να επιτύχει κυβερνητικά υπό τον κ. Μητσοτάκη.
Αν υπάρχει τώρα η πιθανότητα να απαλλαγούμε από κάποιες αριστερές ιδεοληψίες που κυριάρχησαν την μεταπολιτευτική περίοδο μιας και κυβερνά μια χωρίς ενδοιασμούς αριστερή σέχτα, άλλο τόσο υπάρχει, η ακόμα πιο πιθανή περίπτωση, η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ να λειτουργήσει ως συγχωροχάρτι μιας αποτυχημένης πολιτικής τάξης. Ο κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ είναι η πιο τρανταχτή απόδειξη και σύμπτωμα μιας πολιτικής, οικονομικής και δημοσιογραφικής ελίτ που έχει αποτύχει. Ο κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ είναι επίσης το εισιτήριο επιστροφής όλων αυτών που δημιούργησαν τις συνθήκες που επέτρεψαν στον ΣΥΡΙΖΑ να αρπάξει την εξουσία.
Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει κάπως με αυτή των συνταγματαρχών της επταετίας. Από την μια, οι συνταγματάρχες ήταν το άθροισμα και πολλαπλασιασμός σε επίπεδο παρωδίας των πιστεύω του μεταπολεμικού κατεστημένου. Από την άλλη, οι συνταγματάρχες ήταν ξένο σώμα για την «αστική» τάξη, ήταν περίγελος και γραφικοί. Κάπως έτσι τώρα αυτό το ρόλο έχει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Τσίπρας, αιώνιος φοιτητής και καταληψίας, συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά – επίσης σε βαθμό παρωδίας – του ανθρώπου που θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο στα χρόνια της μεταπολίτευσης, έχοντας ενσωματώσει στο πνιγμένο στην ημιμάθεια είναι του όλα τα τσιτάτα της μεταπολίτευσης.
Η χούντα δεν θα είχε εμφανιστεί αν το πολιτικό κατεστημένο δεν είχε αποτύχει τόσο τραγικά. Επίσης, η επιστροφή αυτού του κατεστημένου θα ήταν πολύ δύσκολη χωρίς την επταετία των συνταγματαρχών. Στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει σε χώρες της λατινικής Αμερικής, ένα αποτυχημένο πολιτικό κατεστημένο καταφέρνει να επιβιώνει της ανεπάρκειας του ερχόμενο σε μια έσχατη αντιπαράθεση με την πιο ακραία και γραφική έκδοση του.
Συνοπτικά, η αποτυχία του μεταπολιτευτικού κατεστημένου συνοψίζεται σε τρεις φάσεις. Στην περίοδο 1976-81, η λεγόμενη συντηρητική παράταξη θα παραδοθεί άνευ όρων στην πολιτική αφήγηση των πολιτικών αντιπάλων της, περνώντας σε μια περίοδο σοσιαλμανίας σε όλα τα ζητήματα, οικονομικά, κοινωνικά και εθνικά. Έκτοτε η αριστερά, σε όλες τις εκδοχές της, θα κατέχει την πολιτική ηγεμονία, με την δεξιά να πολιτεύεται ως μια μετριοπαθή έκδοση της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Την περίοδο 1981-89 ο Ανδρέας Παπανδρέου θα δημιουργήσει μια πλατιά λαϊκή βάση και αποδοχή για την κεντροαριστερά, θα είναι η χρυσή εποχή του λαϊκισμού και τα βασικά πιστεύω της κυρίαρχης ιδεολογίας θα γίνουν κοινός νους για μια μεγάλη μερίδα των Ελλήνων πολιτών. Η κατάληψη του κράτους από τους εκπροσώπους της κυρίαρχης ιδεολογίας, σε συνδυασμό με την μεγαλειώδη επέκταση του κράτους, θα εγγυηθεί την διάχυση του κυρίαρχου δόγματος σε όλους του θεσμούς της ελληνικής κοινωνίας.
Η περίοδος Σημίτη, 1996-2004, θα είναι μάλλον η πιο καταστροφική από τις τρεις. Η κακή κατάληξη της πρώτης περιόδου του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία (81-89) και η τραγική αποτυχία και κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων μετά το 1989, θα δημιουργήσουν αμφιβολίες για την βιωσιμότητα μιας κρατικοδίαιτης Ελλάδας. Όμως οι κυβερνήσεις του κ. Σημίτη θα καταφέρουν να συνδυάσουν την περεταίρω επέκταση του κρατισμού με μια αίσθηση μετριοπάθειας, μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού. Κάποιες περιορισμένες μετοχοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις, που ποτέ δεν θα είναι του μεγέθους και έκτασης για να θέσουν σε κίνδυνο το κρατικοδίαιτο μοντέλο, θα δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση μιας Ελλάδας που έχει αφήσει την δεκαετία του 80 πίσω της. Όμως, κάθε χρόνο όλο και περισσότεροι Έλληνες θα γίνονται, άμεσα ή έμμεσα, τρόφιμοι του κράτους. Κάθε χρόνο ιδιωτικές μη κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις είτε θα κλείνουν, είτε θα αφήνουν την Ελλάδα για χώρες του εξωτερικού. Ο φθηνός δανεισμός και η μεταφορά κεφαλαίων μέσω των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων θα αντικαθιστά την παραγωγή πλούτου. Οι μόνες ιδιωτικές επενδύσεις που θα γίνονται θα αφορούν την άμεση κατανάλωση και τις εισαγωγές.
Στην περίοδο Σημίτη το κίνημα της Αλλαγής θα γίνει κατεστημένο, έχοντας αποδείξει ότι το κρατικοδίαιτο μοντέλο, δεν είναι απλά επιθυμητό, αλλά και βιώσιμο. Αυτό το κατεστημένο ανέλαβε να διαχειριστεί την χρεοκοπία του μοντέλου του οποίου το ίδιο είχε βάλει τις βάσεις. Ο ένας μετά τον άλλο, άνθρωποι της περιόδου Σημίτη, Παπακωσταντίνου, Βενιζέλος, Παπαδήμος, Στουρνάρας και Χαρδούβελης, δημιουργήσαν την εξάχρονη περίοδο στασιμοχρεοκοπίας, που στο τέλος έφερε στην εξουσία το τερατούργημα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Ο κ. Βενιζέλος επαίρεται που οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εν τέλει εισχώρησαν σ’ αυτό που ονομάζει «εθνική στρατηγική». Αυτή η «εθνική στρατηγική» δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την μεταφορά της χρεοκοπίας του κράτους στον εναπομείναντα ισχνό ιδιωτικό τομέα και την δήμευση του πλούτου των Ελλήνων πολιτών. Το ζήτημα για τον κ. Μητσοτάκη είναι αν θα έχει την θέληση και τις δυνάμεις να δώσει ένα τέλος σε αυτή την μακρά περίοδο στασιμοχρεοκοπίας. Αν θα μπορέσει να αντιπαρατεθεί ιδεολογικά και πολιτικά με ένα χρεοκοπημένο κατεστημένο. Η παγίδα για τον κ. Μητσοτάκη θα είναι να θεωρήσει την ενδεχόμενη νίκη επί των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ως την κύρια σύγκρουση που θα έχει να αντιμετωπίσει.
Η Ελλάδα σήμερα πεθαίνει. Είναι μια χώρα που εδώ και πολλές δεκαετίες βρίσκεται σε μια οικονομική, κοινωνική και ηθική παρακμή. Πότε με αργούς και πότε με πιο γρήγορους ρυθμούς μετατρέπεται σε μια χώρα γκέτο, το Ντιτρόιτ της Ευρώπης. Μια χώρα που τιμωρεί την παραγωγή πλούτου δεν μπορεί να έχει άλλη κατάληξη από το να μετατρέπεται σιγά σιγά σε ένα απέραντο επιδοτούμενο πτωχοκομείο του ευρωπαϊκού βορρά. Ο κ. Μητσοτάκης θα πρέπει να αποφασίσει, αν θα γίνει συνένοχος ενός φαύλου κύκλου, ή, ο ηγέτης της θεμελιακής αλλαγής.