Ένας νέος δείκτης αποτυπώνει πλέον την καλή ή κακή οικονομική κατάσταση των Ελλήνων, σύμφωνα με τους ειδικούς. Πρόκειται για τον δείκτη…τερηδόνας που κατά τους οδοντιάτρους, είναι αποκαλυπτικός για τη στοματική υγεία μικρών αλλά και μεγάλων καθώς σχετίζεται άμεσα με την επίσκεψη στον οδοντίατρο.
Στα παιδιά οικογενειών μεταναστών, με χαμηλά εισοδήματα καθώς και σε εκείνα των αγροτικών περιοχών η τερηδόνα εκτοξεύεται σε ανησυχητικά επίπεδα, ενώ όσο αυξάνεται το οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο των γονιών μειώνεται η τερηδόνα των παιδιών. «Πρωταθλητές» σε τερηδονισμένα δόντια αναδεικνύονται οι λιλιπούτειοι κάτοικοι των νομών Ιωαννίνων και Λάρισας, ενώ «ελεύθερα» τερηδόνας είναι τα παιδιά σε Κεφαλλονιά και Χανιά.
Ειδικότερα, και σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε την Τετάρτη η Ελληνική Οδοντιατρική Ομοσπονδία (ΕΟΕ), τρία στα πέντε παιδιά 5 χρόνων έχουν τερηδόνα. Ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση στους μαθητές γυμνασίου: η τερηδόνα αφορά 7 στα δέκα παιδιά. Κι όσο προστίθενται χρόνια, μεγαλώνουν και τα προβλήματα αφού το 84% των εφήβων έχουν πολύ κακή στοματική υγεία.
«Σε σύγκριση με την περασμένη δεκαετία, ο ελληνικός πληθυσμός εμφανίζει υψηλότερο ποσοστό αναγκών οδοντιατρικής φροντίδας. Το φαινόμενο αποδίδεται στην οικονομική κρίση και αφορά όλες τις ηλικιακές ομάδες των παιδιών» ανέφερε ο πρόεδρος της ΕΟΕ, κ. Αθανάσιος Κατσίκης.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Παιδοδοντιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κωνσταντίνος Ουλής, με τη συμβολή του οποίου έγινε η Πανελλήνια Επιδημιολογική Μελέτη Καταγραφής Στοματικής Υγείας, σε παιδιά 5, 12 και 15 ετών, σε ενηλίκους 35 έως 44 ετών και 65 έως 74 ετών, εξέφρασε την έντονη ανησυχία του «καθώς η τερηδόνα εμφανίζεται σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, από την παιδική ήδη ηλικία».
«Χωρίς τερηδόνα είναι μόλις το 42,4% των παιδιών 5 ετών. Ακόμη χαμηλότερα είναι τα ποσοστά στην ηλικία των 12 ετών (27,7%) και στους εφήβους 15 ετών (16,3%). Στα παιδιά των μεταναστών, η κατάσταση είναι χειρότερη, με μόλις το 26,2% των πεντάχρονων και το 10,3% των εφήβων να είναι ελεύθερα τερηδόνας» ανέφερε ο κ. Ουλής.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η κατάσταση είναι σημαντικά χειρότερη στον αγροτικό πληθυσμό, έναντι του αστικού. Οι διαφορές είναι μικρές στις ηλικίες 12 και 15 ετών, αλλά σημαντικές στην ηλικία των 5 ετών.