Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία για τις καταναλώσεις υγρών καυσίμων το 2012, προκύπτει μείωση 14,6% σε όλα τα είδη, συμπεριλαμβανόμενων των ναυτιλιακών και αεροπορικών καυσίμων. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 2,2 εκατομμύρια τόνους, και από την ποσότητα αυτή, το ένα εκατομμύριο αντιπροσωπεύει τη μείωση στο πετρέλαιο θέρμανσης.
Αυτό όμως που πρέπει να επισημανθεί δεν είναι τόσο η κάθετη πτώση στις πωλήσεις του πετρελαίου θέρμανσης. Κατ΄αρχην τα ποσά που εμφανίζονταν κάθε χρόνο και ήταν γύρω στα 3 εκατομμύρια τόνοι, , ποτέ δεν αντιπροσώπευαν την πραγματική του χρήση, αλλά λόγω λαθρεμπορίου περιλάμβαναν και τις παράνομες χρήσεις του για κίνηση κλπ. Αυτό που πρέπει να προβληματίζει, είναι η μεγάλη μείωση της κατανάλωσης σε προϊόντα που συνδέονται άμεσα με την παραγωγή και την εκτέλεση έργων και η οποία δείχνει τα πραγματικά μεγέθη της ύφεσης.
Αν κάνουμε τις συγκρίσεις του 2012 με το 2008, χρονιά που ξεκίνησε η ύφεση, βλέπουμε ότι στα λιπαντικά για παράδειγμα, η πτώση ανέρχεται σε 41%. Στο μαζούτ σε 36,5% και στην άσφαλτο σε 74%. Το ίδιο ανησυχητική είναι και η πτώση των πωλήσεων στα αεροπορικά και ναυτιλιακά καύσιμα, που είναι συνδεμένα με τον τουρισμό και την εμπορική ναυτιλία. Στα ναυτιλιακά καύσιμα για παράδειγμα, η πτώση από το 2011 ήταν 37% και στα αεροπορικά 12%. Συγκρινόμενες πάντως οι καταναλώσεις με τις αντίστοιχες του 2008, δείχνουν μία πτώση 28,5% στα αεροπορικά και 51% στα ναυτιλιακά.
Συνολικά, μετρούμενη σε όγκους, η αγορά καυσίμων συρρικνώθηκε από το 2008 κατά 6,5 εκατομμύρια τόνους και περιορίστηκε σε 12,75 εκατομμύρια τόνους, έναντι 14,93 εκατομμύρια το 2011 και 19,24 εκατομμύρια το 2008. Το μόνο παρήγορο, αλλά και ενδεικτικό της ατελέσφορης και καταστροφικής φορολογικής επιβάρυνσης των καυσίμων, είναι ότι μόλις μειώθηκε έστω και 10 λεπτά το λίτρο ο φόρος στο πετρέλαιο κίνησης, η κατανάλωσή του αυξήθηκε το 2012, έναντι του 2011. Σύμφωνα λοιπόν με τα προσωρινά στοιχεία, μετά από 4 χρόνια συνεχούς πτώσης της κατανάλωσης, το 2012 οι πωλήσεις του κίνησης αυξήθηκαν κατά 7,6% και αυτό μόνο με 3 μήνες μειωμένου φόρου.
Το συμπέρασμα αυτονόητο. Το πρόβλημα στα έσοδα δεν αντιμετωπίζεται από το ύψος των φόρων, αλλά από τη δυνατότητά είσπραξής τους.