Στη συντηρητική Αθήνα της περιόδου του Όθωνα υπήρχαν κάποιες ελάχιστες ιερόδουλες, οι «παστρικές» και οι «παξιμαδοκλέφτρες».
Οι ιερόδουλες, λόγω επαγγελματικών αναγκών, πλένονταν πιο συχνά από τον υπόλοιπο πληθυσμό, γι αυτό και τις φώναζαν περιπαικτικά «οι παστρικές». Συχνά αποκαλούνταν και «Παξιμάδες», γιατί οι πόρνες που γύριζαν στους δρόμους συνήθιζαν να περνούν ανάμεσα στα τραπεζάκια και να κλέβουν τα παξιμαδάκια που συνόδευαν τον καφέ.
Μια «παστρικιά» ήταν αδύνατο να κατοικεί σε κεντρική συνοικία της Παλιάς Αθήνας. Οι τίμιες γειτόνισσες, όταν συνέπιπταν, σταυροκοπιούνταν για να φύγει μακριά ο διάβολος, τις φτύνανε ή και τις μούτζωναν. Οι πιο ευγενικές περιορίζονταν στο να κλείνουν πόρτες και παράθυρα για να μην πάρουν χαμπάρι τα παιδιά και κυρίως η κόρη της οικογένειας.
Οι λιγοστές πόρνες κατοικούσαν σε πιο απόκεντρα σημεία, έξω από το αθηναϊκό κέντρο. Τα σημεία αυτά ήταν κοντά στη πλατεία Βάθης και στα Παντρεμενάδικα (σημερινός λόφος Αρδήττου). Πολύ αργότερα, μετά το 1885, άρχισαν να συχνάζουν στη Νεάπολη και στο Γκαζοχώρι της Πειραιώς. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κοντά στο Γκαζοχώρι ήταν εγκατεστημένο το πρώτο νοσοκομείο για τις αφροδίσιες αρρώστιες. Όταν η πόλη άρχισε να μεγαλώνει, τα “κορίτσια» κατευθύνθηκαν από το Γκαζοχώρι προς την Ομόνοια και γύρω από τον Άγιο Κωνσταντίνο.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές παλιές «παστρικές» ήταν και η καλόβολη χήρα Θεώνη. Η Θεώνη δεν ήταν όμορφη, αλλά ήταν παχιά. Αυτό ανταποκρινόταν πλήρως στα γούστα και τις απαιτήσεις της εποχής. Στον αντίποδα της λαϊκής Θεώνης, ο Αττικός αναφέρει τη μητρομανή κόρη ενός ξένου διπλωμάτη, που παρέδιδε συστηματικά ερωτικά μαθήματα ευρωπαϊκού επιπέδου σε όλους τους δανδήδες της Αθήνας.
Με το Νόμο 3032 του 1922 «Περί ασέμνων γυναικών» τέθηκε τέρμα στο κρυφτούλι με τους οίκους ανοχής οι οποίοι πλέον αναγνωρίστηκαν και επίσημα. Οι «μαμάδες» τους χαρακτηρίστηκαν επαγγελματίες και η εφορία έσπευσε να τις κατατάξει ανάλογα με το μέγεθος της πελατείας τους σε φορολογικές κλάσεις.