Γράφει ο Δημήτρης Κατσαρός
Ο Αλέξης Τσίπρας είχε συνάντηση με τον Γιάννη Στουρνάρα, διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος εχθές στο γραφείο του πρώτου στη Βουλή. Μετά το πέρας της συνάντησης ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ υπενθύμισε ότι «δε πρόκειται να δεχτούμε καμιά συμφωνία που θα δημιουργεί αρνητικά τετελεσμένα, πριν τη δημοκρατική διέξοδο. Πριν τη συνολική διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας για το μείζον θέμα της απομείωσης του δημόσιου χρέους. Μια διαπραγμάτευση που μόνο μια κυβέρνηση με ισχυρή λαϊκή εντολή, μπορεί να υλοποιήσει με επιτυχία».
Στη συνάντησή τους οι δύο άνδρες συζήτησαν τα αποτελέσματα των στρες τεστ για τα οποία ο Τσίπρας σχολίασε ότι από ό,τι τον ενημέρωσε ο κ. Στουρνάρας, οι 4 κυριότερες ελληνικές τράπεζες δε χρειάζονται περαιτέρω ανακεφαλαιοποίηση, συνεπώς τώρα θα πρέπει οι τράπεζες που δέχθηκαν δεκάδες δις από τον κρατικό προϋπολογισμό να επιστρέψουν στην αγορά τη ρευστότητα που έχει ανάγκη. Σημείωσε παράλληλα ότι καμία στήριξη δεν πρόκειται να προέλθει από τις τράπεζες αν πρώτα δεν τακτοποιηθεί το ζήτημα των κόκκινων δανείων.
Αναφορικά στο ζήτημα του ταμείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας αναρωτήθηκε «γιατί να χρησιμοποιήσουμε τα κεφάλαια αυτά, προκειμένου να φτιάξουμε ένα ταμείο για μια προληπτική γραμμή πίστωσης στην οποία θα έχουμε πρόσβαση σε περίπτωση κρίσης, και να μην τα χρησιμοποιήσουμε για να αποτρέψουμε εξαρχής μια τέτοια κρίση;» ενώ παράλληλα ανέφερε ότι αυτό αποτελεί ουσιαστικά αποδοχή νέων μνημονιακών όρων για χρήματα που είναι ήδη χρεωμένα.
Το κεντρικό σχόλιο του Τσίπρα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δε θα δεχτεί να κάνει καμία συμφωνία πριν από τις εκλογές, αφορά τους δύο κύριους άξονες που έχει θέσει στο πρόγραμμά του. Τη συζήτηση για τη διευθέτηση του χρέους και την τακτοποίηση των κόκκινων δανείων. Δε χάνει ευκαιρία να αναφέρεται σε αυτά τα δύο ξανά και ξανά για τον απλό λόγο ότι αφενός η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει την πρόθεση να τα θέσει αλλά και επειδή όλο και περισσότερο κερδίζουν έδαφος στην κοινή γνώμη αλλά και σε διεθνείς ακαδημαϊκές και πολιτικές φωνές. Εν τέλει το δυνατό χαρτί του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πλέον καν το αντιμνημόνιο. Είναι σε γενικότερο επίπεδο το πρόβλημα της ύφεσης, για το οποίο ούτε η κυβέρνηση αλλά ούτε και η Τρόικα έχει προς το παρόν πειστική απάντηση.