Γράφει η Μαρία-Αρετή Ευαγ. Ζιαζιά
Ποιο φαινόμενο χαρακτηρίζει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, γνωρίζοντας μάλιστα ιδιαίτερη όξυνση στις μέρες μας; Η Πολιτική «Αμάθεια» έρχεται αμέσως ως απάντηση, ως βασική απόρροια της κρίσης χρέους που βιώνουμε.
Στη χώρα μας ανέκαθεν επικρατούσε η αντίληψη ότι, για να θεωρηθεί κάποιος πολιτικοποιημένος, θα έπρεπε ταυτοχρόνως τόσο να εντάσσεται όσο και να συνδράμει με οποιονδήποτε τρόπο σε κάποια πολιτική παράταξη. Η έννοια της «πολιτικής», δηλαδή, λανθασμένα για πάρα πολλά χρόνια λογιζόταν ταυτόσημη της κομματικής δράσης. Κομματική δράση ισοδύναμη με ενεργή συμμετοχή στην πολιτική ζωή της χώρας, εξυπηρετώντας τις ανάγκες των εκάστοτε παρατάξεων και με γνώμονα τα συμφέροντα των εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων στοχεύοντας εν τέλει στην εξασφάλιση μίας θέσης στον πολιτικό στίβο.
Ταυτοχρόνως, το κέρδος του εκάστοτε κόμματος μετατρεπόταν σε αποκλειστικό στόχο των πολιτικών προσώπων, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν μόνο προς ίδιον όφελος, δίχως να μεριμνούν για τα ουσιαστικά προβλήματα του ελληνικού λαού. Η ως άνω θεώρηση, όμως, λειτουργούσε – και κυρίως σήμερα- ως τροχοπέδη στη διαμόρφωση και εξάπλωση της πολιτικής σκέψης. Σε όλο αυτό, όμως, είχαν συνδράμει τόσο η πολιτεία όσο και η κοινωνία, διότι όλα τα ανωτέρω συνιστούσαν απαραίτητες προϋποθέσεις για να ενταχθεί κάποιος στον πολιτικό κόσμο.
Πολίτευμα και Πολιτεία αποτελούν δύο έννοιες απαραίτητες, τις οποίες οφείλει κάθε ενεργός πολίτης να γνωρίζει και να κατανοεί πλήρως, ώστε να θεωρηθεί μέλος της Πολιτείας αλλά συγχρόνως και να ενεργεί με γνώμονα τα δικαιώματα που απορρέουν από τις έννοιες αυτές- σε κάθε τομέα της καθημερινότητας τού. Οι πολιτικές αξίες και αρχές είναι ανάγκη να αποτελούν κατευθυντήριο άξονα του και με τη συνδρομή αυτών να φέρει εποικοδομητικές αλλαγές στην κοινωνία μέσω ρυθμιστικών και καινοτόμων διαδικασιών. Ας μη ξεχνάμε, άλλωστε, και τη φράση του Αριστοτέλη: “τον πολίτην έτερον αναγκαίον είναι τον καθ’ εκάστην πολιτείαν”, με την οποία ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος αναφέρεται στη σχέση πολίτη-πολιτείας, δηλαδή τη μορφή του πολιτεύματος μια πόλεως, μια σχέση την οποία χαρακτηρίζει διαλεκτική. Άποψη, βέβαια, που δεν αντιστοιχεί σε πολιτική πρόταση αλλά συνιστά αποτύπωση της πολιτικής πραγματικότητας.
Σήμερα, όμως, έννοιες, όπως συνειδητοποιημένος, ενεργός πολίτης καταλήγουν να αποκτούν αρνητική σημασία εξαιτίας κυρίως της πολιτικής δράσης των περασμένων χρόνων. Αναμφισβήτητα διανύουμε μια πολύ κρίσιμη περίοδο -τη πιο δύσκολη της Μεταπολίτευσης- και συνιστά επιτακτική ανάγκη κάθε πολίτης καθημερινά να βάζει στην άκρη ιδιοτελείς σκοπούς και μικροπολιτικά συμφέροντα ανάγοντας με τη δράση τού την κοινωνία σε υπέρτατη αξία. Επιπροσθέτως, για να επιτευχθεί το τελευταίο και να παραμείνουν οι αξίες της ανιδιοτέλειας, ισότητας και δικαιοσύνης ως παρακαταθήκη στους επόμενους, είναι αναγκαίο ο ελληνικός λαός να ενεργεί προς όφελος του έθνους και της κοινωνίας και οποιαδήποτε πράξη του να στοχεύει στην ενσυνείδητη και μόνο εξυπηρέτηση των κοινών συμφερόντων παραβλέποντας την ικανοποίηση των ιδιωτικών του υποθέσεων.
Στον αντίποδα όλων αυτών, όμως, τόσα χρόνια βιώνουμε μια φαύλη πολιτική κατάσταση στηριζόμενη ως επί το πλείστον στη «ρουσφετολογία» και στις πελατειακές σχέσεις. Η αμορφωσιά, η έλλειψη εθνικής συνείδησης καθώς και η διαστρέβλωση της πολιτικής σκέψης συνηγορούν στην ανωτέρω κατάσταση. Σημαντικό ρόλο φυσικά σε όλα αυτά διαδραματίζει και η καθημερινή κατακρεούργηση της ελληνικής γλώσσας. Ειδικότερα, η πολιτική ηγεσία της χώρας πρωτοστάτησε σε αυτό, στην απαξίωση της γλώσσας με συνέπεια η πλειοψηφία των πολιτών, αδυνατώντας να γνωρίζει την ορθή χρήση τής, να οδηγείται σε συνεχή ορθογραφικά λάθη και σε συντακτικές ασυναρτησίες.
Η γλώσσας μας αντικατοπτρίζει το φάσμα ενός υπέρλαμπρου πολιτισμού και τα όποια ορθογραφικά και συντακτικά σφάλματα όχι απλώς την αλλοτριώνουν, αλλά συγχρόνως την αποκόπτουν από τον πολιτισμικό, πολιτικό και κοινωνικό της συγκείμενο. Αντίστοιχα, κάτι ανάλογο εντοπίζεται και στην ιστορικό πλούτο της χώρας. Οι περισσότεροι δε γνωρίζουν την ελληνική ιστορία, δεν έχουν ιδέα περί έθνους, παρά μόνο αναλώνονται σε συνθήματα και έντονες αντιδράσεις. Κατάσταση για την οποία και το πολιτικό σκηνικό φέρει ευθύνη (ίσως και τη μεγαλύτερη) και, συνδράμει ενεργά σε αυτή καθημερινά, καθώς η Παιδεία έχει περάσει σε μη πρωταγωνιστική θέση στο σύστημα εκπαίδευσης και βασικά μαθήματα τείνουν να εξαφανιστούν από το σχολικό πρόγραμμα. Δε δίδεται ιδιαίτερο βάρος στη διαπαιδαγώγηση των πολιτών, ώστε με τα κατάλληλα εφόδια να αποκτήσουν κριτική σκέψη και δυνατότητα τεκμηρίωσης του λόγου τους και κατόπιν αυτού επέρχεται η χειραγώγησή τους. Στην εν λόγω συνθήκη ταιριάζει απόλυτα και η φράση του Πυθαγόρα, «η αγραμματοσύνη είναι η μητέρα όλων των παθών».
Εν κατακλείδι, είναι επιτακτική ανάγκη το σκηνικό αυτό να αλλάξει άμεσα. Ο φανατισμός οφείλει να αντικατασταθεί από τον πνευματικό πλούτο και παράλληλα να δημιουργηθούν οι ορθές βάσεις στον ελληνικό λαό ώστε να καλλιεργηθεί και να διαδοθεί η έννοια του Πολίτη και της Πολιτείας. Ιδιαίτερο βάρος πρέπει να δοθεί στη νέα γενιά, ελπίζοντας πως με τη συνδρομή της τεχνολογίας, της εξέλιξης και των καινοτόμων ιδεών, θα αλλάξει άρδην η αντίληψη, η νοοτροπία αλλά και ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η πολιτική. Καθίσταται αναγκαία μάλιστα η ενεργός δράση των εκπρόσωπων των γραμμάτων, ώστε ο πνευματικός «σκοταδισμός» να πάψει πλέον να υφίσταται. Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά τονίζει και ο Ε. Λε. Μπερκιέ, “Μόνο ο μορφωμένος θέλει να μάθει. Ο αμαθής προτιμά να μαθαίνει τους άλλους.”