Γράφει ο Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος–Ψυχολόγος
Όταν η Χαρούλα Αλεξίου έντυνε με τη δυναμικά μελωδική της φωνή τον στίχο «η πιο καλή γκαρσόνα είμαι εγώ, γιατί με τέχνη όλους τους κερνώ», που μουσικά περιβάλλονταν από μια περίσσεια χαράς, το «κέφι» αποτελούσε το κομβικό σημείο που μετατρέπει την όλη διαδικασία σε κάτι παραπάνω από μια απλή σωματική κίνηση και μια διανοητική πρόθεση. Η γκαρσόνα του τραγουδιού είναι το πρότυπο του ακάματου εργάτη που έχει αποδεχτεί την αριστεία της εξειδίκευσης όπως την παρουσίασε ο Πλάτωνας δια στόματος Σωκράτη στην Πολιτεία.
Δεν αγκομαχά ως στερημένη από όνειρα και στόχους. Δεν υποτιμά το ρόλο της καλύπτοντας τον με ταξικές διαφορές. Δεν αναζητεί διέξοδο από την «ποινή που εκτίει», ούτε υπολειτουργεί βαριεστημένη από την κακοτυχία! Μεταφέρει το δικό της κέφι στον πελάτη και τον κάνει κοινωνό της θετικής διάθεσης της συνεπαίρνοντας τον σε μια εμπειρική μέθεξη που καταλήγει σε καταναλωτικό όργιο.
Η αναφορά Βούτση στον δήθεν καταναγκασμό των ξένων που μας «υποβαθμίζει» σε γκαρσόνια θύμισε σε πολλούς την ταυτόσημη ρήση του Ανδρέα Παπανδρέου την δεκαετία του ’80. Η σύλληψη της σκέψης μπορεί να ήταν παρόμοια (άλλωστε οι αντιγραφές και οι κακοπαιγμένες μιμήσεις του πρώιμου ΠΑΣΟΚ είναι στην ημερήσια διάταξη!) αλλά αρθρώνονταν σε ένα περιβάλλον περίκλειστων και υπερπροστατευμένων οικονομικών δομών όπου κάποιοι παρίσταναν με έπαρση ότι μπορούσαν να πορευθούν αγνοώντας το παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο που δημιουργούνταν. Κι αν έλεγες αφελή την προσέγγιση απέναντι στο τότε ερχόμενο οικονομικό τσουνάμι μόνο ως γραφική μπορείς να εκλάβεις τη σημερινή αντίδραση μετά την επίγνωση δυο δεκαετιών.
Το χειρότερο όλων δεν είναι η προφανής ταξικότητα και το ελιτίστικο ύφος της δήλωσης. Ούτε εκφράζει την γενικότερη απέχθεια στην χειρονακτική εργασία. Άλλωστε στους ρομαντικούς νοσταλγούς του παρελθόντος, από το οποίο κρατούν επιλεκτικά μια πολύ περιορισμένη και εξευγενισμένη εικόνα, δεν λείπει η ρωμαλέα πρωτογενής παραγωγή άλλο αν την αντιλαμβάνονται ως σχεδόν αποκλειστικά τροφοδοτική εργασία αποκομμένη από τις διεθνείς ανταγωνιστικές εξελίξεις.
Το πρόβλημα τους είναι ότι η προσφορά υπηρεσιών προς ξένους περιγράφεται ως δουλική, υποχωρητική. Στα πλαίσια της δεδομένης συλλογικής διπολικότητας ο «περήφανος» «Μέγας Αλέξανδρος» που κρύβεται μέσα μας επαναστατεί απέναντι στον κατατρεγμένο, από τις θεωρούμενες συνωμοσίες τρίτων, «Νίκο Ξανθόπουλο». Δεν καταδέχεται να υπηρετεί κανέναν! Λες και δεν έχει αποδείξει την διοικητική του επάρκεια; Λαγός την φτέρη έσειε, κακό της κεφαλής του! Ειδικά όταν προέρχεται από επαγγελματίες κηφήνες που άμεσα ή έμμεσα τρέφονται από τον κόπο του κάθε γκαρσονιού.
Μετά από όλα αυτά τι νόημα έχουν οι επικλήσεις στην εκμετάλλευση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων κάθε οικονομίας (στην Ελλάδα ο τουρισμός και η ναυτιλία) ή την υπενθύμιση των βασικών αρχών του Ρικάρντο (του οικονομολόγου όχι του πιλότου της F1!) ακόμα κι αν αυτές επιδέχονται προσαρμογής στο σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον. Μπροστά στην ανεξιχνίαστη περηφάνια καμιά θεωρία προερχόμενη μάλιστα από κατάπτυστα καπιταλιστικά χείλη δεν πρόκειται να μας παραπλανήσει! «Στο πιάτο κι ο μεζές, μαρίδα και τυρί». Την δηλητηρίαση από την ανάμειξη των δυο να προσέχουμε!