Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Το γεγονός ότι η ΔΗΜΑΡ, το κόμμα που συνετρίβη περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο στις πρόσφατες ευρωεκλογές, αναδεικνύεται περίπου σε ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων, είναι απολύτως ενδεικτικό των οριακών καταστάσεων στις οποίες έχει περιέλθει το πολιτικό σύστημα.
Υποτίθεται ότι το ζήτημα είναι απλώς ζήτημα «πολιτικής αριθμητικής»: χωρίς το μεγαλύτερο μέρος των βουλευτών της ΔΗΜΑΡ δεν συγκεντρώνεται ο «μαγικός» αριθμός των 180 βουλευτικών ψήφων για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, οπότε προκηρύσσονται εκλογές. Πράγματι είναι τέτοιο, ή μάλλον είναι τέτοιο κατ’ αρχάς. Γιατί στην πραγματικότητα έχει βαθύτερες προεκτάσεις.
Τον Ιούνιο του 2012, ήταν η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση, της «κυβερνώσας Αριστεράς», που της έδωσε -πέρα από την κοινοβουλευτική στήριξη, η οποία εξάλλου δεν ήταν απαραίτητη- μεγάλη «προστιθέμενη αξία» και σταθερότητα. Κάτι που δεν μπορούσε να της δώσει το ήδη φθαρμένο και έχων πάρει την κατιούσα ΠΑΣΟΚ. Ταυτόχρονα, η συμμετοχή τότε της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση ήταν ο απόλυτος δείκτης για το πού ισορροπούν τα εγχώρια και διεθνή κυρίαρχα συμφέροντα: ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε πάση θυσία να μείνει εκτός κυβερνητικού νυμφώνος. Και είχε τότε τεράστια σημασία, ουσιαστική και όχι απλώς συμβολική, να του κλείσει την πόρτα κατάμουτρα η «κυβερνώσα Αριστερά» του Φώτη Κουβέλη.
Η σημαντική αυτή πολιτική «προστιθέμενη αξία» της ΔΗΜΑΡ στις εξελίξεις του 2012 δεν έχει κατανοηθεί επαρκώς – ιδιαίτερα από τους «ταλιμπάν» του χώρου της ΝΔ, που πολλοί απ’ αυτούς σαν πολιτικοί δεν αξίζουν περισσότερο από γιδοβοσκό.
Αν το 2012 η ΔΗΜΑΡ ήταν με αυτό τον τρόπο ο κατεξοχήν «πολιτικός δείκτης» για την ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων αλλά και τις επιλογές των μεγάλων κέντρων εξουσίας, σήμερα τι αντιπροσωπεύει; Ποια είναι σήμερα η πολιτική «προστιθέμενη αξία» της; Αυτό είναι το ουσιαστικό πολιτικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί.
Η ΔΗΜΑΡ σαν «κυβερνώσα Αριστερά» έχει φθαρεί ανεπανόρθωτα από τη συμμετοχή της στην τρικομματική κυβέρνηση από το 2012 έως το 2013. Έφυγε για να περισωθεί, αλλά η έξοδος από την κυβέρνηση αντί να αποτρέψει την κατάρρευσή της την επιτάχυνε. Τώρα, κοινοβουλευτικά και πολιτικά είναι ουσιαστικά υπό διάλυση. Ωστόσο -πέρα από τους βουλευτές της, που είναι πολύτιμοι στην υπόθεση της προεδρικής εκλογής- δεν έχει ακόμη χάσει το ρόλο της του «πολιτικού δείκτη» της συνολικής ισορροπίας του πολιτικού συστήματος – απλούστατα, γιατί μέχρι στιγμής δεν υπάρχει άλλος διεκδικητής αυτού του ρόλου. Έτσι, στο μεγάλο ερώτημα «τι θα αποφασίσει τελικά ο Φώτης Κουβέλης; Με ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει; Θα στηρίξει τους Σαμαρά – Βενιζέλο να ξεπεράσουν τον κάβο της προεδρικής εκλογής αποδεχόμενος την υποψηφιότητα για τον προεδρικό θώκο;», η απάντηση είναι: Εξαρτάται. Εξαρτάται από το πού θα ισορροπήσουν τελικά τα πράγματα, οι επιθυμίες και σχεδιασμοί των εγχώριων και διεθνών παραγόντων που καθορίζουν το παιχνίδι.
Αυτοί οι δεύτεροι όμως με ποιο κριτήριο θα αποφασίσουν; Εδώ εμπλέκεται αποφασιστικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Ισχυρά τμήματα του ελληνικού κατεστημένου, αλλά και του διεθνούς, αν και για διαφορετικούς λόγους, έχουν απελπιστεί από το συγκυβερνών δίδυμο των Σαμαρά – Βενιζέλου. Υπό τον όρο ότι ο Τσίπρας θα καταφέρει να καθυποτάξει την αριστερή πτέρυγα του κόμματος, να περιθωριοποιήσει τους «ακραίους», να εγγυηθεί σεβασμό του «μοντέλου» διαχείρισης που έχει επιβληθεί και να κινηθεί εντός των στενών ορίων που καθορίζει αυτό το μοντέλο και η -ευρωπαϊκή πλέον- επιτήρησή του, θα ηγηθεί αυτός αυτής της οριακής «μεταπολίτευσης». Οι Σαμαράς – Βενιζέλος για την έως τώρα «βρόμικη δουλειά», ο Τσίπρας για το αναπτυξιακό και δημοκρατικό «ρετουσάρισμα».
Και ποιος θα εγγυηθεί πολιτικά όχι τόσο το κλείσιμο της συμφωνίας όσο την εφαρμογή της; η ΔΗΜΑΡ! Πολλοί θα ήθελαν αυτό το ρόλο να τον παίξει το ΠΑΣΟΚ, αλλά η ηγεσία Τσίπρα δεν μπορεί να αποδεχτεί κάτι τέτοιο τώρα και πολύ περισσότερο να το επιβάλει στο κόμμα του. Εάν όμως ο κύβος ριφθεί, τότε θα ξεδιπλωθούν και οι εξελίξεις ανατροπής του Βενιζέλου από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.
Τα καταφέρνει ο Αλέξης Τσίπρας να δώσει τις εγγυήσεις που του ζητούνται; Οι πλέον ρεαλιστές στα κέντρα εξουσίας λένε «Προσπαθεί, αλλά έχει ακόμη δρόμο». Γι’ αυτό και επικρατεί… απέραντη αμφιθυμία. Γι’ αυτό και οι εξελίξεις πιθανότατα θα μετατεθούν για μερικούς ακόμη μήνες, ώστε όλες οι πλευρές (η κυβέρνηση, ισχυροί παράγοντες του εγχώριου και διεθνούς κατεστημένου, η ΔΗΜΑΡ κ.λπ.) να κερδίσουν χρόνο ώστε να σταθμίσουν καλύτερα τα πράγματα. Γι’ αυτό και όσον αφορά την υποψηφιότητα του Φώτη Κουβέλη για την προεδρία της Δημοκρατίας η ΔΗΜΑΡ αφήνει την πόρτα μισάνοιχτη…
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ΔΗΜΑΡ θα αποτελέσει εγγυητή του ίδιου πράγματος που εγγυήθηκε και το 2012: των βασικών σταθερών του μοντέλου διαχείρισης της ελληνικής κρίσης που αποτυπώθηκε στο πρόγραμμα προσαρμογής, ώστε η «πολιτική μεταπολίτευση» με τον ΣΥΡΙΖΑ, να συνιστά μια ελαφρά και αποδεκτή από το σύστημα τροποποίηση αυτού του μοντέλου αλλά χωρίς ανατροπή του. Ή, στην περίπτωση που η πλάστιγγα γείρει από την άλλη πλευρά, των βασικών σταθερών ενάντια στον κίνδυνο αποσταθεροποίησής τους από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Βεβαίως, στην πολιτική τα πράγματα συχνά δεν ακολουθούν το δρόμο της λογικής και των σχεδιασμών, διότι οι εξελίξεις καθορίζονται από αστάθμητους και μη ενσωματωμένους στα πολιτικά σχέδια παράγοντες. Σε τέτοιους καιρούς, κάθε μήνας μετράει για χρόνια και πολλά μπορούν να συμβούν, πολλοί αστάθμητοι παράγοντες να εμφανιστούν. Όμως, ο παράγοντας του ποια λύση θα «ευλογήσουν» τελικά τα ισχυρά τμήματα του κατεστημένου, εγχώριου και διεθνούς, θα είναι σε κάθε περίπτωση κρίσιμος.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Φώτης Κουβέλης θα είναι για μία ακόμη φορά «χρήσιμος»… Εξάλλου, η ΔΗΜΑΡ ως τέτοια είναι «τελειωμένη» ενώ ο ίδιος είναι σε μια ηλικία και φάση της πολιτικής του διαδρομής που είναι λογικό να σκέφτεται μια ολοκλήρωση της πολιτικής του καριέρας «δόξη και τιμή» και την υστεροφημία του. Ο ίδιος θα προτιμούσε να δοθεί το «δαχτυλίδι» στον Αλέξη Τσίπρα, κάτι που θα εξυπηρετούσε τους δύο παραπάνω στόχους καλύτερα. Όμως δεν κρατάει αυτός τα «κλειδιά» των μεγάλων αποφάσεων. Αυτός θα αποφασίσει όταν αποφασίσουν οι άλλοι…