Γράφει ο Αθ. Γραμμένος, Διεθνολόγος, Υπ. Διδάκτορας Παν. Μακεδονίας
Η Νέα Δημοκρατία αναζητεί τον επόμενο Πρόεδρο της σε μια συγκυρία κρίσιμη για την εξέλιξη των ιδεολογικών ρευμάτων στην Ελλάδα. Με αρκετή καθυστέρηση, αν αναλογιστεί κανείς τη μετάλλαξη των πολιτικών προτεραιοτήτων από τις Ευρωεκλογές του 2014, οι φίλοι και υποστηρικτές της συντηρητικής παράταξης αποφασίζουν ποιο πρόσωπο θα τους οδηγήσει στην εποχή που ακολουθεί την κατάρρευση των ψευδαισθήσεων. Αυτό που χαρακτηρίζει το ιστορικό πλαίσιο είναι ότι η κοινωνία έχει αποδεχτεί πλέον την αναγκαιότητα του μνημονίου, τα «ζάππεια πυροτεχνήματα» έχουν σβήσει δια παντός και η εποπτεία των διεθνών θεσμών θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ της κυβερνητικής καθημερινότητας.
Η Νέα Δημοκρατία καθυστέρησε δραματικά να γυρίσει σελίδα. Ο αρτηριοσκληρωτικός κομματικός μηχανισμός «βολεμένος» πίσω από την ηγεμονία Σαμαρά, δογματικά προσηλωμένος στον αρχηγό, παρά την οφθαλμοφανή ανεπάρκειά του και φοβικός απέναντι στις σαρωτικές αλλαγές που επιβάλλει η ιστορία στο ελληνικό κράτος, παρέμεινε άβουλος σε όλες τις αποτυχίες που προηγήθηκαν. Τώρα, όλοι μαζί καλούνται να επιλέξουν πολλά περισσότερα από ένα πρόσωπο – αυτή τη φορά επιλέγουν για την παράταση ζωής ή τον θάνατο του κόμματος.
Οι εκλογές δεν έχουν κανένα νόημα αν δεν φέρνουν σε αντιπαράθεση αποκρυσταλλωμένες πολιτικές προτάσεις. Οι υποψήφιοι οφείλουν να θέτουν στην κρίση των εκλογέων μία κοσμοθεωρία, τη δική τους πρόταση πολιτικής μαζί με τη στρατηγική για την επίτευξη των προτεινόμενων στόχων. Καθένας παραθέτει μία προσωπική στάση ζωής κι ένα ιδιότυπο σύνολο αρχών σύμφωνα με τα οποία προτείνει να κυβερνηθεί η χώρα. Θεωρητικά, κάθε υποψήφιος έχει πολλές συγκριτικές διαφορές και νοηματοδοτεί αντιθετικά προς τους ανθυποψηφίους του το μέλλον της παράταξης. Αν οι εκλογές κομίζουν απλώς εναλλακτικές προτάσεις διαχειριστικής λογικής, δηλαδή μικρές παρεμβάσεις επικοινωνιακού χαρακτήρα, τότε είναι αχρείαστες. Για ένα κόμμα δεν είναι αρκετό να επιλέξει την περσόνα εκείνη που είναι η πιο ωραία στην Ελλάδα.
Υπό αυτή τη συνθήκη, το ζητούμενο σε αυτές τις εσωκομματικές εκλογές είναι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να αποκτήσει το κόμμα επαφή με την κοινωνία. Αν δεν είναι αυτός ο πρωταρχικός σκοπός, ο θάνατος θα επέλθει εντός ολίγων μηνών. Για να οδηγηθεί η ΝΔ σε αυτή την κατεύθυνση όμως, πρέπει από το αποτέλεσμα να προκύψει ουσιαστική ανανέωση προσωπικού με την ποιοτική έννοια του όρου. Το πρόσωπο του νικητή θα πρέπει να εμπνέει την εμπιστοσύνη όσων είναι μακριά από το κόμμα και την πολιτική γενικά για να δραστηριοποιηθούν και να γονιμοποιήσουν με τη σκέψη τους τον πολιτικό διάλογο στον χώρο της κεντροδεξιάς.
Σήμερα, η ΝΔ είναι ένα γερασμένο κόμμα. Οι ψηφοφόροι της πρέπει να αποφασίσουν με ωριμότητα σε ποια ιδεολογική κατεύθυνση θέλουν να κινηθεί. Με άλλα λόγια, που εντοπίζουν τα κοινωνικά προβλήματα, πως θέλουν να τα λύσουν, τι έχουν να πουν για την Παιδεία, την Υγεία, την Οικονομία, την Ευρωπαϊκή ενοποίηση και τις σχέσεις με τα γειτονικά κράτη. Το κόμμα πρέπει να σταματήσει να κρύβεται πίσω από γενικόλογες και παρωχημένες φράσεις. Αντί αυτού οφείλει να καταθέσει μια διαυγή εικόνα για το πως «βλέπει» την Ελλάδα σε 20 χρόνια, πιο πολύ σήμερα που ο κόσμος εξελίσσεται ταχύτατα.
Σήμερα, η ΝΔ είναι ένα ενοχικό κόμμα. Ευθύνεται για την χρεοκοπία της Ελλάδας, αφού στις 4 δεκαετίες της Μεταπολίτευσης υιοθέτησε την πελατειακή λογική του ΠΑΣΟΚ καθιστώντας το κράτος κομματικό λάφυρο. Μπορεί να κυβέρνησε λιγότερο σε σχέση με τον πάλαι ποτέ κραταιό αντίπαλό της, αλλά δεν αντέδρασε ούτε στο ελάχιστο για τα κολοσσιαίων διαστάσεων σκάνδαλα του πράσινου αμοραλισμού, όπως η αναδιανομή του πλούτου δια του Χρηματιστηρίου. Ούτε φυσικά έκανε κάτι για να αποτρέψει τη χρεοκοπία όταν επί ημερών Καραμανλή, ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας διόριζε αφειδώς στο δημόσιο και άλλοι υπουργοί ίδρυαν υπεράκτιες ή συναλλάσσονταν με MKO και Mονές.
Σήμερα, η ΝΔ είναι ένα αναχρονιστικό κόμμα. Ο παραδοσιακός νεοδημοκράτης τιμά λατρευτικά (και άκριτα) την ιστορία της παράταξης αρνούμενος να υποβάλλει σε κριτικό έλεγχο το έργο των ιστορικών στελεχών της. Αναφέρεται, για παράδειγμα, στο πρόσωπο του ιδρυτή Κωνσταντίνου Καραμανλή με εκστατική ευλάβεια, προσδίδοντας του το προσωνύμιο «Εθνάρχης» (sic). Το Έθνος όμως, το οποίο συχνά επικαλείται η συντηρητική παράταξη, δεν έχει ανάγκη από «ποιμένες», πολλώ δε μάλλον ότι ουδείς αλάθητος, ενώ κάθε καλός πατριώτης θα ήθελε ο λαός του να διαθέτει κριτική σκέψη, οξυδέρκεια και τόλμη. Η επίκληση σε μια μεταφυσική μορφή «ανώτερου» επιπέδου προσβάλλει όλους τους υπόλοιπους ηγέτες, τα στελέχη, τη νοημοσύνη του λαού και τις δυνατότητες της χώρας να προοδεύσει, εφόσον άλλος «Εθνάρχης» δεν υπάρχει.
Σήμερα, η ΝΔ είναι ένα ιδιοκτησιακό κόμμα. Μέχρι πρότινος, το ΠΑΣΟΚ έφερε το στίγμα της «οικογενειακής επιχείρησης» αλλά η ίδρυση του ΚΙΔΗΣΟ άλλαξε τα δεδομένα. Στη ΝΔ το όνομα «Καραμανλής» αξίζει πιο πολύ απ’ όσο τα κλειδιά των γραφείων. Ο Κώστας Καραμανλής του Αχιλλέα, για παράδειγμα, χρησιμοποίησε προεκλογικά το σύνθημα «στα δύσκολα, Καραμανλής» το οποίο με περισσή αλαζονεία εκφράζει την κρατούσα εσωκομματική νοοτροπία. Την ίδια στιγμή, είναι γνωστό ότι όλα τα βλέμματα στρέφονται στον πρώην Πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, όταν προκύπτουν εξελίξεις για το κόμμα και όλοι αναρωτιούνται τι θα πράξει! Ο Καραμανλής που διατηρεί τον έλεγχο επί ενός μεγάλου μέρους βουλευτών, φέρεται να διατηρεί έναν εξωθεσμικό ρόλο «παράγοντα», όπως εκείνον που κάποτε ευθαρσώς είχε καταγγείλει στο δείπνο του «Μπαϊρακτάρη».
Όμως, όσο τα εικονίσματα παραμένουν κρεμασμένα, στο όνομα της δήθεν «ενότητας», η ΝΔ θα αναλώνεται σε βυζαντινές ίντριγκες που οδηγούν σε πλήρη πολιτική παράλυση. Σημειώνεται ότι ο Καραμανλής μίλησε δημόσια για να στηρίξει το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του Ιουλίου αλλά τελικά έδωσε περισσότερη δυναμική στο ΟΧΙ, δείχνοντας ότι η κοινωνία -και ιδίως η νέα γενιά- τον έχει ήδη αποκαθηλώσει.
Επομένως, η ανάμειξη του πρώην Προέδρου και η μεθόδευση υπέρ του Μεϊμαράκη εγείρει ζήτημα αυτονομίας του κόμματος. Δεν είναι ξεκάθαρο ούτε ποιος αποφασίζει ούτε τι θα γίνει στο μέλλον αν κάποιος διαφωνήσει με τον Καραμανλή. Ένα τέτοιο ερώτημα δεν θα βασάνιζε κανέναν έξω από τον κύκλο της ΝΔ αν δεν ήταν πιθανότατο αυτό το σχήμα να κυβερνήσει στο μέλλον κι ως εκ τούτου να επηρεάζει τις ζωές όλων των Ελλήνων πολιτών που έχουν ήδη αποδοκιμάσει πολλαπλά αυτές τις ιδιότυπες τακτικές.
Συμπερασματικά, τα τείχη της συντήρησης έχουν καταρρεύσει σε όλη την Ευρώπη. Οι φιλελεύθερες ιδέες κερδίζουν κατά κράτος, επειδή ο κόσμος θέλει μια πιο ανοικτή κοινωνία, με λιγότερα εμπόδια από το κράτος και τα οργανωμένα συμφέροντα. Η περίσταση επιβάλλει την επανεκκίνηση του ενδελεχούς διαλόγου με ολόκληρη την κοινωνία, την κατανόηση των πραγματικών προκλήσεων, την πάλη σε επίπεδο νοοτροπίας και φιλοσοφίας, την απόρριψη της κομματικής καμαρίλας, την εκδίωξη της διαφθοράς και τη θαρραλέα αντιμετώπιση της ιστορίας.
Σε αυτό το σημείο γεννάται ένα μεγάλο ζήτημα: η ασφυκτικά μικρή δεξαμενή ικανών στελεχών της Νέας Δημοκρατίας. Αυτές τις ημέρες βρίσκεται σε εξέλιξη μια μάχη γενεών, αλλά πολιτικών – όχι ηλικιακών. Η ΝΔ επιλέγει αν θα αλλάξει και θα μεταμορφωθεί σε ένα σύγχρονο φιλελεύθερο κόμμα, δηλαδή αν θα κατανοήσει τις επιταγές των καιρών και θα εργαστεί για την ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη, την ανάπτυξη και το εθνικό συμφέρον ή αν θα παραμείνει στην εντατική, εξυπηρετώντας τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες με τελική συνέπεια την «πασοκοποίησή» της.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, από την υφιστάμενη δεξαμενή, ελπίδα γεννούν μόνο οι υποψηφιότητες του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Απόστολου Τζιτζικώστα, με τον δεύτερο να αντιμετωπίζει αναμφισβήτητο κώλυμα για την απρόσκοπτη άσκηση των καθηκόντων του Προέδρου.