Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Το συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης μπορεί να μην απασχόλησε τόσο τον κόσμο, όσο ο πρωτοφανής καύσωνας και η αντιμετώπισή του, γεννά όμως ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τη συνέχεια και την επόμενη μέρα. Γεννά, όμως, και ορισμένα ερωτήματα, τα οποία δεν είμαι σίγουρος πως στη Δημοκρατική Συμπαράταξη έχουν απαντήσει επαρκώς.
Είναι θετικό ότι, έστω σε επίπεδο χρονοδιαγράμματος, αποτυπώνεται η βούληση για τη δημιουργία του ενιαίου φορέα της Κεντροαριστεράς. Ακόμα μένουν αρκετά ζητήματα να απαντηθούν, όμως διαφαίνεται η βούληση των μεγαλύτερων και μικρότερων σχημάτων να κάνουν κινήσεις προς την ενοποίηση. Και αυτό είναι θετικό. Είναι, επίσης, μια τροχιοδεικτική διαδικασία και για το Ποτάμι, το οποίο αν πραγματικά ελπίζει στη συμπόρευση με την Ώρα Αποφάσεων που διέγραψε έναν εκ των συνιδρυτών της, τον Γιάννη Ραγκούση, επειδή εκφράστηκε θετικά για πράγματα που ειπώθηκαν στο συνέδριο της ΔΗΣΥ, αυταπατάται.
Και, έχω την αίσθηση, πως για πρώτη φορά εδώ και καιρό ένα συνέδριο κόμματος της Κεντροαριστεράς κύλησε τόσο ανώδυνα, ιδίως αν σκεφτεί κανείς τι πήγε να συμβεί πριν από περίπου έναν μήνα στη Δημοκρατική Συμπαράταξη. Μιλώντας τηλεφωνικά (γιατί δεν άντεξα να πάω ως το καμίνι του ΣΕΦ) με στελέχη και ιδίως ανθρώπους της νέας γενιάς που πρόσκεινται στη ΔΗΣΥ και έφτασαν στην Αθήνα αυτές τις μέρες, διαπίστωσα ένα θετικό προαίσθημα για τη συνέχεια. Αυτό είναι πάντα θετικό στην πολιτική, γιατί βοηθά τουλάχιστον να γίνει σοβαρή προσπάθεια, ώστε να περάσει το μήνυμα του κόμματος στην κοινωνία.
Από εκεί και πέρα, όμως, εγώ εξακολουθώ να επιμένω ότι η Δημοκρατική Συμπαράταξη προσπαθεί να ισορροπήσει σε δύο βάρκες. Αφενός κάνει δομική κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ και, ομολογουμένως, σκληρή αντιπολίτευση, από την άλλη η κ. Γεννηματά ξορκίζει τη λογική των ίσων αποστάσεων και την ίδια ώρα υιοθετείται ως σύνθημα το «Μπροστά και Αριστερά». Ε, να με συγχωρείτε, αλλά κάπου μπερδεύτηκα κι εγώ.
Η επιδίωξη της Δημοκρατικής Συμπαράταξης είναι την επόμενη μέρα των εκλογών να διαδραματίσει γεφυροποιητικό ρόλο μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, ώστε να διαμορφωθεί ένα εθνικό μέτωπο. Εδώ δεν έχει πολλή σημασία τι εκτιμά κανείς: εγώ, για παράδειγμα, πιστεύω ότι τέτοια συγκυβέρνηση δεν θα γίνει ποτέ, κάποιοι μπορεί να εκτιμούν ότι δεν θα την αποφύγουμε. Αυτό που πραγματικά έχει σημασία να μας πουν η κ. Γεννηματά και οι άλλοι επικεφαλής των σχημάτων που συμμετέχουν στο εγχείρημα είναι ποια θα είναι η στάση του κόμματος, αν π.χ. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ δεν δεχθούν να συγκυβερνήσουν. Διότι, αν πορευτούμε με γνώμονα το σενάριο κανένα κόμμα να μην έχει αυτοδυναμία και η ΔΗ.ΣΥ. να πάρει ένα καλό ποσοστό, τότε θα είναι ο απόλυτος ρυθμιστής και ή θα μπει σε κυβέρνηση ή θα οδηγήσει τη χώρα σε δεύτερες εκλογές.
Δύο πράγματα είναι κατανοητά, προς υπεράσπιση της κ. Γεννηματά και του επιτελείου της: αφενός, από τη στιγμή που οι εκλογές δεν είναι τον επόμενο μήνα, θα ήταν πολιτικά αυτοκτονικό να πάρουν θέση τώρα. Αφετέρου, το να προσπαθούν να «ρεφάρουν» ψήφους πολιτών που έφυγαν προς το ΣΥΡΙΖΑ είναι θεμιτό, συνεπώς δικαιολογείται και η αναφορά στην «Αριστερά». Επίσης, δεν είναι κακό, ως στρατηγική επιδίωξη, η Δημοκρατική Συμπαράταξη να θέλει να εκφράσει και ένα σημαντικό μέρος των πολιτών που αυτοπροσδιορίζονται ως «Αριστεροί» ή «Κεντροαριστεροί».
Η τύχη της χώρας όμως δεν μπορεί να είναι μικροκομματικό παίγνιο. Εδώ απαιτείται ένα ξεκάθαρο σχέδιο, γιατί το τρίτο Μνημόνιο σε περίπου έναν χρόνο τελειώνει και στις αρχές του 2018 θα ξεκινήσουμε να συζητάμε για την επόμενη μέρα. Η κ. Γεννηματά, αφού άντεξε τα εσωκομματική ταρακουνήματα, θα πρέπει να κοιτάξει μπροστά. Έχει, ούτως ή άλλως, και άλλες εσωκομματικές διεργασίες μπροστά της, ενώ θα αντιμετωπίσει και την κριτική ότι έσπευσε να προκαταλάβει με το σύνθημα και τα σύμβολα την πολιτική πορεία του νέου φορέα. Όλα αυτά καλά είναι, αλλά άλλη είναι η μεγάλη εικόνα και αυτή έχει να κάνει με τις συμμαχίες.
Και, για να είμαστε ειλικρινείς, και οι δύο άλλοι πόλοι, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ, έχουν εκθέσει στην κ. Γεννηματά ένα πλαίσιο συνεργασίας. Δική της ευθύνη, στρατηγική και ιστορική, είναι να επιλέξει κάποια στιγμή, με ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει. Και αυτή η απόφαση δεν εξαντλείται σε συνθήματα.