Για τα παιδικά του χρόνια, την ομοφυλοφιλία και τις ενοχές, όπως σημειώνει ο ίδιος στο πρώτο πρόσωπο, είχε εξομολογηθεί στο περιοδικό Bήμα Men, ο ηθοποιός Μηνάς Χατζησάββας.
Μεταξύ άλλων στην εξομολόγησή του ανέφερε ότι: «Η σχέση με τον πατέρα μου έφτιαξε μετά την εφηβεία μου. Και αν κάποτε στενοχωρήθηκε που έγραψα ότι δεν μου έδινε χαρτζιλίκι, τώρα τον ευχαριστώ γιατί δεν πήγα στις πουτάνες, και ζω μια άλλη ζωή, πολύ πιο ουσιαστική», ενώ επισήμανε πως οι σχέσεις του με την μητέρα του δεν ήταν ιδιαίτερα καλές.
Διαβάστε αναλυτικά την εξομολόγησή του στο Βήμα Men:
“Μεγάλωσα σε μια μονοκατοικία, στη Νέα Σμύρνη. Ο πατέρας μου έκανε αλλαντικά. Έφτιαχνε καταπληκτικό σαλάμι αέρος και μορταδέλα!
Η μάνα μου ήταν πολύ ερωτευμένη με τον πατέρα μου, έλιωνε που τον έβλεπε. Εμένα με μάλωνε με το παραμικρό και δεν με άφηνε να βγω να παίξω με τα άλλα παιδιά.
Στην τετάρτη δημοτικού απήγγειλα ένα ποίημα για την 28η Οκτωβρίου. Είχα τέτοιο τρακ που σκεφτόμουν ότι δεν ήταν κανονικό. Όταν μου είπαν «τι ωραία που το είπες!» αισθάνθηκα ότι αυτό με αφορούσε πολύ. Έπαιζα και σε σκετσάκια, που με έκαναν να καταχαίρομαι. Με αυτές τις παραστάσεις άρχισα να συνειδητοποιώ ότι κάπου αλλού πήγαινα από τα συνηθισμένα. Είπα «θέλω να γίνω ηθοποιός». Με κορόιδευαν. Εγώ, όμως, ήξερα ότι θα αγωνιζόμουν για να γίνω πάρα πολύ καλός, και θα το πετύχαινα, όταν θα απελευθερωνόμουν από τους γύρω μου.
Με το που το αποφάσισα, σταμάτησα να είμαι ανάμεσα στους πέντε πρώτους μαθητές στη Λεόντειο. Διάβαζα μόνο για να περάσω τάξη. Έτρεχα σε θέατρα και σινεμά. Όταν η μητέρα φώναζε επειδή ήθελε να δουλέψω σε τράπεζα ή να πάρω το μαγαζί, ο πατέρας έλεγε «άσε τον να κάνει ό,τι θέλει, κι εγώ τι κατάλαβα που έφτιαχνα σαλάμια;».
Η σχέση με τον πατέρα μου έφτιαξε μετά την εφηβεία μου. Και αν κάποτε στενοχωρήθηκε που έγραψα ότι δεν μου έδινε χαρτζιλίκι, τώρα τον ευχαριστώ γιατί δεν πήγα στις πουτάνες, και ζω μια άλλη ζωή, πολύ πιο ουσιαστική. Τη μάνα μου την είχα ξεγραμμένη. Και μου κάνει εντύπωση που οι ομοφυλόφιλοι είναι κολλημένοι με τη μάνα τους.
«Έπαιξα 50 ρόλους σε έναν χειμώνα»
Όταν τέλειωσα το σχολείο, πήγα στο Παρίσι για να γραφτώ στην IDEC, να μάθω σκηνοθεσία. Έχασα, όμως, την προθεσμία και έκανα μαθήματα για έναν χρόνο με τον Ρενέ Σιμόν. Μάθαινα απίστευτα πιο γρήγορα τα λόγια στα γαλλικά από ό,τι στα ελληνικά.Μου έλεγε «Σαβά – έτσι με φώναζε – δείξε στους Γάλλους πώς παίζουν τον Μολιέρο!». Έπαιξα πενήντα ρόλους σε έναν χειμώνα! Ήμουν πολύ καλός.
Επέστρεψα στην Αθήνα επειδή ο πατέρας μου δεν είχε λεφτά. Έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό, με γαλλική προφορά! Μου είπαν να φύγω, ο Δημήτρης Χορν, όμως, που ήταν στην εξεταστική επιτροπή, με γύρισε πίσω και με ρώτησε ποιος μου είχε διδάξει τον ρόλο – έπαιζα τον Οσιπ από το έργο «Επιθεωρητής» του Γκογκόλ. Όταν του είπα για τον Σιμόν, με ρώτησε: «Μπορείτε να το παίξετε και στα γαλλικά;». Τον έπαιξα και πέτυχα.
Το 1970 ιδρύσαμε με άλλους ηθοποιούς το Ελεύθερο Θέατρο, ένα παράδειγμα συλλογικής δουλειάς για τους νεότερους. Εκεί γνώρισα τον Γιώργο Μιχαηλίδη και εκεί μέσα πολιτικοποιήθηκα – άρχισα να έχω αριστερές σκέψεις. Επί χούντας, το θέατρο αυτό εξετέλεσε έναν εξαιρετικό σκοπό – αντιπροσώπευε το κοινό. Στην «Όπερα του ζητιάνου» σπάζαμε το σκηνικό – έμοιαζε με πολιτική πράξη. Αστυνομία, ανακρίσεις. Και στον «Αλή Ρέντζο» τα ίδια.
«Είναι μια ιστορία που πονάει»
Ήρθε κι ο καιρός να πάω φαντάρος. Επιστρέφω από τον στρατό, είχαν μπει στην ομάδα η Παναγιωτοπούλου και ο Φασουλής και το Ελεύθερο Θέατρο είχε μετονομαστεί σε Ελεύθερη Σκηνή. Το επωφελήθηκαν… Είναι μια ιστορία που πονάει. Εγώ έφυγα όταν είδα ότι έκλινε προς την επιθεώρηση, διαμορφώνοντας ένα χιούμορ λίγο γκέι, δηλαδή, να παίζουν γυναίκες και άνδρες με τον ίδιο τρόπο, κάτι που με ενοχλεί πολύ.
Ακολούθησαν το Λαϊκό Πειραματικό του Τριβιζά και το Εθνικό. Όταν ένιωσα ότι η δουλειά μου εκεί στόμωσε, για να επιβιώσω σκηνικά έκανα πολλούς μικρούς ρόλους που πλούτισαν τα υποκριτικά εφόδιά μου. Στο θέατρο Αεικίνητο του Κώστα Αρζόγλου γνώρισα την Καρυοφυλλιά. Μας πήρε ο Μιχαηλίδης. Κοντά του ανδρώθηκα υποκριτικά. Ο Μιχαηλίδης είναι ο θεατρικός μου πατέρας. Ελπίζω να τον έβγαλα ασπροπρόσωπο.
Ο Ματίας Λάνχοφ με τις «Βάκχες» στην Επίδαυρο, το 1997, με έκανε να αλλάξω τον τρόπο που σκεφτόμουν θεατρικά. Από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές στην καριέρα μου, όταν έβγαινα γυμνός στα τέσσερα, κάνοντας το ζώο. Ήταν δική μου ιδέα. Δεν ακουγόταν τσικ. Ποτέ δεν με γιούχαραν. Για τις αντιδράσεις του κόσμου θα πω ότι δεν μετρούσε τόσο το ότι ήμουν γυμνός – ήταν απόλυτα λειτουργικό – όσο ότι αυτό συνέβαινε σε μια τραγωδία στην Επίδαυρο – το θεώρησαν ύβρη. Όταν, μετά, πήγαμε στη Θεσσαλονίκη, αισθανόμουν λίγο σαν τον Τσε Γκουεβάρα. Γινόταν χαμός, δεν μπορούσα να βγω από το δωμάτιο. Ανησύχησαν οι δικοί μου, με πήρε ο πατέρας μου, ρώτησε αν ο Κώστας ήταν μαζί μου, φοβήθηκε μήπως είχαμε προβλήματα στη σχέση μας, μετά από όσα έγιναν. Γι’ αυτό σας λέω για τον πατέρα μου…
«Εγώ μεγάλωσα με ενοχές»
Πρέπει να βοηθάμε τους νέους. Όχι να λέμε ότι οι πρωτοπορίες είναι χάλια. Πιστεύω ότι ο Γεωργουσόπουλος πήγε το ελληνικό θέατρο είκοσι πέντε χρόνια πίσω. Είναι από τις μεγαλύτερες τροχοπέδες. Καλός δάσκαλος και να μείνει εκεί, στο δασκαλίκι. Το ελληνικό θέατρο, αν δεν είχε τους μεγαλομέντορές του, θα ήταν πιο μπροστά. Εγώ μεγάλωσα με ενοχές εξαιτίας όλων αυτών. Ενοχές από αδυναμία να δω πόσο αξίζω. Ενοχές σε σχέση με το να επιβεβαιώνομαι για την προσωπική μου ζωή. Ίσως να έπαιξε ρόλο και η ιδιαιτερότητα στη σεξουαλικότητά μου, επειδή είμαι ομοφυλόφιλος. Δεν δήλωνα, δεν προκαλούσα, αλλά δεν έκρυβα. Και είχα μια πορεία που δεν κατακτήθηκε εύκολα. Και έφτασα στα 55 μου για να εκφέρω ανοιχτά τη γνώμη μου.
Απεχθάνομαι να πιστεύουμε ότι εμείς είμαστε, κι άλλος κανείς. Δεν υπάρχουμε, αν δεν υπάρχουν οι άλλοι. Και ο έρωτας, αν δεν ξεχάσεις τον εαυτό σου και δεν αρχίσεις να σκέπτεσαι όπως ο άλλος, δεν βγαίνει… Σχέση είναι το απόλυτο δόσιμο – όταν δεν υπάρχει τίποτα εκτός από τον άλλον και για τον άλλον επίσης το ίδιο. Τότε είναι ο έρωτας φοβερός. Έχω νιώσει τον μεγάλο έρωτα στη ζωή μου.
Θέλω να ζήσω μέχρι τα εκατό μου για να προλάβω να κάνω όσα θέλω: με τον Λάνχοφ κι άλλα θεατρικά, με τον Στάιν, να παίξω σε ταινία του Γαβρά… Όμως μεγάλωσα πια και με πιάνει μια μελαγχολία απίστευτη για πράγματα που θα γίνουν όταν δεν θα ζω. Λέω «γαμώτο, δεν θα δω αυτό ή το άλλο». Η ζωή θα υπάρχει χωρίς εμένα. Εκεί έχει εντοπιστεί για μένα ο θάνατος. Με ένα θυμωμένο «γιατί» και με μια μεγάλη λύπη”.